Ο θεός της σφαγής, είναι δραματική κομεντί της Γιασμίνα Ρεζά, σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου, με τους Δημήτρη Αλεξανδρή, Μυρτώ Αλικάκη, Κωνσταντίνο Κάππα, Ευσταθία Τσαπαρέλη.
Δύο αντρόγυνα συναντιούνται για να διευθετήσουν φιλικά τη συμπλοκή των 11χρονων γιων τους, των οποίων ο διαπληκτισμός πήρε άσχημη τροπή όταν ο ένας χτύπησε με ένα ραβδί τον άλλο στο στόμα. Μια απογευματινή συνάντηση που ξεκινά ως συμβατικά διεκπεραιωτική για να εξελιχθεί σε πραγματική σφαγή των τεσσάρων ενηλίκων που με κάθε λεπτό που περνά ξεδιπλώνουν ξεδιάντροπα τον πραγματικό τους εαυτό κατασπαράσσοντας ο ένας τον άλλον.
Με φόντο το αριστοκρατικό κέντρο των Παρισίων, δύο ζευγάρια μεγαλοπιασμένων αστών κατηφορίζουν τα σκαλιά του παιδιάστικου εξευτελισμού την ώρα που υποκρίνονται πως θέλουν να διευθετήσουν τη μεταξύ τους εκκρεμότητα πολιτισμένα. Οι οικοδεσπότες, ο Μισέλ, χονδρέμπορος ειδών κιγκαλερίας και οικιακών συσκευών και η σύζυγός του Βερονίκ, συγγραφέας με εξειδίκευση στα θέματα της Αφρικής, καλούν τους γονείς του παιδιού που χτύπησε τον γιο τους, τον μεγαλοδικηγόρο Αλαίν και τη διαχειρίστρια κεφαλαίων Ανέτ για να τους εξηγήσουν την ανάγκη που υπάρχει ο δικός τους γιος όχι μόνο να ζητήσει συγγνώμη για τη βίαιη συμπεριφορά του αλλά και να κατανοήσει το λάθος του.
Με τον Αλαίν να μιλά διαρκώς στο κινητό του για επαγγελματικές υποθέσεις και τον Μισέλ να απαντά στα τηλεφωνήματα της μάλλον καταπιεστικής μητέρας του, είναι εμφανές πως οι δύο άντρες δεν συμμερίζονται την αγωνία των γυναικών και ιδίως της Βερονίκ για τη σοβαρότητα του συμβάντος. Η πίεση όμως που ασκεί η Βερονίκ και η τάση της να αμφισβητεί την ανατροφή που οι άλλοι δύο γονείς δίνουν στο παιδί τους, πηγαίνει πολύ γρήγορα τη συζήτηση αλλού με τον κάθε έναν από τους ήρωες του δράματος να μιλά εν τέλει για τον δικό του πόνο και τη δική του αλήθεια.
Από το 2008 που Ο θεός της σφαγής πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο Antoine στο Παρίσι, έγινε πολύ γρήγορα μια δημοφιλέστατη προσθήκη στο ρεπερτόριο σκηνών σε ολόκληρο τον κόσμο, με το Λονδίνο να ακολουθεί πολύ σύντομα μετά την παριζιάνικη πρεμιέρα και το Μπρόντγουέυ έναν χρόνο αργότερα, ενώ ο Ρομάν Πολάνσκι το σκηνοθετεί για το σινεμά το 2011. Πολύ μεγάλη επιτυχία έχει γνωρίσει και στην Ελλάδα, με το πρώτο του ανέβασμα να πραγματοποιείται το 2010 και έκτοτε να έχουν μεσολαβήσει ακόμα δύο παραγωγές, οπότε με αυτήν εδώ τη νέα ματιά που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στο θέατρο Αθηνά, φτάνουμε συνολικά στις 4 παραγωγές της παράστασης που εν τέλει δίνουν την εντύπωση πως το έργο δεν σταμάτησε να παίζεται ποτέ στην Αθήνα.
Και δεν είναι διόλου παράξενο να ξέρετε, αφού το κείμενο χαρακτηρίζεται από μια σπάνια οικουμενικότητα στον λόγο και στους χαρακτήρες του, ώστε πανεύκολα να το φαντάζεσαι να συμβαίνει σε ένα σπίτι στα σικ βόρεια προάστια των Αθηνών, ας πούμε. Μεγαλοπιασμένες ασημαντότητες οι τέσσερις ήρωες του έργου, ενστερνίζονται στον απόλυτο βαθμό τους ρόλους που ο καθένας έχει επιλέξει για τον εαυτό του, βαυκαλίζοντας ένα επίπεδο που τους καθιστά ξεχωριστούς, όταν στην πραγματικότητα τους καθιστά απλά κίβδηλους. Υπό το βάρος λοιπών των συνθηκών εκείνου του απογεύματος οι αντοχές υποκρισίας και των τεσσάρων καταρρέουν για να παρασυρθούν από ένα ποτάμι αλκοόλ, εμετού, βωμολοχίας και δακρύων.
