to top

Είδαμε την παράσταση | Οι δούλες

Είδαμε την παράσταση | Οι δούλες

Οι δούλες” του Ζαν Ζενέ, μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης, σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας, πρωταγωνιστούν: Αμαλία Καβάλη, Αγγελική Παπαθεμελή, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου.

Η Σολάνζ και η Κλαιρ, δυο αδελφές που εργάζονται ως υπηρεσίες μιας πλούσιας κυρίας, περνούν τις ελεύθερες ώρες τους αφοσιωμένες στο αγαπημένο τους παιχνίδι: να υποδύονται εναλλάξ την κυρία τους φαντασιώνοντας στιγμές εκδίκησης, γεμάτες από προσβλητικά λόγια και βία, δίνοντας στον εαυτό τους τη δυνατότητα να εκφράσουν -έστω και φευγαλέα- τα πραγματικά τους αισθήματα αλλά και το βαθύ μίσος που τρέφουν για την εργοδότριά τους.

Πρόσφατα, το παιχνίδι τους έχει πάρει μια ακόμα πιο επικίνδυνη τροπή, αφού με βάση πλαστές επιστολές που εκείνες έχουν γράψει και αποστείλει στην αστυνομία, ο εραστής της κυρίας τους βρίσκεται πλέον στη φυλακή. Και έρχεται εκείνο το βράδυ, όταν η Σολάνζ και η Κλαιρ προετοιμάζονται για την τελευταία πράξη του έργου τους.

 

 

Θέατρο μέσα στο θέατρο, παιχνίδι ρόλων, ψυχολογικό θρίλερ και κοινωνιολογικό σχόλιο, “Οι δούλες” του Ζαν Ζενέ αποτελούν εμβληματική στιγμή του παγκόσμιου θεάτρου από το πρώτο τους κιόλας ανέβασμα στο Τhéâtre de l’Athénée στο Παρίσι του 1947. Με έναν τρόπο απαράμιλλης γραφής και θεατρικής δεξιότητας, ο Ζενέ περιγράφει στις “Δούλες” του τις σχέσεις εξουσίας και εξουσιαζόμενου, τον φθόνο και το ταξικό μίσος, μέσα από ένα ψυχόδραμα βαθύτατα πολιτικό και σατιρικό, την ίδια στιγμή όμως αδυσώπητα τραγικό μέσα στην προδιαγεγραμμένη του οδύνη.

Η καλοσύνη του αφέντη ως προσβολή της προσωπικότητας του εξουσιαζόμενου, η δίψα για καταστροφή και η ευγένεια ως μέσο ολέθρου μεταμορφώνονται μέσα από το συγκλονιστικό και με ακρίβεια συλλαβής κείμενο σε ένα ταξίδι στο υποσυνείδητο κακό και στην εντός των ορίων της αναρχικής σκέψης επιθυμίας για τη συντριβή του κατεστημένου. Στις “Δούλες” η ανατροπή δεν θα επιφέρει ανακατανομή πλούτου ή εξουσίας μα την ισοπέδωση και τον θάνατο ως μορφή υπέρτατης τιμωρίας με σκοπό όχι τη λύτρωση μα την εκδίκηση.

Έργο τρομακτικά δύσκολο στο ανέβασμά του καθώς το παραμικρό παραπάτημα μπορεί να οδηγήσει στα όρια του γελοίου, οι “Δούλες” απαιτούν εξαιρετικό χρονισμό και άρτια χρήση του λόγου, καθώς μέσα από τον φαινομενικό ρεαλισμό του κατ’ ουσίαν αποδομεί ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα. Αυτήν την αποδόμηση φαίνεται να επέλεξε να ακολουθήσει και ο Γιώργος Σκεύας σκηνοθετώντας αυτή τη νέα παραγωγή στο θέατρο Αποθήκη. Διατηρώντας μεν τις σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα, την ίδια στιγμή τις αποδομεί μέσα από ένα λιτό, συμβολικό σκηνικό (σχεδιασμένο από τον ίδιο, μαζί με τα κοστούμια της παράστασης) εντός του οποίου τοποθετεί τους ήρωες του δράματος. 4

