to top

Είδαμε την παράσταση | Ο Χρυσός Δράκος

Είδαμε την παράσταση | Ο Χρυσός Δράκος

“Ο Χρυσός Δράκος” του Ρόλαντ Σίμμελπφένιχ, μετάφραση: Έρι Κύργια, σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Ματζιάρης, πρωταγωνιστούν: Γιούλικα Σκαφιδά, Δημήτρης Αλεξανδρής, Χρήστος Σαπουντζής, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Στρατής Χατζησταματίου.

Κάπου στη Γερμανία, το ταϊλανδο-κινεζο-βιετναμέζικο εστιατόριο “Χρυσός Δράκος” είναι ένα χωνευτήρι ψυχών και ανθρώπων που είτε δουλεύουν στην κουζίνα του, είτε διασταυρώνουν τον δρόμο τους στη σάλα του, είτε κατοικούν στα διαμερίσματα του κτιρίου που το φιλοξενεί. Και είναι ακριβώς σε αυτό το μικροσύμπαν που μας ταξιδεύει η νευρώδης και καταλυτικού συγχρονισμού παράσταση που παίζεται στο Σύγχρονο Θέατρο, του οποίου η σκηνή μεταμορφώνεται άυλα σε αυτή τη γειτονιά όπου εξελίσσεται το δράμα.

 

 

Γραμμένος το 2009 από τον πολυγραφότατο και πολυπαιγμένο γερμανό θεατρικό συγγραφέα Ρόλαντ Σίμμελπφένιχ, ο “Χρυσός Δράκος” αποτελεί κατά πολλούς αριστούργημα της Νέας Γραφής στο θέατρο, φαινόμενο που ξεπήδησε στα ’90s στις βρετανικές σκηνές, για να εξαπλωθεί σταδιακά στην Ευρώπη και να επιδράσει εν τέλει καταλυτικά σε αυτό το νέο κύμα γερμανών δημιουργών. Προτάσσοντας απελευθέρωση από το παραδοσιακό θεατρικό λεξιλόγιο και εισβάλλοντας στο κατεστημένο από το περιθώριο, η “Νέα Γραφή” καταπιάνεται με θέματα τρέχοντα και κοινωνικού σχολιασμού, ανανεώνοντας την αντίληψη και την εμπειρία που προσφέρει μια θεατρική παράσταση.

Και κάπως έτσι, το έργο που σε πρώτη ανάγνωση ασχολείται με το θέμα της παράνομης μετανάστευσης στη Γερμανία (αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη) εξελίσσεται παράλληλα σε δράμα συνειδητοποίησης των πολυάριθμων χαρακτήρων του: από τη μια οι μάγειρες και οι σερβιτόροι στον “Χρυσό Δράκο” και από την άλλη οι πελάτες και οι γείτονες – δυο αεροσυνοδοί, ένα παντρεμένο ζευγάρι στα χωρίσματα, ένας ηλικιωμένος άντρας με την εγγονή του, ο παντοπώλης και μια κοπέλα που αγνοείται, αδελφή ενός από τους μάγειρες.

Όσο κι αν όλα αυτά τα πρόσωπα και τα γεγονότα που τους καθορίζουν φαντάζουν αρχικά ασύνδετα, το συγγραφικό ταλέντο του Σίμμελπφένιχ δημιουργεί ένα πολύπλοκο δεσμό που τους ενώνει, ολοκληρώνοντας την αφήγηση με μια κορύφωση σπαρακτική και εξελίσσοντας το έργο ως ένα συγκλονιστικό ανθρώπινο δράμα που συναρπάζει με την εξέλιξή του. Όμως στην περίπτωσή μας, δεν είναι η ιστορία και μόνο αυτή που καθορίζει το έργο, αλλά και η φόρμα που επιλέγεται για την αφήγησή του.

Εν πρώτοις έχουμε το ίδιο το κείμενο, στους διαλόγους του οποίου παρεμβάλλονται περιγραφές ή και σκηνικές οδηγίες, το οποίο με έκφραση εξπρεσιονιστική στην υπερβολή της τολμά να κάνει χιούμορ με το δράμα. Από την άλλη, υπάρχει η σαφής οδηγία του συγγραφέα όχι μόνο και οι 17 ρόλοι να αποδίδονται από 5 μόνο ηθοποιούς, αλλά και οι ηθοποιοί αυτοί να είναι εντελώς κόντρα (ως προς την όψη, τη φυλή και το φύλο λ.χ.) με τον κάθε χαρακτήρα που ερμηνεύουν.

