“Τρεις ψηλές γυναίκες” του Έντουαρντ Άλμπι, μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, διασκευή: Σαρλ Σεμέν, σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Γουίλσον, πρωταγωνιστούν: Ρένη Πιττακή, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Λουκία Μιχαλοπούλου, Αλέξης Φουσέκης.
Τρεις ψηλές γυναίκες, μια 92χρονη πλούσια και περήφανη αριστοκράτισσα, η 52χρονη νοσοκόμα της και η 26χρονη δικηγόρος της συναντιούνται στην κατοικία της πρώτης, όπου συζητούν για το παρελθόν, τις μνήμες και τις στιγμές της ζωής της που έμειναν ανεξίτηλες στον χρόνο. Τίποτα όμως δεν είναι έτσι όπως φαίνεται, καθώς τα δεδομένα αλλάζουν, με την έννοια του χρόνου και του χώρου να ξεφεύγει από οποιαδήποτε σταθερά.
Το θέατρο φόρμας στα καλύτερά του, όχι μόνο χάρη στο εξαιρετικό επίπεδο αισθητικής και ερμηνειών που μετατρέπουν την παράσταση σε βιωματική εμπειρία, αλλά πρωτίστως επειδή η φόρμα εξυπηρετεί στον απόλυτο βαθμό το κείμενο και τα νοήματά του. Γραμμένες το 1991, οι “Τρεις ψηλές γυναίκες” σηματοδότησαν τη μεγάλη επιστροφή του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα, ο οποίος μετά από τα εμβληματικά του έργα στα χρόνια του ’60 και του ’70 άρχισε να χάνει σταδιακά την εύνοια των κριτικών και του κοινού.
Έχοντας ήδη εξερευνήσει τις έννοιες του θανάτου και της λύτρωσης, ο Άλμπι διυλίζει εδώ τη σκέψη και τον προβληματισμό του, τεντώνοντας τα όρια του χρόνου και της ύπαρξης. Καθώς η παράσταση εξελίσσεται, η ταυτότητα του πότε, του πού αλλά και των ηρωίδων της χάνει πλέον κάθε ταυτότητα έτσι όπως αυτές οι τρεις ψηλές γυναίκες μετατρέπονται σε χρονικές εκφάνσεις της μίας, κατατέμνοντας το πριν, το τώρα και το μετά.
Σαφέστατα υπερ-ρεαλιστικό στη σύνθεση και στην εκτέλεσή του, το έργο προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις και αναπαραστάσεις, θέτοντας πάντοτε πληθώρα κινδύνων σε κάθε του ανέβασμα. Μια πλήρως ρεαλιστική προσέγγιση συγκρούεται μετωπικά με τη δεύτερη πράξη οδηγώντας πιθανά σε αμηχανία, την ίδια στιγμή που όποιοι απρόσεκτοι πειραματισμοί στην επί σκηνής αποτύπωσή του εύκολα εκτροχιάζονται προς το γελοίο.
Η συγκεκριμένη παραγωγή όμως που παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (ενδεχομένως μία από τις καλύτερες παραστάσεις της σαιζόν) κατορθώνει να απογειώσει κάθε πτυχή του έργου, γυρνώντας την πλάτη στον ρεαλισμό, αλλά χωρίς να αποποιείται το συναίσθημα και -το κυριότερο- την ουσία. Το πραγματικά μαγικό που συντελείται στη σκηνή είναι πως όσο κι αν αποξενώνεται η ψυχή από το σώμα, τόσο περισσότερη ουσιαστική ανθρωπιά αποκτά.
