“Μπα-Μπαμπά” της Φωτεινής Αθερίδου, μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης, σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας, πρωταγωνιστούν: Θοδωρής Αθερίδης, Άννα Κουτσαφτίκη, Πάρις Θωμόπουλος, Αθηνά Μουστάκα, Κωσταντίνος Μαγκλάρας, Χρήστος Τσάβος, Γιώργος Τριανταφύλλου, Φωτεινή Αθερίδου.
Ένας μεσήλικας, όχι και τόσο επιτυχημένος ηθοποιός, αποφασίζει να διοργανώσει την πρόβα της κηδείας του, ώστε να ανταλλάξουν αποχαιρετισμούς με τους δικούς του. Έτσι λοιπόν, νοικιάζει ένα τηλεοπτικό στούντιο και προσκαλεί τα παιδιά του και την τέως σύζυγό του, από τους οποίους έχει ήδη ζητήσει να προετοιμάσουν ο κάθε ένας τον επικήδειό του, έτοιμος να ακούσει ό,τι έχουν να του πουν. Ή κάπως έτσι.
Δηλώνω υπεύθυνα πως αν μου έλεγαν ότι το “Μπα-Μπαμπά” είναι ένα αγγλικό μιούζικαλ το οποίο κάποιος μετέφρασε στα Ελληνικά και το μετέφερε από το Γουέστ Εντ στο θέατρο Ήβη, θα τον πίστευα. Τόσο απλά. Έχοντας δει ουκ ολίγα μιούζικαλ στο Λονδίνο και στο Παρίσι, μεγάλα και λιγότερο μεγάλα, και έχοντας ακούσει ακόμα περισσότερα από Μπρόντγουέυ μεριά, ομολογώ πως θαύμασα τη δουλειά που έχει γίνει από τη Φωτεινή Αθερίδου, η οποία κατά πως φαίνεται όχι μόνο γνωρίζει το είδος, αλλά, το κατανοεί, το αγαπά και σέβεται τις συμβάσεις και τις επιταγές του στον τρόπο με τον οποίο τις διαχειρίζεται.
Ξέρετε δε τι είναι ακόμα πιο σημαντικό; Πως παρακολουθείς ένα ολοκληρωμένο, σωστό και απολαυστικό μιούζικαλ, χωρίς να βάλεις στην εξίσωση αυτό το μίζερο “για τα ελληνικά δεδομένα” που συνοδεύει ως άλλοθι αντίστοιχα εγχειρήματα, ενόσω -ακόμα χειρότερα- δικαιολογεί λάθη, αστοχίες και προχειρότητα.
Στο “Μπα-Μπαμπά” τα πάντα δουλεύουν ρολόι, πρωτίστως χάρη στο κείμενο και τους ευρηματικούς στίχους της Φωτεινής Αθερίδου αλλά και στην υπέροχη μουσική που έχει γράψει για την παράσταση ο Θέμης Καραμουρατίδης. Κατ’ αρχάς, έχουμε μια έξυπνη κεντρική ιδέα στον πυρήνα της παράστασης, η οποία επιτρέπει στις εξελίξεις να κορυφωθούν απρόοπτα, χαρίζοντας άπλετο γέλιο και τίμια συγκίνηση.
Επειδή, όμως μιλάμε για μιούζικαλ, η αφήγηση οφείλει να πληροί τον διττό χαρακτήρα που προτάσσει το είδος, ισοσκελισμένη ανάμεσα στην πρόζα και τα μουσικά μέρη, συνθήκη που στο “Μπα-Μπαμπά” εξυπηρετείται στο απόλυτο. Οι γοργοί και πνευματώδεις διάλογοι της παράστασης δεν δίνουν απλά πάσα στα τραγούδια, αλλά σκιαγραφούν χαρακτήρες και ορίζουν τις συνθήκες, την ίδια στιγμή που ο Θέμης Καραμουρατίδης δεν γράφει απλά χιτάκια (κάτι που μπορεί και με δεμένα τα μάτια), αλλά τραγούδια πλήρως εναρμονισμένα με το ύφος και την ατμόσφαιρα της εκάστοτε σκηνής και προσαρμοσμένα πλήρως στον χαρακτήρα ο οποίος τα ερμηνεύει.
