to top

Είδαμε την παράσταση | Το Αϊβαλί η πατρίδα μου

Είδαμε την παράσταση | Το Αϊβαλί η πατρίδα μου

“Το Αϊβαλί η πατρίδα μου”, του Φώτη Κόντογλου, σκηνοθεσία: Όλια Λαζαρίδου, πρωταγωνιστούν Χάρις Αλεξίου, Όλια Λαζαρίδου

Μνήμες, προσωπικές καταθέσεις ψυχής, μαρτυρίες κατοίκων του τόπου και της εποχής, παρμένα μέσα από το βιβλίο “Το Αϊβαλί η πατρίδα μου” του Φώτη Κόντογλου, αλλά και ένα απόσπασμα από το διήγημα “Κοινός Τόπος” της Έλλης Παπαδημητρίου, παρουσιάζονται υπό τη μορφή δραματοποιημένης ανάγνωσης στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με τη συνύπαρξη επί σκηνής της Χάρις Αλεξίου, της Όλιας Λαζαρίδου και μουσικών της ορχήστρας Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας που ντύνουν με τις μελωδίες τους τον λόγο.

 

 

Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και συγκινησιακή φόρτιση η απόπειρα αυτή, που σε χέρια άλλα θα μπορούσε να μην είναι τίποτα περισσότερο από παράθεση κειμένων αποσπασματικών και αποκομμένων από κάθε θεατρική υπόσταση, καθώς η ίδια η γραφή του Φώτη Κόντογλου είναι τόσο ζωντανή που ζωγραφίζει στο μυαλό εικόνες.

Η Όλια Λαζαρίδου όμως, άνθρωπος με μεγάλο ταλέντο και καλλιτεχνική ευαισθησία, δεν θα μπορούσε να αρκεστεί σε κάτι τόσο απλό, οπότε και προέκυψε τούτη εδώ η αισθαντική και πλήρης συναισθημάτων παράσταση που ταξιδεύει σε βράχια και θάλασσες και σε ψυχές ανθρώπων που υπήρξαν, έζησαν και ανάσαναν τον αέρα στο Αϊβαλί, έναν τόπο που η σκηνοθεσία της Όλιας Λαζαρίδου τον κάνει να ακούγεται μαγικός, λες και βγήκε από παραμύθια και όχι από βιβλία ιστορίας.

Τα ιστία, μικρά και μεγάλα, με τα οποία οι σκηνογράφοι Δάφνη Ρόκου και Μαγδαληνή Αυγερινού έντυσαν τη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου, ξανοίγουν το μάτι σε μια θάλασσα αόρατη που όμως είναι σαν να τη μυρίζεις και να την ακούς ενώ θέτουν τον τόνο της αφήγησης που γίνεται ταξίδι ζωής και βουτιά στο θυμικό.

Η πρώτη εικόνα της Χάρις Αλεξίου με μια βαλίτσα στο χέρι δίνει το στίγμα της ιστορίας και καθορίζει τη στιγμή του βίαιου αποχωρισμού που έμελλε να ξεκόψει τις ψυχές και τα σώματα από τον τόπο τους. Όμως προτού η καρδιά σπαράξει, έρχεται το χαμόγελο, το ολοφώτεινο βλέμμα και η γλυκύτητα της φωνής της Όλιας Λαζαρίδου που αρχίζει να μας κάνει μαθήματα γεωγραφίας, πάνω στον χάρτη, με έναν τρόπο παιχνιδιάρικο και παιδικό, δείχνοντας το Αϊβαλί, τα νησιά του, τις θάλασσές του και σιγά-σιγά τους ανθρώπους που έδιναν αντάλλασσαν πνοές με τον τόπο. Κι όταν στην αφήγηση μπαίνει και η Χάρις Αλεξίου, αυτές οι δυο γυναίκες σταδιακά εγκαταλείπουν το σώμα τους και ταξιδεύουν ασταμάτητα στο τότε και στο τώρα (είτε στο τώρα της αφήγησης είτε στο δικό μας) ζωντανεύοντας μόνο με τα λόγια και το βλέμμα και χωρίς τίποτα άλλο το περιττό, έναν ολόκληρο μικρόκοσμο που όμως φαντάζει σαν ατέρμονο σύμπαν.

