“Σ’ εσάς που με ακούτε”, της Λούλας Αναγνωστάκη, σκηνοθεσία: Χρήστος Θεοδωρίδης, πρωταγωνιστούν: Μαρία Μπαγανά, Γιώργος Κισσανδράκης, Χάρης Τσιτσάκης, Σεμίραμις Αμπατζόγλου, Πάρης Αλεξανδρόπουλος, Νικόλας Δροσόπουλος, Ελένη Θυμιοπούλου, Νίκος Μήλιας, Χρυσή Μπαχτσεβάνη.
Ένα διαμέρισμα στο Βερολίνο. Παραμονή μιας μεγάλης συγκέντρωσης. Παραμονή της ημέρας όπου όλοι θα πρέπει να ακουστούν. Το χθες, το σήμερα, το αύριο, βουτηγμένα σε μια τραγική ελπίδα, στον φόβο και στον πόνο που έχει ποτίσει κορμιά και ψυχές, μπερδεύονται γλυκά μέσα από εξομολογήσεις, μυστικά, εγκατάλειψη και αποφάσεις σκληρές που στιγματίζουν.
Μέσα σε αυτό το διαμέρισμα στο Βερολίνο, του οποίου ο ιδιοκτήτης, ο Χανς, θα οδηγηθεί σε οίκο ευγηρίας, χωρίς να το ξέρει, επειδή η κατά 33 χρόνια νεότερη γυναίκα του, η Μαρία, κουράστηκε να νιώθει παγωνιά και θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα και να βοηθά τη μητέρα της Σοφίας, η οποία Σοφία νομίζει πως θα φύγει με τον Άγη για ταξίδι μακρινό, μόνο που ο Άγης θέλει να μείνει μόνος μετά το συλλαλητήριο, μόνος με τις σκέψεις που του στροβιλίζουν το μυαλό για το βιβλίο που γράφει.
Κι είναι κι ο Τζίνο, ο ελληνοϊταλός τραγουδιστής σκυλάδικων, εραστής του χτυπημένου από τη ζωή, από τον πατέρα του και από αυτοκίνητο Νίκου, του αδελφού της Σοφίας και μαζί τους ο κυνικός, πραγματιστής Ιβάν κι έξω από το σπίτι ένα πλήθος που φωνάζει, γεμάτο τυφλή οργή, ξένοι κι αυτοί ανάμεσα σε ξένους που ποτέ δεν αγαπήθηκαν μεταξύ τους, παρά αντάλλαξαν απλόχερα το μίσος, επειδή μόνο αυτό καταλαβαίνουν.
Δεν ξέρω αν είναι η καλύτερη παράσταση που παίζεται αυτή τη στιγμή στην Αθήνα, ξέρω όμως πως είναι αυτή που με γράπωσε, με συγκλόνισε και με έκανε κομμάτια. Ξέρω επίσης πως θα αναφέρομαι σε αυτό εδώ το νέο ανέβασμα του “Σ’ εσάς που με ακούτε” ως μία θεατρική στιγμή ξεχωριστή στη ζωή μου, παρέα με κάποιες άλλες παραστάσεις που έχουν μείνει μέσα μου άσβηστες και ζωντανές, κουβαλώντας την αίσθηση της στιγμής, τη μυρωδιά του θεάτρου, τους ήχους, τα πρόσωπα και τις λέξεις.
Είναι μαγική η δουλειά που έχει κάνει ο Χρήστος Θεοδωρίδης στη σκηνοθεσία και στην επεξεργασία του εξαιρετικού κειμένου της Λούλας Αναγνωστάκη, έτσι όπως διατηρεί ακέραιο τον εκκωφαντικό στις αλήθειες του λόγο της, προσδίδοντάς του μια ματιά μεταφυσική σχεδόν, που γρατζουνάει με τα νύχια της στα χώματα του παρελθόντος για να ανακαλύψει σπονδές αρχαίου χορικού για να τις πετάξει με φόρα στα επώδυνα οικογενειακά τραπέζια που μας γαλούχησαν και στα (όχι) ωραία λαϊκά που είχαμε χορέψει.
Κι όλο αυτό τρέχει επί σκηνής με έναν συγκλονιστικό σεβασμό στον ρυθμό, ο οποίος ορίζεται ως η κεφαλαιώδης ουσία της παράστασης, με τα ξεσπάσματα να παίρνουν τη θέση των μονολόγων ή να αντικαθιστούν τις σιωπές, όταν πρωταγωνιστούν μόνο τα βλέμματα αυτών των υπέροχων ηθοποιών που μοιράζονται εκείνο το διαμέρισμα στο Βερολίνο.
Μακροβούτι στο μέσα της ψυχής, εκρήξεις απόγνωσης, εκτόνωση, γάργαρο γέλιο κι ύστερα σπαραγμός μέσα από λέξεις απλές, που επαναλαμβάνονται σαν νότες, γύρω από τους τοίχους του διαμερίσματος που μυρίζει seventies (σκηνικά: Εδουάρδος Γεωργίου) και πλατώ ελληνικού σήριαλ ή ελληνικής ταινίας στις τελευταίες ανασαιμιές του δικού μας σινεμά που πέθανε για να γίνει κάτι άλλο. Οι ανεπαίσθητες αλλαγές στους φωτισμούς (Τάσος Παλαιορούτας) ακτινοβολούν τη ζεστασιά και την κιτρινίλα της λάμπας πυράκτωσης που παλεύει να κρατήσει ζεστή την ψυχή και τα ακροδάκτυλα όσων φωτίζει, με τα κοστούμια (Μαρίνα Κελίδου) να αφηγούνται ιστορίες από το παρελθόν και τις μουσικές και τα τραγούδια (Χρήστος Θεοδωρίδης) να πάλλουν τα σωθικά σου.
