to top

Είδαμε την παράσταση | Ο μισάνθρωπος

Είδαμε την παράσταση | Ο μισάνθρωπος

“Ο μισάνθρωπος” του Μολιέρου, μετάφραση: Λουΐζα Μητσάκου, σκηνοθεσία: Πέτερ Στάιν, πρωταγωνιστούν: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Όλια Λαζαρίδου, Γιωργής Τσαμπουράκης, Παρασκευή Δουρουκλάκη, Γιώργος Γλάστρας, Γιώργος Ψυχογιός, Δημήτρης Ντάσκας, Νάνσυ Μπούκλη, Αχιλλέας Σκεύης, Θεοδόσης Τανής, Νικόλας Μυλωνόπουλος, Βαγγέλης Δαούσης, Γιώργος Τριανταφύλλου.

Μολονότι αριστοκράτης και ο ίδιος, ο Αλσέστ απεχθάνεται την υποκρισία, τα ψέματα και την κολακεία που απλώνονταν σαν μολυσματική ασθένεια στα γαλλικά σαλόνια του 17ου αιώνα. Αδιαφορώντας για τη φωνή της λογικής και τις συμβάσεις της κοινωνίας, ποτέ του δεν φοβήθηκε να εκφράσει τη γνώμη του και να πει την αλήθεια, με αποτέλεσμα να γίνεται αντιπαθής και μισητός από τον περίγυρό του. Αυτό όμως διόλου δεν τον απασχολεί, αηδιασμένος καθώς νιώθει από τη ρηχή σκέψη και τις αντιλήψεις των ανθρώπων γύρω του, τους οποίους και απεχθάνεται.

Υπάρχει όμως μία παράμετρος που ο Αλσέστ δεν υπολόγισε σωστά κι αυτή δεν είναι άλλη από τον έρωτα. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Σελιμέν, ο Αλσέστ δείχνει να ξεχνά πως στη συμπεριφορά της εκφράζονται όλα όσα μισεί, με αποτέλεσμα να παγιδευθεί σε ένα αδιέξοδο που τον οδηγεί και στην οριστική ρήξη με τους ανθρώπους.

 

 

400 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση του Μολιέρου, επέτειος επ’ αφορμή της οποίας το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά φιλοξενεί ένα από τα πλέον εμβληματικά και πολυπαιγμένα έργα του, τον “Μισάνθρωπο”. Μάλιστα, είναι το δεύτερο ανέβασμα του έργου κατά την τρέχουσα θεατρική σαιζόν, καθώς κάποιους μήνες νωρίτερα είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την κατά Γιάννη Κακλέα ανάγνωση, στο θέατρο “Εμπορικόν”. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο για τον απλό θεατή όσο και για έναν μελετητή του θεάτρου, η τόσο διαφορετική ματιά στην ερμηνεία και στη σκηνοθεσία του ίδιου έργου, γεγονός που αποδεικνύει απερίφραστα τη διαχρονικότητα του κειμένου, των χαρακτήρων και του κοινωνικού περιβάλλοντος, ακόμα κι αν οι συνθήκες έχουν αλλάξει μετά από 360 ολόκληρα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το πρώτο του ανέβασμα.

Είτε “πειράζοντας” τον χωροχρόνο, όπως έπραξε ο Γιάννης Κακλέας, είτε επιμένοντας στην κλασική του ανάγνωση, όπως εμφανώς πράττει ο Πέτερ Στάιν στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ο “Μισάνθρωπος” πραγματεύεται αξίες τόσο διαχρονικές (η κολακεία, η ειλικρίνεια, η φιλία, ο έρωτας, ο εγωισμός) και τόσο καταλυτικές ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις ώστε ο λόγος του να μην χάνει δράμι από το ειδικό του βάρος και τη δύναμη που τον χαρακτηρίζουν.