Είναι τόσο φροντισμένη η επιλογή των αποσπασμάτων και τόσο λειτουργική η χρονική τους τοποθέτηση, που μοιάζει όλο αυτό να γράφτηκε εξ αρχής για το θέατρο, για αυτές τις δύο υπέροχες και συγκινητικές υπάρξεις που αλληλοσυμπληρώνονται ή που εν τέλει γίνονται ένα. Είναι να θαυμάζεις τη μουσικότητα του λόγου και της εκφοράς του (κάτι που έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε στην Ελλάδα) που κατορθώνει να ζωγραφίζει αόρατες εικόνες, παρέα με τους φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου και τις ζωγραφιές του Φώτη Κόντογλου.

 

Και κάπως έτσι, με έναν τρόπο μαγικό, “Το Αϊβαλί η πατρίδα μου” γίνεται η πατρίδα όλων, έτσι όπως ζωντανεύει μπροστά μας και ξύνει μνήμες δικές μας, ίσως άσχετες με την ιστορική στιγμή, αλλά σίγουρα συλλογικές, για τις δικές μας φαμίλιες και τις δικές μας τυχαίες γνωριμίες με κλέφτες και ναυτικούς. Εύθραυστη και αέρινη η Όλια Λαζαρίδου, με αυτά τα μάτια που λάμπουν από μίλια μακριά, χειρίζεται με απόλυτο μέτρο την ερμηνεία της, έχοντας τη φωνή της για ένα παραπάνω μουσικό όργανο, πέραν αυτών της Εστουδιαντίνας.

Δίπλα της, η Χάρις Αλεξίου κουβαλά στους ώμους το βάρος της ιστορίας και με προσήλωση, παιδική τσαχπινιά και ερμηνευτική βαρύτητα γίνεται η δεύτερη νεράιδα που μας ανοίγει τις πύλες σε έναν κόσμο μαγικό που όμως υπήρξε στ’ αλήθεια. Μέχρι που χάθηκε. Ευτυχής επιλογή και ο απότομος ερχομός του φινάλε. Όπως απότομα έσβησε εκείνη η πατρίδα.

 

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω κάτι που αφορά την ύπαρξη του ίδιου του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά και τη σχέση που έχει αναπτύξει με την ίδια την πόλη, αλλά και με την ιστορία των ανθρώπων της. Αντηχούν τα λόγια του Κόντογλου στην επιβλητική του αίθουσα, όπως και οι νότες του “Μινόρε” πέρυσι, όπως ήταν σαν να τη λούζουν οι φλόγες που κατάπιαν τη Σμύρνη στα “Ματωμένα Χώματα” την περασμένη άνοιξη. Μοιάζει να ανασαίνει τον ίδιο αέρα με το λιμάνι και δεν είναι μόνο η επιλογή του δραματολογίου αλλά και η προσέγγιση του συνόλου της καλλιτεχνικής διεύθυνσης που το έχουν μετατρέψει σε τόπο ζωντανό που πάλλεται μέσα στην κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα. Το νιώθεις ξεκάθαρα αυτό, ρίχνοντας το βλέμμα σου στην ανθρωπογεωγραφία των θεατών του και το εισπράττεις ξεκάθαρα από τις αντιδράσεις τους κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος της παράστασης. Υπάρχει ένα νήμα αόρατο που τους ενώνει, τους ανθρώπους μεταξύ τους, αλλά και με το θέατρο κι αυτό λίγες σκηνές μπορούν να πουν ότι το έχουν καταφέρει.

 

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Κεντρική Σκηνή “Δημήτρης Ροντήρης”
Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς

Παραστάσεις: Τρίτη έως Κυριακή στις 20:30 (μέχρι τις 24/9)

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

Invalid username, no pictures, or instagram servers not found
Invalid username, no pictures, or instagram servers not found