to top

Είδαμε την παράσταση | Μεμοράντουμ

Είδαμε την παράσταση | Μεμοράντουμ

“Μεμοράντουμ” του Βάτσλαβ Χάβελ, μετάφραση: Κανέλλος Αποστόλου, σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου, πρωταγωνιστούν: Αλέξανδρος Βάρθης, Θανάσης Βλαβιανός, Τάσος Λέκκας, Αλεξάνδρα Μαρτίνη, Φάνης Μιλλεούνης, Ελίζα Σκολίδη, Ορέστης Χαλκιάς.

Η συνήθης, αποχαυνωμένη καθημερινότητα μιας δημόσιας υπηρεσίας διακόπτεται βίαια όταν στο γραφείο του γενικού διευθυντή εμφανίζεται ένα υπόμνημα γραμμένο σε μια άγνωστη γλώσσα. Χωρίς να έχει ιδέα για το τι συμβαίνει και με διαταγή ποιου, μαθαίνει από το υποδιευθυντή του πως η υπηρεσία τους είναι από τις πρώτες όπου εφαρμόζεται αυτή η νέα, απογυμνωμένη από ανθρωπιά και συναίσθημα, αλλά απόλυτα ακριβής γλώσσα, η οποία αποσκοπεί στη βέλτιστη λειτουργία του δημοσίου.

Υπάρχει, όμως, ένα μικρό πρόβλημα: ουδείς μπορεί να κατανοήσει τη νέα γλώσσα, με εξαίρεση τους υπαλλήλους του νέου μεταφραστικού τμήματος που ήδη λειτουργεί εντός του κτιρίου, στους οποίους έχει δοθεί ρητή εντολή να μην μεταφράζουν το παραμικρό σε όποιον δεν έχει εξουσιοδότηση, η οποία δίνεται μόνο κατόπιν υπομνήματος που όμως είναι γραμμένο στη νέα γλώσσα και το οποίο δεν επιτρέπεται να μεταφραστεί, εφόσον δεν υπάρχει εξουσιοδότηση.

 

 

Μπορεί ο Βάτσλαβ Χάβελ να έγραφε το “Μεμοράντουμ” το 1965 ως σάτιρα της γραφειοκρατίας και των μεθόδων συμμόρφωσης του σοβιετικού καθεστώτος στην τότε Τσεχοσλοβακία, αλλά καθώς φαίνεται δεν γνώριζε πως ταυτόχρονα περιέγραφε με ανατριχιαστική λεπτομέρεια, όσο κανείς άλλος, το τέρας του βαθέως κράτους που ζει και αναπτύσσεται, τροφαντό και παμφάγο, στα μπουντρούμια του Ελληνικού Δημοσίου.

Εξαιρετικής ευστροφίας και θεατρικής δύναμης το κείμενο του συγγραφέα – Μεμοράντουμ, ποιητή και εμβληματικού πολιτικού που η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να διατελέσει τελευταίος Πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας, πριν από τη διάλυσή της στις 31/121992, και πρώτος Πρόεδρος της Τσεχίας από τον Ιανουάριο του 1993, συστήνεται ως αθώα κωμωδία ενόσω την ίδια στιγμή εκθέτει και απογυμνώνει τακτικές και παθογένειες με τρόπο τόσο επίκαιρο και οικουμενικό που καταλύει κάθε γεωγραφικό και χρονικό σύνορο.

Εμπνευσμένος άνθρωπος και στοχαστής, ο Βάτσλαβ Χάβελ πέραν της αντίστασης δια του λόγου, συμμετείχε ενεργά στην Άνοιξη της Πράγας, μπήκε στο στόχαστρο της Σοβιετικής Ένωσης και πέρασε χρόνια ολόκληρα στη φυλακή ως πολιτικός κρατούμενος.

Όλα τα παραπάνω τα καταθέτω απλά επειδή προσωπικά μου αρέσει να τοποθετώ το κάθε έργο με το οποίο συνδιαλέγομαι εντός του ιστορικού και κοινωνικού του πλαισίου (μου έχει κάνει ζημιά ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος τα βράδια της Παρασκευής στην “Κινηματογραφική Λέσχη” της ΕΡΤ) και όχι επειδή αν δεν τα γνωρίζετε δεν θα χαρείτε ή δεν θα κατανοήσετε την εξαιρετική και υπερ-απολαυστική παράσταση που ανέβηκε στο θέατρο Μπέλλος.

