to top

Είδαμε την παράσταση | Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι

Είδαμε την παράσταση | Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι

“Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι” του Τέννεση Ουίλλιαμς, μετάφραση: Αντώνης Γαλέος, σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ, πρωταγωνιστούν: Φιλαρέτη Κομνηνού, Aναστασία Παντούση, Δημήτρης Τσίκλης, Λίλλυ Μελεμέ, Πάρης Λεόντιος.

Έχοντας παθολογική αγάπη στον μονάκριβο γιο της, η αριστοκρατικής καταγωγής κ. Βέναμπλ αρνείται κατηγορηματικά την εκδοχή της εξαδέλφης του ως προς τον θάνατό του. Πιστεύοντας (ή θέλοντας να πιστέψει) πως η νεαρή Κάθριν διαδίδει φήμες που αμαυρώνουν τη μνήμη του ρομαντικού και ευαίσθητου Σεμπάστιαν, όχι μόνο την κλείνει σε ίδρυμα, αλλά καλεί στο σπίτι της τον διακεκριμένο νευροχειρουργό Τζων Κούκροβιτς με σκοπό να τον πείσει να την αναγνωρίσει ως ψυχοπαθή και να προχωρήσει σε λοβοτομή.

 

 

Είναι πάντοτε επικίνδυνος στο ανέβασμά του ο Τέννεση Ουίλλιαμς, όσο απλά κι φαίνονται τα θεατρικά του. Βλέπετε είναι έτσι γραμμένα και σκηνικά οριοθετημένα που είτε λειτουργούν ως εγχειρίδιο δι’ αρχαρίους που θα ακολουθήσουν πιστά το κείμενο και τις οδηγίες, μένοντας ωστόσο στην επιφάνεια και καθοδηγώντας περσόνες αντί για χαρακτήρες, είτε θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια στον όλεθρο όσους προσπαθήσουν να τα αποδομήσουν ή να τα παρουσιάσουν ως κάτι νέο και διαφορετικό.

Ειδικά στην περίπτωσή μας, το “Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι”, ίσως το πιο σκοτεινό και βίαιο έργο του κορυφαίου συγγραφέα, θέτει τις μεγαλύτερες των προκλήσεων όχι μόνο λόγω της σκληρής θεματικής του αλλά και του καταιγισμού των μονολόγων και των αφηγήσεων, οι οποίοι κατ’ ουσίαν στερούν κάθε ίχνος σκηνικής δράσης. Ίσως δεν είναι διόλου τυχαίο πως το έργο έγινε διάσημο από την κινηματογραφική του διασκευή σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Λ. Μάνκεβιτς και σενάριο του Γκορ Βιντάλ και του ίδιου του συγγραφέα, παρά από το θέατρο.

Γραμμένο το 1957, το “Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι” παίχτηκε μόνο off Broadway έναν χρόνο αργότερα σε ενιαίο πρόγραμμα με το επίσης μονόπρακτο του Ουίλλιαμς “Κάτι που δεν λέγεται”, ενώ πέρασαν 38 ολόκληρα χρόνια μέχρι να κάνει πρεμιέρα στο Μπρόντουγέυ το 1995, πάλι μαζί με το “Κάτι που δεν λέγεται”, ενώ στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου πρωτοανέβηκε μόλις το 1999. Εννοείται πως ενδιάμεσα είχε ταξιδέψει στις σκηνές όλου του κόσμου και σε μικρότερα θέατρα των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά ήταν σαν να μην το προτιμούσαν οι μεγάλοι.

Μάλλον, αν έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις τη Ντυμπουά γιατί να προτιμήσεις τη Βέναμπλ; Και στην Ελλάδα ανέβηκε πλείστες όσες φορές όχι όμως και χωρίς να κακοπάθει σε ορισμένες περιπτώσεις, ακριβώς λόγω των παγίδων στις οποίες αναφέρθηκα νωρίτερα.

 

Στον Νέο Ακάδημο, όμως, το “Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι” ευτυχεί χάρη στη Λίλλυ Μελεμέ της οποίας η σκηνοθετική ματιά με ιντριγκάρει (να θυμίσω την εξαιρετική “Μαντάμ Μποβαρί”) και φυσικά χάρη στη Φιλαρέτη Κομνηνού που μας προσφέρει μια αξέχαστη κ. Βέναμπλ. Για να τα πιάσουμε τα πράγματα με τη σειρά τους, η παράσταση έχει ένα εξαιρετικό κείμενο που υπογράφει ο Αντώνης Γαλέος, το οποίο αποδίδει όχι μόνο τις λέξεις αλλά τον τονισμό και τα νοήματα του πρωτότυπου, πάντοτε εντός τόπου και χρόνου δράσης, οριοθετώντας έτσι και τους ήρωες του δράματος.