Φυσικά αυτό δεν τον εμποδίζει να συνθέσει τραγούδια-showstopper, εξασφαλίζοντας σε κάθε ήρωα σχεδόν τη μεγάλη του στιγμή και το αυθόρμητο, εκκωφαντικό χειροκρότημα. Για να επιστρέψω όμως στη Φωτεινή Αθερίδου, το απρόσμενο με τα μουσικά μέρη της παράστασης είναι και οι στίχοι των τραγουδιών, που απέχουν από τα τετριμμένα και απογειώνονται χάρη στην ευρηματικά περιπαιχτική τους διάθεση -για να το θέσω ευπρεπώς- με τα χορικά, ειδικότερα σε δύο τραγούδια, να φέρνουν δάκρυα στα μάτια -από το γέλιο- χωρίς όμως να αγγίζουν τη σφαίρα του γελοίου ούτε δευτερόλεπτο.
Αυτή εν τέλει είναι και η δύναμη του “Μπα-Μπαμπά”, η απόλυτη ισορροπία μεταξύ σοβαρού και αστείου αλλά πάνω απ’ όλα η αμέριστη αγάπη με την οποία τσαλακώνει την αγία ελληνική (και όχι μόνο) οικογένεια. Οι χαρακτήρες είναι αναγνωρίσιμοι και οικείοι (μην σας πω ότι είμαστε και εμείς οι ίδιοι), τα προβλήματα υπαρκτά και βιωματικά, οι αρρυθμίες στις σχέσεις σαγηνευτικά ρεαλιστικές και ταυτόχρονα φαντασιακές, όμως διαρκώς εντός ενός πλαισίου πραγματικότητας και ειλικρινούς συναισθήματος.
Υπάρχει βάθος κάτω από το τρα-λα-λα και τα αστεία, όπως υπάρχει και πόνος και συγκίνηση και απώλεια και αμφισβήτηση, αλλά πάνω απ’ όλα λύτρωση, άφεση και αγάπη. Όλα τα παραπάνω προφανώς και αντιλαμβάνεται πλήρως στη σκηνοθεσία του ο βαθύς γνώστης του μιούζικαλ και του μεγάλου θεάματος εν γένει Γιάννης Κακλέας, που μολονότι αρέσκεται σε larger than life προσεγγίσεις, εδώ αφήνεται στην ουσιαστική απλότητα του κειμένου, χαρίζοντάς μας μια παράσταση ανθρωποκεντρική, πλήρη συναισθήματος και άρρηκτων οικογενειακών δεσμών (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα μας), την οποία μπολιάζει με όλο το απαραίτητο φρου-φρου του μουσικού θεάτρου.
Σκηνοθετώντας τις ερμηνείες στα μουσικά μέρη σε πλήρη αρμονία με την πρόζα του εκάστοτε χαρακτήρα, επιτυγχάνει την αρμονική ροή της παράστασης, χωρίς ουδέποτε να νιώθεις πως το τραγούδι διακόπτει την πρόζα ή το αντίθετο -ως οφείλει να συμβαίνει σε κάθε σωστό μιούζικαλ.
Σύμμαχοί του στην αισθητική και στην ατμόσφαιρα του όλου εγχειρήματος, τα λειτουργικής λιτότητας, αλλά εντυπωσιακά σκηνικά της Ηλένιας Δουλαδίρη, που επίσης σχεδίασε τα πολύπλοκης απλότητας και δραματουργικού τόνου κοστούμια της παράστασης, οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, η διδασκαλία κίνησης της Στεφανίας Σωτηροπούλου, η μουσική διδασκαλία του Αποστόλη Ψυχράμη, τα βίντεο του Xsquare DesignLab και φυσικά ο Αντώνης Παλαμάρης στη διεύθυνση ορχήστρας, η οποία ακούγεται άψογα από το ηχοσύστημα του θεάτρου, σε πλήρη αρμονία με τις φωνές των ηθοποιών (να τα λέμε κι αυτά, καθώς “για τα ελληνικά δεδομένα” ο ήχος δεν είναι καθόλου δεδομένος).