Ως αποτέλεσμα, ο “Χρυσός Δράκος”, πιστός στις ρίζες του γερμανικού θεάτρου αλλά και στον ίδιο τον Μπέρτολ Μπρεχτ, αποστασιοποιείται συναισθηματικά πλήρως από το κοινό, όχι για να το αποξενώσει από τα τεκταινόμενα αλλά για να υπογραμμίσει την αδιαφορία όλων μας έναντι πλείστων τέτοιων δραμάτων που εξελίσσονται ενδεχομένως και κάτω από τη μύτη μας.

 

Θεατές μιας τραγωδίας που υποκρινόμαστε ότι δεν συμβαίνει, συνεχίζουμε με τις ζωές μας σαν να μην τρέχει τίποτα, εξακολουθώντας να παραγγέλνουμε από το μενού το Νούμερο 83 (Πατ Τάι Γκάι: Τηγανητά νουντλς ρυζιού με αυγό, λαχανικά, κοτόπουλο και πικάντικη σάλτσα από φιστίκι, μέτρια καυτερό, ντιν!) και παραμένοντας διακριτικά έκπληκτοι μεν, παγερά αδιάφοροι δε ακόμα κι όταν βρίσκουμε ένα ματωμένο δόντι στη σούπα μας. Το μαγικό που συμβαίνει στον “Χρυσό Δράκο” όμως είναι πως όλη αυτή η επιτηδευμένη αποστασιοποίηση γυρίζει εν τέλει σαν μπούμερανγκ επάνω μας και μας στοιχειώνει με την ωμότητα όχι απλώς όσων συμβαίνουν αλλά πολύ περισσότερο με αυτήν της δικής μας στάσης.

Άλλωστε, επιβάλλεται εδώ να ξεκαθαρίσω κάτι πολύ σημαντικό: όλα αυτά τα θεωρητικά, τα ανέφερα παραπάνω απλά ως μπούσουλα για να τοποθετήσουμε το έργο στις δικές του βάσεις και στους δικούς του κανόνες και δεν αποτελούν επ’ ουδενί προαπαιτούμενο για να απολαύσει κανείς αυτό το δυνατό και κουρδισμένο στην εντέλεια έργο που έστησε ο Γιώργος Ματζιάρης με τους ταλαντούχους συνεργάτες του. Η συνέργεια των πέντε ηθοποιών (για τους οποίους δεν απαιτείται ξεχωριστή αναφορά, καθώς όλοι τους λειτουργούν υπέροχα τόσο ως σύνολο όσο και ως μονάδα) είναι καταλυτική και σε συνδυασμό με την απίστευτή ενέργειά τους και την ευφάνταστη αποτύπωση (σκηνικός χώρος: Σταύρος Μπαλής, κοστούμια: Χριστίνα Τσουτσουλίγα, φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα, επιμέλεια κίνησης: Βρισηίδα Σολωμού, μουσική: Λευτέρης Βενιάδης) ο “Χρυσός Δράκος” στο Σύγχρονο Θέατρο μεταμορφώνεται σε θέαμα πρωτόγνωρο και συγκλονιστικό.

Αξιοθαύμαστη η ταχύτητα της παράστασης, όπως και οι εναλλαγές ρόλων και χώρων, λυτρωτικό το χιούμορ, απρόσμενος ο σουρεαλισμός που ενισχύει την αλήθεια των γεγονότων, απολαυστικοί (θα το ξαναπώ) οι ηθοποιοί. Συναισθηματικό, συγκινησιακό και μαζί αισθητηριακό σοκ, ανοίγει τα μάτια και σε προκαλεί να ρίξεις το βλέμμα εκεί που συνήθως αποφεύγεις.

Για την ιστορία, να πω επίσης πως ο “Χρυσός Δράκος” διασκευάστηκε σε όπερα το 2014, με μουσική του ούγγρου συνθέτη Πήτερ Ότβος και λιμπρέτο του συγγραφέα.

• Σύγχρονο Θέατρο- Ευμολπιδών 45, Γκάζι
Παραστάσεις: Τετάρτη έως Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 18:15

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following