Στην οικουμενικότητα του κειμένου της Γιασμίνα Ρεζά οφείλουμε να συνυπολογίσουμε και το ύφος που ο κάθε σκηνοθέτης μπορεί να προσδώσει στο έργο -από σπαρακτική τραγωδία έως ντελιριακή κωμωδία. Είναι αλήθεια πως οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν επιλέξει κανείς, το έργο δεν προδίδεται ποτέ. Στη συγκεκριμένη παράσταση, ο σκηνοθέτης Κώστας Φιλίππογλου (που συνυπογράφει και τη μετάφραση μαζί με τη Γιώτα Σερεμέτη) αποφασίζει ορθά να διατηρήσει τον τόπο και τις συμβάσεις του (έχει μεγάλη σημασία στην εξέλιξη του έργου αλλά και στη γαλλική γλώσσα η χρήση του πληθυντικού ευγενείας και η σταδιακή κατάργησή του), καθοδηγώντας τους τέσσερις ικανότατους ηθοποιούς του σε ερμηνείες που ξεκινούν από έναν αποστασιοποιημένο ρεαλισμό για να φτάσουν σταδιακά στην κραυγαλέα υπερβολή, έτσι όπως οι καθώς πρέπει μεγαλοπιασμένοι αστοί εξευτελίζονται με τρομακτική ευκολία, σαν μαριονέτες-καρικατούρες του ίδιου τους του εαυτού. Μέσα στο ιδιαίτερης αισθητικής ντεκόρ του Αντώνη Χαλκιά, υπό τους διακριτικά ατμοσφαιρικούς φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα, οι τέσσερις πρωταγωνιστές απογυμνώνονται σταδιακά από τις προφάσεις τους για να κυλιστούν στο πάτωμα και στη γύμνια της αλήθειας τους.
Μου άρεσαν πάρα πολύ οι δύο άντρες της συντροφιάς, προφανώς όχι γιατί οι κυρίες ήταν λιγότερο καλές, αλλά γιατί κατορθώνουν με μια αυθόρμητη αντρική συνενοχή να γίνουν από δευτεραγωνιστές μπροστάρηδες, ώστε από εκεί που μετρούσαν ποιος την έχει πιο μεγάλη, στο τέλος να στέκουν φίλοι και θεατές του χαμού που συμβαίνει γύρω τους, αποδεχόμενοι σιωπηλά το πόσο βαθιά ξεπουλήθηκαν αμφότεροι μέχρι και στα καπρίτσια των γυναικών τη ζωής τους. Ο Δημήτρης Αλεξανδρής γκαζώνει σταδιακά από ευπρεπής και είρων μεγαλοδικηγόρος σε κακομαθημένο κωλόπαιδο πρώτη γραμμής, για να συναντήσει κάπου εκεί τον νέο του “κολλητό”, τον γήινο και καλοπροαίρετο χονδρέμπορο του Κώστα Κάππα που με ένα πάτημα του διακόπτη μεταμορφώνεται σε επαναστάτη άντρα που δεν σηκώνει άλλη μύγα στο σπαθί του.
Σωστή ως καλοβαλμένη παιδούλα η μη μου άπτου Ανέτ της Ευσταθίας Τσαπαρέλη, με καλοσυνάτη πόζα που κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στη νύφη-τρόπαιο και την πρόεδρο του 15μελούς, με τον αρχικό της φόβο να μετατρέπεται σε οργή και θλίψη, ενώ ο σίφουνας που δημιουργεί γύρω της η Μυρτώ Αλικάκη σε κάνει πραγματικά να τρομάζεις για τη στιγμή που θα ξεσπάσει και θα συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Ιδανική στον ρόλο της laisser faire-laisser passer (και καλά) συγγραφέως του δράματος που συντελείται στο Νταρφούρ αλλά και της ευγενικής, καλών προθέσεων οικοδέσποινας, φορτώνει διαρκώς έως ότου καταλήξει ασταμάτητη και τρομακτική στην έκρηξή της όταν καλείται να υπερασπίσει το ψέμα της για αλήθεια της.
• Αθηνά – Δεριγνύ 10 & Πατησίων, Πεδίον Άρεως
Παραστάσεις: Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή-Σάββατο στις 21:15, Κυριακή στις 20:30