Μπροστά από μια τεράστια αναπαράσταση της “Αναγνώστριας Μυθιστορημάτων” του βέλγου ρομαντικού Αντουάν Βιρτζ, η κρεββατοκάμαρα της κυρίας μεταμορφώνεται σε πύλη μεταξύ δυο κόσμων και συνάμα νεκροκρέβατο πλημμυρισμένο με λουλούδια. Το πλαίσιο ενός καθρέφτη χωρίς τζάμι που μαζί γίνεται το κεφαλάρι του κρεβατιού, ο πίνακας που αργοσβήνει σαν ένα αλλόκοσμο παραβάν και ο σκληρός, γυμνός ξύλινος όγκος στη μέση, κρεβάτι μαρτυρίου αλλά και παλκοσένικο για την κωμωδία που στήνουν οι δύο δούλες, θέτουν λειτουργικά και με αισθητική ακρίβεια το πλαίσιο της δράσης, βυθίζοντας τον θεατή σε έναν κόσμο διεστραμμένα φαντασιακό, όπως οι διαδρομές του μυαλού των δύο αδελφών, και συνάμα σε αποσύνθεση, όπως η κοινωνία που τις γέννησε.

Ο ρομαντισμός του πίνακα ενός ζωγράφου επηρεασμένου από την ομορφιά του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Άγγελου, ταυτόχρονα όμως αλαζόνα στα όρια της τρέλας, κοντράρει τις σκληρές, αδυσώπητες γωνίες και τις σκιές των προβολέων που πλάθουν εξπρεσιονιστικούς εφιάλτες. Ως προς αυτό, θαύμασα τους φωτισμούς του Βαγγέλη Μούντριχα που σχεδιάζουν έναν εφιαλτικό, κάθετο κύκλο που φωτίζει περίλαμπρα το κέντρο της σκηνής, αφήνοντας σε ένα αλλόκοτο ημίφως την περίμετρο, λες και οι δούλες λάμπουν μόνο όταν βρίσκονται στο κρεβάτι της κυράς, ενόσω την υποδύονται. Η άφιξη της κυρίας τους, τις θέτει στο περιθώριο, εντείνοντας τη δίψα τους για τη λάμψη της και το φως της.

 

Η επιλογή της μετάφρασης του Δημήτρη Δημητριάδη, επιτρέπει στον Γιώργο Σκεύα να οριοθετήσει τον λόγο ως αρχέγονη δύναμη της σκηνοθεσίας του την ίδια στιγμή που απελευθερώνει την ερμηνευτική παλέτα των τριών πολύ καλών πρωταγωνιστριών του. Η Αμαλία Καβάλη στον ρόλο της Κλαιρ πάλλεται από δύναμη και ορμή, χτίζοντας με φωνή και σώμα τη μεταμόρφωσή της σε άτεγκτο εκτελεστή, καθώς μεταμορφώνεται σαν δαιμονισμένη στην καρικατούρα της κυρίας της. Αξιοθαύμαστες οι φωνητικές-συναισθηματικές μεταπτώσεις της, όταν αυτή η ορμή μεταμορφώνεται σε πόνο που με τη σειρά του εντείνει την επιθυμία της να εκδικηθεί και να καταστρέψει.

Η Αγγελική Παπαθεμελή στον ρόλο της Σολάνζ, άυλη σχεδόν στο πλευρό της, σκιά του εαυτού της και του κόσμου ολόκληρου, ακολουθεί μια συναρπαστική ανοδική πορεία προς τη συγκλονιστικής ακρίβειας κορύφωση που συναντά τον σπαραγμό. Η εσωτερικότητα της ερμηνείας της μέσα από το κουρασμένο βλέμμα και τη φωνή που διστάζει ώρες-ώρες μεταφράζονται σε επίγνωση του μάταιου όλων, μέχρι εκείνο το αδυσώπητο ξέσπασμα το οποίο ελέγχει απόλυτα στην κλιμάκωσή του.

Συναρπαστική η “κυρία” της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου, η οποία ακροβατεί μεταξύ της αφέλειας και της επίγνωσης, με άρτιο χειρισμό της ειρωνείας και των διαρκών διακυμάνσεων. Ευγενική, καλόγνωμη και δοτική, μεταλλάσσεται στιγμιαία σε ένα πλάσμα χειριστικό και υστερόβουλο χωρίς την παραμικρή διάθεση να αλλάξει το κατεστημένο της. Φαινομενικά θύμα της σκευωρίας των δουλικών της, ακροβατεί μεταξύ της άγνοιας και του στρατηγικού σχεδιασμού, σε μια σκηνή κορυφαία καταλυτική για όσα θα ακολουθήσουν. Ενισχυτική του δράματος η μουσική της παράστασης που υπογράφει η Σήμη Τσιλαλή.

 

• Αποθήκη – Σαρρή 40, Ψυρρή
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 18:00.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following