to top

Είδαμε την παράσταση | Ο θάνατος του εμποράκου

Είδαμε την παράσταση | Ο θάνατος του εμποράκου

“Ο θάνατος του εμποράκου” του Άρθουρ Μίλερ, απόδοση-σκηνοθεσία: Γιώργος Νανούρης, πρωταγωνιστούν: Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Έφη Μουρίκη, Ρένος Ρώτας, Δημήτρης Γεροδήμος, Κατερίνα Μάντζιου, Γιώργος Κοσκορέλλος, Παναγιώτης Παπαδούλης, Σωκράτης Αγγελής.

Κουρασμένος από τα χιλιόμετρα και από τη ζωή, ο Γουίλυ Λόμαν, πλανόδιος εμποράκος και πιστός υπάλληλος της εταιρείας όπου εργάζεται, μοιάζει να μετράει ανάποδα τον χρόνο μέχρι να ταχτοποιήσει τις εκκρεμότητές του: την τελευταία δόση για το σπίτι, τη δόση της ασφάλειας ζωής, τον τελευταίο γύρο στη Βοστώνη. Χαμένος στις μνήμες του χθες, στα όνειρα που έμειναν απραγματοποίητα και στην απογοήτευση του σήμερα, ο Γουίλυ φαίνεται να παίρνει ξανά ζωή, όταν ο μεγαλύτερος και άσωτος γιος, ο Μπιφ, επιστρέφει στο σπίτι και αυτή τη φορά μάλλον διατεθειμένος να μείνει για τα καλά.

Πλέον, πάντα στο πλευρό της γυναίκας με την οποία αγαπήθηκαν και με τους δύο του γιους στην ίδια πόλη, ο Γουίλυ εναποθέτει τις ύστατες ελπίδες και δυνάμεις του σε δύο επαγγελματικές συναντήσεις που, πλέοντας σε πελάγη αισιοδοξίας, είναι βέβαιος πως θα πάνε όχι μόνο καλά, αλλά θα ξεκινήσουν το επόμενο κεφάλαιο στην ευτυχία της οικογένειάς του.

 

 

Έχει καταστεί πλέον ξεκάθαρο μέσα μου πως ο Γιώργος Νανούρης δεν είναι απλά ένας σκηνοθέτης. Ταξιδευτής είναι, σε κόσμους υπέροχους και μαγικούς, τους οποίους μοιράζεται μαζί μας απλόχερα με την κάθε ευκαιρία που του δίνεται. Η καλοσύνη, η σπαρακτική ανθρωπιά και η βαθιά ανάγκη να μοιραστεί την αγάπη που νιώθει για τα ξεχωριστά πλάσματα που συναντά στους κόσμους που μας ταξιδεύει, αποτελούν κοινό τόπο κάθε θεατρικής του έκφρασης και κάθε του συνάντησης με τα κλασικά κείμενα με τα οποία συνδιαλέγεται.

Έχω ξαναγράψει για τον βαθύτατο σεβασμό με τον οποίο ο Γιώργος Νανούρης αντιμετωπίζει το κείμενο που κρατά στα χέρια του, τις ιδέες και τη φιλοσοφία του οποίου ασπάζεται με κατανόηση και ενσυναίσθηση. Ταλαντούχος, ευαίσθητος και εμπνευσμένος άνθρωπος καθώς είναι, δεν επιθυμεί να συγκρουστεί με τους κλασικούς -παγίδα που έχει καταπιεί όσους τόλμησαν να θεωρήσουν εαυτόν ανώτερο του έργου- αλλά να τους αφουγκραστεί και να μας ψιθυρίσει τα λόγια τους μέσα στην αλήθεια του δικού μας σήμερα, καθιστώντας το άρρηκτα συνδεδεμένο με το “σήμερα” του έργου, υφαίνοντας έναν λεπτό αλλά ισχυρό ιστό που μας συνδέει με την Ιστορία.

Και είναι αυτός ακριβός ο σεβασμός στην ουσία του κάθε έργου που όχι μόνο ουδέποτε τον κράτησε δέσμιο μιας επιφανειακής και κλασικότροπης ανάγνωσης αλλά που αντιθέτως του επιτρέπει να εκφραστεί ακόμη πιο ελεύθερα και να αφήσει το δικό του ξεκάθαρο στίγμα τόσο στην παράσταση όσο και στο ασυνείδητο του θεατή.