Οπότε, θέλετε να τα κρατήσετε, θέλετε να πετάξετε, δική σας η απόφαση. Βλέπετε, πέραν της διαχρονικής οικουμενικότητας του κειμένου, η δραματουργική επεξεργασία του Kωνσταντίνου Ζωγράφου και η σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου έχουν μεταφέρει το “Μεμοράντουμ” σε ένα τέτοιο άχρονο “σήμερα” και σε ένα τέτοιο αδήλωτο “εδώ” ώστε αν μας έλεγαν πως πρόκειται για ένα ελληνικό θεατρικό που γράφτηκε τον περασμένο μήνα, εμείς θα τους πιστεύαμε.

Το μεγαλείο όμως πίσω από το συγκεκριμένο ανέβασμα είναι πως δεν έχουν πειράξει τίποτα από το κείμενο, τις αξίες και την ουσία του πρωτότυπου, με αποτέλεσμα να γεννιέται επί σκηνής το υπέρτατο αμάλγαμα του αλλού με το εδώ και του άλλοτε με το σήμερα. Σπουδαία δουλειά, ειλικρινά.

 

Δεν είναι μόνο η μετάφραση του Κανέλλου Αποστόλου που προσφέρει το οπλοστάσιο για όλη αυτή τη λεκτική μονομαχία του παραλόγου, αλλά και δουλειά που έχει γίνει σε κάθε καλλιτεχνικό τομέα της παράστασης. Τα σκηνικά που σχεδίασε η Μυρτώ Σταμπούλου φέρουν στο χρώμα και το ύφος τους τη ζοφερή γκριζάδα αυτού του δημόσιου οργανισμού, αλλά την ίδια στιγμή λειτουργούν ως “υπερπαραγωγή” στις εναλλαγές των σκηνών, λαμβάνοντας μέρος στη δράση και στους ρόλους, χάρη και στην κίνηση που δίδαξε η Χρυσηίς Λιατζιβίρη.

Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου κάνουν την κωμωδία να λαμπυρίζει, σχεδιάζουν σκιές τρομακτικές και υπαινίσσονται διαθέσεις και υστεροβουλία, έτσι όπως χρωματίζουν τις σκηνές, ακολουθώντας και το ανάλαφρο μεν, απειλητικό δε τέμπο της μουσικής του Διαμαντή Αδαμαντίδη. Εκεί δε όπου υποκλίνομαι είναι στα κοστούμια της Ειρήνης Γεωργακίλα, τα οποία μαζί με τις περούκες του Θωμά Γλαζούλα, ορίζουν ρόλους, προτάσσουν καθωσπρεπισμό και αυστηρότητα, υπαινίσσονται τάγματα εφόδου για να αφεθούν εν τέλει στο χρωματικό μεγαλείο της δημιουργικής τρέλας. Υπερπαραγωγή τσέπης.

Όταν με το καλό δείτε το “Μεμοράντουμ” (το οποίο, συμπαθάτε με, αλλά είναι από τις παραστάσεις που πρέπει να δείτε, αν μη τι άλλο επειδή είναι μια αστεία κωμωδία με την οποία γελάς δυνατά χωρίς τύψεις) δεν θα αναγνωρίσετε αλλά ούτε θα ξεχάσετε τον Αλέξανδρο Βάρθη, ως μικροφοβικό, εν κρυπτώ ερωτύλο, και μυγιάγγιχτο εργαζόμενο στο μεταφραστικό γραφείο. Αυτό που κατορθώνει με τη φωνή, την ακραία επανατοποθέτηση των μυών του προσώπου του και με κάθε λεπτομέρεια στην κίνησή του, οριοθετούν στην ουσία του έναν ρόλο που στο παραμικρό παραστράτημα θα μπορούσε να εκτροχιαστεί σε γκροτέσκα καρικατούρα.