Οι “Τρεις ψηλές γυναίκες” του Ρόμπερτ Γουίλσον δεν έχουν τίποτα το ανθρώπινο επάνω τους, καθώς μοιάζουν πολύ περισσότερο με τις παλιές, πορσελάνινες κούκλες της γιαγιάς που δαιμονίστηκαν και παραληρούν. Τα συγκλονιστικά κοστούμια της Φλάβια Ρουτζέρι, καθώς και το αλλόκοσμο μακιγιάζ και οι περούκες της Μανού Χάλιγκαν (επί σειρά ετών συνεργάτιδας του Γουίλσον), εξαϋλώνουν κάθε ανθρώπινο ίχνος από τις τρεις σπουδαίες ηθοποιούς, που καλούνται να αντιμετωπίσουν το κείμενο αποστασιοποιημένα, με πρόσωπο και βλέμμα παγωμένα, τονίζοντας λέξεις και συλλαβές ή επαναλαμβάνοντας φράσεις σαν κακοκουρδισμένα ανδρείκελα.
Πρόκειται περί ερμηνευτικού άθλου για τη Ρένη Πιττακή, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τη Λουκία Μιχαλοπούλου, οι οποίες βυθίζονται με ευστροφία στην ειρωνεία, στον πόνο και το συναίσθημα του κειμένου, αποκομμένες πλήρως από οτιδήποτε θα τους προσέδιδε υπόσταση ανθρώπινη. Κι όμως, ακόμα και έτσι, τα πάντα είναι εδώ, αλώβητα και στο πραγματικό τους μέγεθος, να ξεχύνονται σαν ανεμπόδιστο ποτάμι από τη σκηνή στην πλατεία, στα θεωρεία, στους εξώστες και σε κάθε γωνιά του θεάτρου που εν τέλει δονείται από λέξεις, συναισθήματα, ιδέες αλλά και από τον πόνο μιας ζωής που χάθηκε στα συντρίμμια της άρνησης, του φόβου και των κυνικών επιφυλάξεων.
Με τη σκηνή να φαντάζει σαν ένα τεράστιο εξομολογητήριο και μαζί καθαρτήριο ψυχών που δεν συναντήθηκαν στον κόσμο τον δικό μας, οι πορσελάνινες κούκλες που ζωντανεύουν αποζητούν τη στιγμή της ανθρωπιάς που θα τις εξιλεώσει και θα τους επιτρέψει επί τέλους να αναπαυθούν, απομακρύνοντας το πνεύμα από το κατασκευασμένο κορμί που υποφέρει να εκφραστεί μέσα από τις ελάχιστες αρθρώσεις του.
Την ίδια στιγμή, ο Ρόμπερτ Γουίλσον, δημιουργεί ένα εμβυθιστικό περιβάλλον που συγκλονίζει όλες τις αισθήσεις. Τα σκηνικά σε συνάρτηση με τους φωτισμούς (αμφότερα με την υπογραφή του σκηνοθέτη) αποκτούν αυτόνομη ύπαρξη στην αφήγηση, ενόσω οι ήχοι (Θόρστεν Χοπ) και η μουσική (Θοδωρής Οικονόμου) συμπληρώνουν την ολιστική εμπειρία που προσφέρουν οι “Τρεις ψηλές γυναίκες”.
Εκτυφλωτικά λευκά, συνταρακτικοί ήχοι από ηχοσύστημα που συναντάς σε αίθουσες ΙΜΑΧ του εξωτερικού, σκιές και προβολείς που φωτίζουν το μισό πρόσωπο, αγκαλιάζουν με τη φαινομενική τους σκληρότητα έναν καταρράκτη συναισθημάτων και ειλικρινούς συγκίνησης. Ο υπερ-ρεαλισμός συναντά βίαια τον ρομαντισμό σε μια αρμονική συνύπαρξη που απογειώνει κάθε λεπτό στη σφαίρα του φανταστικού, έτσι μάλιστα όπως τονίζεται και από την υπέροχα αισθαντική χορογραφία (η Μαριάννα Καβαλλιεράτου υπογράφει την κινησιολογία της παράστασης) που συνοδεύει την εμφάνιση του σαν αερικό γιου της αριστοκράτισσας, τον οποίο υποδύεται με ενσυναίσθηση και βουβό μέτρο ο Αλέξης Φουσέκης.
• Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Κεντρική Σκηνή “Δημήτρης Ροντήρης” – Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 19:00, Πέμπτη & Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 & 21:00, Κυριακή στις 19:00.