Με φρενάρω δια της βίας επειδή μπορώ να μιλάω ατελείωτα “Σ’ εσάς που με ακούτε”, για να σας συστήσω με αυτήν την αξέχαστη συντροφιά που η μοίρα το έφερε να συναντηθούν επί σκηνής. Η Μαρία Μπαγανά, δεν υποδύεται απλά τον ρόλο της μητέρας, αλλά είναι η μητέρα όλων μας στα οικογενειακά τραπέζια, όμως συνάμα και μια γυναίκα που, όσο κι αν δεν της φαίνεται, πήρε τη ζωή στα χέρια της (δεν θα ξεχάσετε ποτέ τον μονόλογό της), για να μείνει όρθια και να επιβιώσει μαζί με τον γιο της τον Νίκο, ο οποίος παλεύει ανείπωτα με τον πόνο, αφήνεται στη στοργή και στον έρωτα και μένει διαρκώς σιωπηλός, στο καθηλωμένο στην αναπηρική πολυθρόνα κορμί του Νικόλα Δροσόπουλου, ο οποίος μοιάζει να λέει τόσα πολλά, χωρίς ποτέ να λέει τίποτα.
Στο πλευρό του και στην αγκαλιά του, ο Τζίνο του αεικίνητου Πάρη Αλεξανδρόπουλου, ο οποίος όχι μόνο μοιάζει να βγήκε από τα σκυλάδικα της Θηβών και τα βίντεο κλιπ του ΙΤΑ8, αλλά με μετεμψύχωση από φιγούρες αλλοτινές και γνώριμες, ποτισμένες με ιταλιάνικο μπρίο. Εκφραστικός και με βαθύτατη εσωτερικότητα μέσα από απλές, ασήμαντες σχεδόν κινήσεις, ο Γιώργος Κισσανδράκης παραδίδει έναν αποστασιοποιημένο αλλά κάθετο στις απόψεις του Ιβάν, απόμακρο κριτή και σύμμαχο που δείχνει να φιλτράρει τα πάντα μέσα του για να καταλήξει αυτόπτης μάρτυρας της οδύνης των άλλων.
Χαμένος στη μετάφραση και σε ένα μυαλό που κουράστηκε και επέλεξε να τρεμοσβήνει χαμογελαστό, μέσα από διαδρομές που ορίζουν τα βιβλία που διαβάζει, ο Χανς του Χάρη Τσιτσάκη κυριαρχεί ως οικοδεσπότης και μνημείο ενός κόσμου που εξαφανίζεται μαζί με τις ιδέες και τους φιλοσόφους του, μέσα από μια ερμηνεία τόσο ανεπιτήδευτη που καταλήγει καταλυτική. Το παραδομένο βλέμμα του όταν κοιτάζει τη γυναίκα του, έχει εφηβικό έρωτα και αθωότητα μικρού παιδιού στην αγκαλιά της μαμάς του, χωρίς να αντιλαμβάνεται όμως πως την επομένη κιόλας θα τη χάσει για πάντα.
Η Μαρία βλέπετε (υπέροχη στις συναισθηματικές της λεπτομέρειες η Ελένη Θυμιοπούλου) επιστρέφει στην Ελλάδα και με κάθε ίνα της ερμηνείας της, της φωνής και του κορμιού της, είναι σαν να μας ζητάει συγγνώμη, με βλέμμα που ικετεύει τον οίκτο μας. Η Χρυσή Μπαχτσεβάνη υποδύεται σαρωτικά τη Σοφία, την παρατημένη κόρη που την εκμεταλλεύθηκαν όλοι και που τώρα νομίζει πως ήρθε η ώρα να πάρει τις δικές της αποφάσεις, χωρίς να ξέρει πως οι άλλοι αποφάσισαν ήδη για αυτήν. Έχει κάτι το ζωώδες στα ξεσπάσματά της, που τη μεταμορφώνει σε αγρίμι που παλεύει για επιβίωση ενόσω την κατατρέχουν οι θηρευτές, όμως την ίδια στιγμή βυθίζεται στο ροζ συννεφάκι ενός μικρού κοριτσιού που ζει για τον έρωτα του άντρα των ονείρων της, πιστεύοντας η ανόητη πως είναι εκείνη που ενέπνευσε την ηρωίδα στο βιβλίο του Άγη και πως εκείνος ονειρεύεται μαζί της τα μεγάλα ταξίδια του νου και του χάρτη του. Μόνο που ο Άγης παλεύει με τον δικό του εαυτό και με τις λέξεις στο μυαλό του, τόσο αυτές που θέλει να εκφωνήσει στην ομιλία του στο συλλαλητήριο όσο και τις άλλες που τον ταλανίζουν στις σελίδες του βιβλίου του.
“Θέλω να μείνω μόνος” ψιθυρίζει σαν σε λυγμό ο σωματικά και ψυχικά εκρηκτικός Νίκος Μήλιας, για τον οποίο ειλικρινά δεν ξέρω τι άλλο να γράψω μετά το αξέχαστο 3 στα 3 φέτος (“Γυάλινος Κόσμος”, “Άβυσσος”) παρά μόνο ότι κατορθώνει να γίνεται συναρπαστικός ακόμα και όταν απλά κάθεται στο τραπέζι και κοιτάζει σιωπηλός την Τρούντελ, της πλήρους αθωότητας και ειλικρίνειας Σεμίραμις Αμπατζόγλου.
• Αμφι-Θέατρο Σπύρου Α. Ευαγγελάτου – Α. Χατζημιχάλη 15 & Αδριανού 111, Πλάκα, Αθήνα.
Παραστάσεις: Πέμπτη (μόνο στις 8 Μαΐου) στις 20:30, Παρασκευή στις 20:30, Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 20:00.