Ο “Γενικός Διευθυντής” Θανάσης Βλαβιανός επιστρατεύει με αφοπλιστική περιπαιχτική διάθεση το σκηνικό εκτόπισμα χρόνων και τη μελωδικότητα στη φωνή του για να μας παραδώσει ιδανικά έναν χαρακτήρα ηγετικής δειλίας και καταλυτικής αναξιοπρέπειας. Απειλητικός, ευθυνόφοβος, με κίνηση και βλέμμα ερπετού ο υποδιευθυντής που υποδύεται με υποδειγματική ακρίβεια έκφρασης, φωνής και κίνησης ο Τάσος Λέκκας, με συμπεριφορικές μεταβάσεις που εντυπωσιάζουν για τις λεπτομέρειές τους.

Ο Ορέστης Χαλκιάς, προϊστάμενος του μεταφραστικού τμήματος, αποδεικνύει μια έμφυτη και απελευθερωτική κωμική δεινότητα, μεταμορφωμένος σε καρτούν, ιδανικού χρονισμού και κινησιολογίας που παραπέμπουν στα χρυσά χρόνια του slapstick βωβού κινηματογράφου, αλλά με φωνή πλήρως εναρμονισμένη στις σχεδόν καταμετρημένες συλλαβές της κάθε λέξης που προφέρει.

Η Αλεξάνδρα Μαρτίνη παραδίδει μαθήματα κωμωδίας και συναισθηματικού αυτοελέγχου στον γραμματειακό της ρόλο, η Ελίζα Σκολίδη υποδύεται με περίσσια άνεση και τρέλα την πλήρως ανεύθυνη-υπεύθυνη αρχείων του μεταφραστικού, με τον Φάνη Μιλλεούνη σκέτη απόλαυση στον ουσιώδη αλλά σχεδόν βουβό ρόλο του παρατρεχάμενου, που ουδείς γνωρίζει τι δουλειά κάνει ακριβώς.

Ως υστερόγραφο, θα ήθελα να καταθέσω με απόλυτη ειλικρίνεια και ευθύνη το εξής: έχοντας τη χαρά να παρακολουθήσω σχεδόν όλες τις παραστάσεις που ανέβασε ή φιλοξένησε το θέατρο Μπέλλος από τότε που επαναλειτούργησε ως στέγη της ομάδας The Young Quill, τολμώ να πω ότι γινόμαστε μάρτυρες της γέννησης ενός σημαντικού (και ενδεχομένως στο μέλλον σπουδαίου) θεατρικού πυρήνα, όπως κάποτε, κάποιοι άλλοι πριν από εμάς υπήρξαν θεατές της γέννησης του Θεάτρου Τέχνης (δεν κάνω συγκρίσεις με την προσωπικότητα του ίδιου του Κουν, χαλαρώστε οι ευαίσθητοι) ή όπως στα ’90s παρακολουθούσαμε απνευστί της γέννηση και την άνθιση του “Αμόρε”.

Τα παιδιά στο “Μπέλλος” αποδεικνύουν με κάθε τους δουλειά πως έχουν μπει στον θεατρικό χάρτη για να μείνουν, με συγκεκριμένη πρόταση, ύφος, τόνο και ιδεολογία (ευτυχώς όμως χωρίς ιδεοληψία) και δεν θεωρώ υπερβολικό να πω ότι το ίδιο το θέατρο τείνει αργά αλλά σταθερά να γίνει από μόνο του πόλος έλξης. Με πιο απλά λόγια, σύντομα νομίζω πως θα πηγαίνουμε στο “Μπέλλος” με κλειστά μάτια, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τι παίζει.

Εύχομαι μόνο να διατηρήσουν την ψυχραιμία που κάθε τέτοιο συλλογικό, καλλιτεχνικό εγχείρημα απαιτεί, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές σε αντίστοιχες περιπτώσεις όπου το “εγώ” μπήκε μπροστά από το “εμείς” με αποτέλεσμα το μαγαζί να κλείσει πριν από την ώρα του.

 

• Θέατρο Μπέλλος – Κέκροπος 1, Πλάκα
Παραστάσεις: Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 18:00

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

Invalid username, no pictures, or instagram servers not found
Invalid username, no pictures, or instagram servers not found