Όλα τα παραπάνω και ακόμη περισσότερα συμβαίνουν στον “Θάνατο του εμποράκου” που -επιτέλους- είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στη δεύτερη σαιζόν του, σε ένα κατάμεστο θέατρο Ζίνα, την αίθουσα του οποίου δεν τη λες και μικρή. Παντρεύοντας ακόμα μία φορά τον πικρό ρεαλισμό με την εικαστική ποιητικότητα, ο Γιώργος Νανούρης ταξιδεύει την οικογένεια Λόμαν σε έναν τόπο και χρόνο ετοιμόρροπο, όπως το μυαλό του εμποράκου μας, με φέροντα οργανισμό το σπιτικό τους και τους φθαρμένους τοίχους του, έτσι όπως μετά βίας κουβαλούν το βάρος που τους πιέζει (σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς).

Ο ατελής τόπος μιας ολόκληρης ζωής είναι σαν να ξεφτίζει την πραγματικότητα και να την κάνει το ίδιο θαμπή με τα κουρασμένα ρούχα του Γουίλυ και της γυναίκας του, της Λίντα (κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη), ενόσω οι σκιές και το φως εναλλάσσονται με συναισθηματική ακρίβεια, συνοδεία του κινηματογραφικής αφήγησης underscore, αμφότερα υπό την επιμέλεια του σκηνοθέτη.

 

Μόνο ευτυχής είναι η συνάντηση του Γιώργου Νανούρη με τον συγκλονιστικό Βλαδίμηρο Κυριακίδη, σε έναν διάλογο ηθοποιού-σκηνοθέτη που χαράσσεται βαθιά στη μνήμη και στην ψυχή. Ο Γουίλυ Λόμαν στη σκηνή του θεάτρου Ζίνα είναι ο εμποράκος του Άρθουρ Μίλλερ και μαζί όλοι οι εμποράκοι του κόσμου μας αλλά και όλοι εμείς, έτσι όπως η ελπίδα καταρρακώνεται από την απελπισία για να γεννηθεί ξανά με την πιο ασήμαντη αφορμή, σαν μια πρωτόλεια ανάγκη επιβίωσης.

Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, υπάρχοντας ταυτόχρονα στο εδώ και στο άλλοτε, ξεστομίζει την κάθε λέξη με μια αφοπλιστική ακρίβεια, υπογραμμίζοντας συναισθήματα και σκέψεις με βλέμμα που άλλοτε λάμπει από την ζέση του να ευτυχήσει κι άλλοτε παραδίδεται στα σκοτάδια του ταλαιπωρημένου του νου. Ένας πανύψηλος, ρωμαλέος άντρας συρρικνώνεται μπροστά στα μάτια μας, αποδίδοντας τις ερμηνευτικές νύξεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα και αξιοζήλευτο εκφραστικό έλεγχο.

Σπαρακτική η Λίντα της Έφης Μουρίκη που παραδίδεται στην θεατρικότητα του ίδιου του χαρακτήρα που υποδύεται, καθώς και η ίδια παίζει διαρκώς θέατρο μέσα στο ίδιο της το σπίτι, σαν να θέλει να δώσει στον άντρα που αγάπησε ανάσα από την ανάσα της. Μόνο να την ακούσετε πώς τον αποκαλεί “ψυχούλα μου”. Ιδανική επιλογή για τον ρόλο του άσωτου υιού Μπιφ ο Ρένος Ρώτας, φέρνει μαζί του έναν ουσιαστικό νεανικό ρεαλισμό στον ρόλο, με περίσσια δυναμική και ισχυρό σκηνικό αποτύπωμα, κοντράροντας τον διαλλακτικό και φαινομενικά συνετό αδελφό του, τον Χάπι, έτσι όπως τον υποδύεται με ερμηνευτική ορθότητα και εφηβική ορμή ο Γιώργος Κοσκορέλλος.

Συμπαγής και μεστά ανθρώπινος ο Τσάρλι του Δημήτρη Γεροδήμου, μοιάζει να είναι η μοναδική άγκυρα με την πραγματικότητα στη ζωή του εμποράκου, σε αντίθεση με τη γυναίκα από το παρελθόν, την οποία η Κατερίνα Μάντζιου χρωματίζει με τη στερεοτυπική, χαρωπή συμπεριφορά της μικρής αμαρτίας.

Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψω τον εντυπωσιακά αναιδή και αντιπαθητικό Χάουαρντ του Παναγιώτη Παπαδούλη, ο οποίος κουβαλά τη ζοφερή σκιά των σημερινών golden boys που νομίζουν πως κρατούν το μέλλον μας στα χέρια τους, αλλά ούτε και τον Σωκράτη Αγγελή, που στον σύντομο ρόλο του σερβιτόρου υπόσχεται τίμια κωμική φλέβα και αντίληψη του ρυθμού.

• Θέατρο Ζίνα – Λεωφόρος Αλεξάνδρας 74
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 19:30, Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 & 21:00, Κυριακή στις 19:30.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following