Επί του κειμένου ορίζεται η σκηνοθεσία (πώς αλλιώς άλλωστε;), επί των λέξεων ορίζεται το συναίσθημα και επί των νοημάτων αναδεικνύεται ο βασικός πρωταγωνιστής της παράστασης, που δεν είναι άλλος από τον νεκρό πλέον Σεμπάστιαν. Σε αυτόν εστιάζει η Λίλλυ Μελεμέ, αυτόν ορίζει ως επίκεντρο και τον καθιστά διαρκώς παρόντα δια της απουσίας του. Όσο παρακολουθείς το έργο, έχεις την εντύπωση πως ο Σεμπάστιαν βρίσκεται κάπου εκεί -κρυμμένος ή αόρατος- και παρακολουθεί τα δρώμενα που προφανώς τον διασκεδάζουν.

Είτε ρομαντικός, ευαίσθητος ποιητής κατά τα λεγόμενα της μητέρας του, είτε εγωπαθές και χειριστικό σαρκοβόρο σύμφωνα με την περιγραφή της Κάθριν που βίωσε τον χαμό του, η ζωή του κατασπαράσσει όσους έμειναν πίσω, χαμένοι στο διττό της υποκρισίας του ή της αλήθειας του που εν τέλει η άρρωστη από αγάπη μάνα δεν τόλμησε να δει ποτέ κατάματα. Η αντιπαλότητα του είναι και του φαίνεσθαι, της ζωής και της μνήμης, του συναισθήματος και της σάρκας, αλλά και το έγκλημα ως τιμωρία κονταροχτυπιούνται επί σκηνής, με τον πανταχού απόντα Σεμπάστιαν να στοιχειώνει πρωταγωνιστές και θεατές.

Με τη δράση να λαμβάνει χώρα εξ ολοκλήρου στον περίτεχνο εξωτικό κήπο-καταφύγιο του Σεμπάστιαν, η σκηνογράφος Μικαέλα Λιακατά επέλεξε εμπνευσμένα να τον αναπαραστήσει σε μια μίνιμαλ εκδοχή, μεγαλειώδη και στεγνή ταυτόχρονα, τοποθετημένη στο μέσο του τίποτα, μπροστά από τους γυμνούς, μαύρους τοίχους της σκηνής του θεάτρου, σαν τόπο καταραμένο και αποκομμένο από τα πάντα.

Μέσα σε αυτό το καθαρτήριο στις πύλες του Επέκεινα, η Φιλαρέτη Κομνηνού αποδίδει με ταλέντο, ψυχή και ορμή μια πολυδιάστατη κ. Βέναμπλ που χάνεται στις λέξεις και στις μνήμες, υποφέρει από αγάπη, σφαδάζει από τη δίψα για εκδίκηση και καταρρέει όταν η φρικτή πραγματικότητα κατασπαράζει το αφήγημα και μαζί την πλάνη της άλλης μνήμης που ήθελε να κρατήσει ζωντανή. Εντυπωσιάζει η ωριμότητα με την οποία διαχειρίζεται τον εξαιρετικά δύσκολο ρόλο της Κάθριν η Αναστασία Παντούση αποφεύγοντας κάθε ακρότητα, την ίδια στιγμή που ο γιατρός Κούκοβιτς του Δημήτρη Τσικλή διακρίνεται για την εσωτερικότητα της ερμηνείας του ως ακροατής (παίζει ενόσω δεν κάνει φαινομενικά τίποτα) μέχρι που σταδιακά οδηγείται στη διάγνωση με την οποία ισοπεδώνει και λυτρώνει.

Τέλος, η Λίλλυ Μελεμέ επέλεξε να σκηνοθετήσει τον εαυτό της και τον Πάρη Λεόντιο με οριακή εξωστρέφεια καθώς η μητέρα και ο αδελφός της Κάθριν αντίστοιχα είναι πρόθυμοι να απωλέσουν την αξιοπρέπειά τους έναντι ενός σεβαστού αντιτίμου. Είμαι σίγουρος πως το φάντασμα του Σεμπάστιαν, εκεί στα σκοτάδια της σκηνής, θα είναι πολύ χαρούμενο με τον τρόπο που ειπώθηκε η ιστορία του.

 

• Νέος Ακάδημος – Ακαδημίας & Ιπποκράτους 17
Παραστάσεις: Δευτέρα στις 20:00, Τρίτη στις 21:00, Παρασκευή στις 19:00, Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 20:30

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following