to top

Είδαμε την παράσταση | Το τραγούδι της Φλέρυς

Είδαμε την παράσταση | Το τραγούδι της Φλέρυς

Το τραγούδι της Φλέρυς, του Δημήτρη Οικονόμου, σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης, πρωταγωνιστεί η Ελένη Κοκκίδου.

Ρωμαϊκή αγορά, 1985, λίγες στιγμές πριν από τη συναυλία που έμελλε να είναι η τελευταία της, η Φλέρυ Νταντωνάκη τρομοκρατείται από την κοσμοσυρροή. Και κάπου εκεί, στο διάστημα προτού επιστρέψει στη σκηνή, τη συναντάμε μόνη, σε ένα διάλειμμα στον χρόνο, να εξομολογείται σιωπηλά στο κοινό της τις διαδρομές της ψυχής και της μουσικής που την έφεραν έως εκεί.

 

 

Και είναι ακριβώς εκεί, στη σκηνή του θεάτρου Σταθμός που συντελείται το θαύμα. Είναι λες και ο χωροχρόνος καταργείται και όλοι μαζί μεταφερόμαστε σε μια στιγμή μαγική που παντρεύει το πριν, το μετά και το πάντα. Το κείμενο του Δημήτρη Οικονόμου (που όπως διαβάζω έχει την έγκριση τόσο της κόρης όσο και της αδελφής της Φλέρυς Νταντωνάκη) φαντάζει αλλόκοσμο, σπαρακτικά ρεαλιστικό από τη μια, ποιητικά ρομαντικό από την άλλη, έτσι καθώς ξεχειλίζει τις λέξεις με μια αβάσταχτη μουσικότητα, λες και ακούς εκστατικά μια συμφωνία που την παίζει ορχήστρα αόρατη που όμως σε περικυκλώνει από παντού.

Ταξιδεμένος στον χρόνο ο λόγος, απεικονίζει στιγμιότυπα, προσφέρει τραγούδια, χαρίζει απλόχερα ψυχή και ζωντανεύει αυτό το πλάσμα μπροστά μας σαν μορφή υπαρκτή και μαζί φάσμα από έναν κόσμο άλλον, στον οποίο όλοι εμείς βρεθήκαμε διαχρονικά παρόντες.

Τούτη εδώ η μυσταγωγία του κειμένου φαίνεται πως μάγεψε και τον Μάνο Καρατζογιάννη καθώς του προσδίδει σκηνική υπόσταση σε μια παράσταση εξίσου μαγική. Με την αρωγή της Άσης Δημητρολοπούλου στα σκηνικά, επιμερίζει τη μεγάλη σκηνή σε μικρά, διακριτά αλλά σπουδαία σημεία της αφήγησης, πλάθοντας διαρκώς νέους χώρους που είναι σαν να μεταμορφώνονται διαρκώς και να ζωγραφίζουν τον τόπο δράσης του κάθε μικρού ή μεγάλου σταθμού της ζωής της Φλέρυς.

Την ίδια περίσσια αξία σε αυτό το στροβίλισμα στον χωροχρόνο κατέχουν και οι συναρπαστικοί φωτισμοί του Άγγελου Παπαδόπουλου, που ακολουθούν κατά γράμμα τις λέξεις, τις νότες και το συναίσθημα σαν να χορεύουν στο άκουσμά τους και μαζί να φωτίζουν ή να σκιάζουν την ψυχή αυτής της γυναίκας που ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Αφουγκραζόμενος κάθε λεπτομέρεια της κάθε λέξης, ο Μάνος Καρατζογιάννης επενδύει σοφά στη μουσικότητα του λόγου και της προσωπικότητας και σκηνοθετεί σαν μαέστρος αυτής της αόρατης ορχήστρας, προσέχοντας κάθε λεπτή μετάβαση από το αλέγκρο στο αντάντε και από εκεί σε κάθε παραλλαγή που οδηγεί στο τραγικό αντάτζιο.

Είναι τόσο συναρπαστικός ο τρόπος που ερμηνεύει σκηνοθετικά κάθε λέξη που εν τέλει όλες μαζί σε παρασέρνουν σε έναν βαθιά συναισθηματικό κυματισμό που προκαλεί συγκινητική παραζάλη.

 

Και έπειτα είναι η Ελένη Κοκκίδου. Μόνη επάνω στη σκηνή, εξαϋλώνεται και η ίδια μαζί με τον τόπο και τον χρόνο και μεταμορφώνεται συγκλονιστικά μπροστά στα μάτια μας στη Φλέρυ Νταντωνάκη και μαζί σε όλες αυτές τις μυθικές φιγούρες που συντρόφεψαν ή σημάδεψαν τη ζωή της. Χωρίς ίχνος μιμητισμού αλλά πλήρης συμπεροφορικών μεταστροφών, η Ελένη Κοκκίδου δεν αφηγείται απλά μα ζει αυτήν την άλλη ζωή όπως και τις ζωές των άλλων, κάθε φορά που βάζει στο στόμα της τις λέξεις τους.

Κάπως έτσι είναι που η ψευδαίσθηση γιγαντώνεται και αποκτά σώμα υλικό, λες και μαζί της στη σκηνή παίζουν κι όλοι οι άλλοι για τους οποίους μιλά, λες και βλέπεις τον Χατζιδάκι να την κοιτά χαμογελαστός στην άκρη της σκηνής, ενόσω εκείνη τραγουδά. Έχει μια τέτοια προσήλωση η ερμηνεία της που εν τέλει κι εμείς απέναντί της γινόμαστε ένα με τον κόσμο της, κοινό της ρωμαϊκής αγοράς το 1985 ή άυλοι αυτόπτες μάρτυρες της ζωής της.

Διατηρώντας και η ίδια στο διηνεκές της παράστασης τη μουσικότητα του λόγου αλλά και αυτήν που καθοδηγούσε την ίδια τη Φλέρυ, μετατρέπει την πρόζα σε τραγούδι και τα τραγούδια σε εναρμονισμένο μέρος της πρόζας, με φωνή που πάλλεται στις οκτάβες, σαν συμφωνική ορχήστρα και με βλέμμα που σε διαπερνά μέσα από τις σκιές και κοιτάζει κατάματα την ψυχή σου, σαν να μιλάει είτε στον καθένα ξεχωριστά είτε σε κανέναν άλλον παρά στον ίδιο, τον τραυματισμένο και φοβισμένο της εαυτό. Απλά συγκλονιστική.

 

• Θέατρο Σταθμός – Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο
Παραστάσεις: Σάββατο στις 18:15, Κυριακή & Δευτέρα στις 21:00.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following