Αμιγώς παράσταση λόγου είναι ο “Μισάνθρωπος” του Πέτερ Στάιν, κι ας έχει η παράσταση περίτεχνα κοστούμια και σκηνικά στιβαρά μέσα στην απλότητά τους. Τον λόγο, τις λέξεις και τα νοήματά τους φέρνει μπροστά ο Στάιν, αφήνοντας τους ηθοποιούς του να εμβαθύνουν στους ρόλους τους χωρίς ουδέποτε να στρέφει την προσοχή τη δική του και τη δική μας σε κάποιον συγκεκριμένα. Όλοι οι ρόλοι, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, είναι ισότιμοι στη σκηνή, με μοναδικό τους πλοηγό τον έμμετρο λόγο, ο οποίος είναι αυτός που τους φέρνει στο προσκήνιο ή που τους απομακρύνει. Ο σταθερός φωτισμός (Νίκος Βλασόπουλος) και η έλλειψη μουσικής αφήνουν τον κάθε ρόλο και την κάθε σκηνή να δίνουν τη μάχη τους με τα λόγια απογυμνωμένα, χωρίς κανένα συναισθηματικό τερτίπι.

Εκεί είναι που το πολυπληθές καστ της παράστασης κερδίζει το στοίχημα, αναγνωρίζοντας και κατανοώντας πλήρως το σύμπαν εντός του οποίου δρουν, με κινησιολογία και εκφορά πιστή στο ύφος του πρωτότυπου, αλλά κατά έναν γοητευτικά παράξενο τρόπο και σαν έργο μέσα σε έργο, αφού η υποκρισία των ηρώων δημιουργεί μια επίπλαστη πραγματικότητα. Είναι αυτός ο διακριτικός ήχος του ανέμου που λυσσομανά έξω από τα πολυτελή σαλόνια που ενισχύει την αίσθηση ανασφάλειας, η οποία σταδιακά κορυφώνεται σε φόβο, έτσι όπως σου δημιουργείται η εντύπωση πως έξω από εκεί κυριαρχεί μια άγρια ερημιά, ένα τίποτα. Αυτό το τίποτα που καραδοκεί εκτός είναι ίσως που προκαλεί τους ήρωες να παλέψουν με νύχια και με δόντια, με ψέματα και κολακείες, για την παραμονή τους σε αυτό το ασφαλές και γνώριμο -αν και ψευδές- περιβάλλον.

 

Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος είναι ένας στιβαρός και απολαυστικός Αλσέστ, πικρόχολος, απογοητευμένος, ρομαντικά σκληρός μα και τρυφερά ερωτευμένος, με νότες γλυκύτητας στην έκφραση και στη φωνή του που κρύβουν πόνο και αποκαλύπτουν συναίσθημα, σε αντίστιξη με το ξινό του ύφος όταν συνδιαλέγεται με όσους περιφρονεί. Ο Γιωργής Τσαμπουράκης ως Φιλέντ διατηρεί αναλλοίωτη την ευγένεια και την καθώς πρέπει στάση του, φωνή της λογικής, φίλος πιστός και ισορροπιστής, απελευθερώνοντας συναίσθημα μόνο μέσα από το άκουσμα της κάθε λέξης που ξεστομίζει.

Η Παρασκευή Δουρουκλάκη είναι μια εφηβικά αφελής και φιλάρεσκη Σελιμέν, ο Γιώργος Γλάστρας είναι εξαιρετικός ως Ορόντ, του οποίου θαυμάζεις τη διεισδυτική στον ρόλο και στον χαρακτήρα άρθρωση και τονισμό, ενώ η Νάνσυ Μπούκλη είναι μια εύθραυστη και προσηνής γαλλιδούλα Ελιάνθη. Διασκεδαστικοί και μετρημένοι μέσα στην υπερβολή τους, ο Δημήτρης Ντάσκας και ο Αχιλλέας Σκεύης αποτελούν ένα εξαιρετικό δίδυμο, την ίδια στιγμή που ο Γιώργος Ψυχογιός προσδίδει αναλλοίωτη και αποτελεσματική τη θεατρική του εμπειρία.

Άφησα για το τέλος την Αρσινόη της για ακόμα μια φορά υπέροχης και αέρινης Όλιας Λαζαρίδου, η οποία βυθίζεται στο μολιερικό σύμπαν με τρυφερότητα, γοητεία και μοναδικό αυτοσαρκασμό.

Πλήρης νοημάτων, με σεβασμό στον λόγο του συγγραφέα και απογυμνωμένος από σύγχρονους σκηνοθετικούς εντυπωσιασμούς, ο ίδιος “Μισάνθρωπος” είχε πρωτοπαρουσιαστεί στο Παρίσι το 2019.

 

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Κεντρική Σκηνή “Δημήτρης Ροντήρης”- Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 19:00, Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 17:45 & 21:00, Κυριακή στις 19:00.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following