to top

Είδαμε την παράσταση | Το μινόρε

Είδαμε την παράσταση | Το μινόρε

“Το μινόρε”, θεατρική διασκευή της τηλεοπτικής σειράς “Το μινόρε της αυγής” των Βαγγέλη Γκούφα & Φώτη Μεσθεναίου από τον Δημήτρη Χαλιώτη, σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς, πρωταγωνιστούν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Σταύρος Σβήγκος, Χριστίνα Μαξούρη, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Μαρία Τσιμά, Κώστας Κοράκης, Κυριάκος Σαλής, Άρης Αντωνόπουλος, Κατερίνα Παπανδρέου, Γιάννης Εγγλέζος, Όλγα Σκιαδαρέση.

Μια δεκαετία περίπου, από τα τέλη του ’20 μέχρι τις αρχές της γερμανικής κατοχής, στα στενά, τα καταγώγια, τα λαϊκά κέντρα και τα ξενοδοχεία του Πειραιά, εκεί που η μουσική ήταν νταλκάς και μοναδικό μέσο επιβίωσης, εκεί που οι πενιές υπέγραφαν το soundtrack της ζωής, εκεί που οι έρωτες ζούσαν σε κακόφημα δωμάτια και η σκόνη η λευκή καθόριζε στιγμές και αποφάσεις.

 

 

Λαϊκό υπερθέαμα, πολύ καλών προθέσεων, μεγάλης κλίμακας και φροντισμένης αισθητικής είναι το “Μινόρε” που παρακολούθησα στην εμβληματική αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, η οποία με έναν τρόπο μαγικό αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την καρδιά της παράστασης, μέσα από τις μνήμες της ίδιας της πόλης. Ένα από τα αξέχαστα και ιστορικά πλέον σήριαλ της ΕΡΤ, το “Μινόρε της Αυγής” ανέδειξε το ρεμπέτικο, έκανε τεράστιο σουξέ (ξανά) το ομότιτλο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη και έπλασε τον συναρπαστικό μύθο της ζωής αυτών των τεσσάρων αντρών που η μοίρα ένωσε τους δρόμους τους και η ανάγκη για επιβίωση μαζί με τη φιλοδοξία ένωσαν τις πενιές τους σε μια τετράδα που έμελλε να αφήσει το στίγμα της -όχι πάντα για καλό- στον Πειραιά και στις ζωές των ανθρώπων που διασταυρώθηκαν με τις δικές τους.

Σκεφτόμουν πως είναι πράγματι συγκινητική η δύναμη που κρύβεται κάτω από αυτή τη σειρά, αφού σχεδόν 40 χρόνια μετά από την πρώτη της μετάδοση εξακολουθεί να παραμένει μέρος του πολιτιστικού μας συλλογικού ασυνείδητου, ενώ περνά το κατώφλι ενός άλλου είδους τέχνης, σαν η ιστορία να ήταν αληθινή και σαν αυτοί οι τέσσερις άντρες να υπήρξαν στ’ αλήθεια.

 

Εννοείται πως 27 επεισόδια δεν χωρούν στις 2,5 ώρες που διαρκεί περίπου η παράσταση, οπότε μπορούμε τρόπον τινά να θεωρήσουμε το “Μινόρε” του θεάτρου ως έργο νέο που απλά εμπνέεται από τη σειρά για να αφηγηθεί τη δική του ιστορία, με όλες τις απαραίτητες συμβάσεις που το θεατρικό σανίδι απαιτεί και επιβάλλει. Αυτή φαντάζομαι πως ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση για τη θεατρική διασκευή, καθώς θα έπρεπε να μείνουν πίσω πρόσωπα και καταστάσεις ώστε να συμπυκνωθεί κατά το δυνατόν η ιστορία μέσα στη διάρκεια της παράστασης. Ως φυσικό αποτέλεσμα, προέκυψε ένα έργο συνόλου, χωρίς πρώτους και δεύτερους ρόλους, που περισσότερο παραθέτει περιστατικά τα οποία αναπαριστά σε πολύ κομψά και καλοπαιγμένα στιγμιότυπα, παρά αναδεικνύει ανθρώπους και χαρακτήρες.

Κάπου εκεί λοιπόν μπορεί να χάνεται το κέντρο βάρους της ιστορίας, όμως το όλον του θέματος έχει μια κατά-δική του δύναμη που αντιπαρέρχεται με περίσσια ευκολία τις όποιες αδυναμίες. Η σοφή τοποθέτηση των τραγουδιών στις κατάλληλες στιγμές μεταξύ των σκηνών προσυπογράφει συναίσθημα, χρονική στιγμή και περιβάλλον (είναι εξαιρετικοί και ως μουσικοί και ως παρουσία τα δύο αδέλφια, ο Αντώνης και ο Θοδωρής Ξηντάρης), ενώ η φροντισμένη εναλλαγή των σκηνών στο λιτό μεν αλλά εντυπωσιακό και πολύ λειτουργικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου (δικά της και τα κοστούμια της παράστασης), κάτω από τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, επιτρέπει στην αφήγηση να ρέει απρόσκοπτα και το τέμπο να είναι πάντα γρήγορο και σταθερό, σαν να μένει πιστό στα δέκατα έκτα του μπουζουκιού.

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, με τη μουσική εμπειρία που διαθέτει, στέκει πολύπειρος και με ξεχωριστή άνεση στο “Μινόρε”, οικοδεσπότης, ξεναγός μας και παρατηρητής, βάζοντας το συναίσθημα στην αφήγηση και την ανθρωπιά. Με την ίδια ευκολία κάνει δικό του τον ρόλο του και ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, με ερμηνεία αβίαστη αλλά απειλητική μέσα στην απλότητά της. Ο Σταύρος Σβήγκος, αν και υπερσκηνοθετημένος, έχει σκηνικό εκτόπισμα που ξεχωρίζει από την πρώτη του στιγμή, όπως και ο Γιάννης Εγγλέζος με μια αθωότητα στο βλέμμα που σε διαπερνά από μακριά.

Με δύναμη από τον Πειραιά η ερμηνεία της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, εξαιρετικά αυθεντικές η Χριστίνα Μαξούρη και η Μαρία Τσιμά. Προσωπικά, μου έλλειψε το μεγάλο φινάλε και η μουσική αποθέωση, αλλά όχι κατά πως φάνηκε και στο υπόλοιπο κοινό που ούτως ή άλλως ξέσπασε σε ενθουσιώδες χειροκρότημα.

 

• Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Κεντρική Σκηνή “Δημήτρης Ροντήρης” / Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς

Παραστάσεις (έως 16/1): Τετάρτη 19:00, Πέμπτη 21:00, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 17:30 & 21:00, Κυριακή 19:00

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following