Ο Θοδωρής Αθερίδης (τον οποίο αν μου λέγατε ότι θα έβλεπα ποτέ σε καθαρόαιμο μιούζικαλ, δεν θα σας πίστευα) το απολαμβάνει τα μάλα, επιστρατεύοντας ερμηνευτική ευστροφία, επιθεωρησιακή εμπειρία και συναισθηματική ευθύτητα, σκιαγραφώντας τον μπαμπά με περίσσια αμεσότητα και κωμικό τέμπο, προφυλάσσοντας κάθε ίχνος ανθρωπιάς και ρεαλισμού στον ρόλο, στοιχεία που εννοείται πως διατηρεί και στα μουσικά μέρη, στα οποία μάλιστα δείχνει να απελευθερώνεται, λες και το κάνει μια ζωή.
Υπέροχη η “μαμά” της Άννας Κουτσαφτίκη, με ορθές και ειλικρινείς συναισθηματικές μεταστροφές, πλήρως ελεγχόμενα κωμικά ξεσπάσματα και σπουδαία ερμηνεία στα σόλο της, ιδιαίτερα δε αν λάβουμε υπ’ όψιν τον τίτλο (και τα χορικά που ανέφερα πριν) στο ένα τραγούδι της. Η τραγική της σοβαρότητα κόντρα στην κωμική ευθύτητα του ρεφραίν είναι μοναδική.
Ο Πάρις Θωμόπουλος (ακόμα θυμάμαι τον περσινό του Μπουλανζέ στη “Μαντάμ Μποβαρί”), στον ρόλο του μεγάλου γιου που απεχθάνεται το πόσο πολύ μεταμορφώνεται στον πατέρα του, κατακτά τη σκηνή με άνεση και ειλικρίνεια στην πρόζα καθώς και με κορυφαία ερμηνεία στα τραγούδια, σαν γνήσιος σταρ του μιούζικαλ. Το σόλο του είναι ένα από τα showstopper τραγούδια της παράστασης.
Την πλέον ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς υπογράφει ο κολλητός του μεγάλου γιου, τον οποίο ο Κωσταντίνος Μαγκλάρας υποδύεται με συναρπαστική δεινότητα, τόσο ερμηνευτικά, όσο και φωνητικά, απόλυτα προσηλωμένος στην ελαφρότητα του χαρακτήρα, χωρίς ποτέ να τον προδώσει με άσκοπες υπερβολές, ακόμα και στην κορυφαία “Magic Mike” στιγμή του.
Επίσης βγαλμένη λες από το Γουέστ Εντ, η Αθηνά Μουστάκα που υποδύεται τη σύζυγο του μεγάλου γιου, διακρίνεται για την κρυστάλλινη φωνή και την ευαισθησία της στον αμφίρροπο μεταξύ συγκινητικού ρεαλισμού και κωμωδίας ρόλο της, ακραιφνώς αστείος και ειλικρινής ο Χρήστος Τσάβος ως μικρός γιος, μονίμως χαμένος σε ένα δικό του “αλλού”, ο οποίος εφορμά με εφηβική άγνοια κινδύνου που όμως κρύβει αυτοέλεγχο και σημασία στις λεπτομέρειες του ρόλου.
Last but not least, όπως λέμε και στα Κάτω Πατήσια, η Φωτεινή Αθερίδου μένει αξέχαστη για αυτό το αφοπλιστικό κράμα κωμικής συνέπειας και συστολής, με το οποίο ντύνει τον ρόλο της κόρης που ουδέποτε βρήκε το θάρρος να ορθώσει ανάστημα και να διεκδικήσει αυτό που επιθυμεί, έτσι όπως τσαλακώνεται με αυτοπεποίθηση για να χαρίσει εν τέλει την πολυπόθητη σιγουριά που απαιτεί η γυναίκα που υποδύεται. Την υπέροχη παρέα στη σκηνή του Ήβη συμπληρώνει ο Γιώργος Τριανταφύλλου, εισβάλλοντας τρις με την αθώα πονηράδα ενός καρτούν στον κόσμο των ανθρώπων.
Υ.Γ. Στο μπαρ του θεάτρου σερβίρουν μεταξύ άλλων ένα ειδικά σχεδιασμένο για την παράσταση κοκτέιλ, το “Μπα-Μπαμπά” που όχι μόνο είναι απίστευτα και μαγευτικά καταπράσινο, αλλά έχει μια οικεία παιδιάστικη γλύκα και τόσο αλκοόλ όσο χρειάζεται για να χαμογελάσεις από την πρώτη γουλιά.
• Ήβη – Σαρρή 27, Ψυρρή
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 20:00, Πέμπτη & Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 & στις 21:00, Κυριακή στις 20:00.