to top

Είδαμε την παράσταση | Με σιχάθηκα… αλλά και πάλι όχι εντελώς

Είδαμε την παράσταση | Με σιχάθηκα... αλλά και πάλι όχι εντελώς

“Με σιχάθηκα… αλλά και πάλι όχι εντελώς”, κείμενα: Λένα Κιτσοπούλου, δραματουργική επεξεργασία: Αγνή Χιώτη, Σταμάτης Μπάκνης, σκηνοθεσία: Κρίστελ Καπερώνη, πρωταγωνιστούν: Νάστια Βραχάτη, Κρίστελ Καπερώνη , Τζωρτζίνα Λιώση, τραγουδά η Πέννυ Παπαδοπούλου.

Τρεις άγνωστες γυναίκες μεταξύ τους συναντιούνται στο σκυλάδικο “Η κόλαση”, την ώρα που έχει τελειώσει (φαινομενικά) το πρόγραμμα. Απορημένες, μπερδεμένες, αγνοώντας πώς κατέληξαν εκεί, αλλά και χωρίς να μπορούν να βρουν την έξοδο, συστήνονται αναγκαστικά μεταξύ τους και αφηγούνται η μία στην άλλη (και φυσικά και σε εμάς) την ιστορία τους.

 

Είδαμε την παράσταση | Με σιχάθηκα... αλλά και πάλι όχι εντελώς

 

Ανεβαίνεις αμέριμνος στην αγαπημένη ταράτσα του Λαμπέτη και είναι σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω, καθώς η σκηνή αλλά και ολόκληρο το θέατρο έχουν μεταμορφωθεί σε ελληνάδικο των ’90ς με παράλληλες μνήμες από τα αναψυκτήρια β’ διαλογής (για τους παλαιότερους). Η Πέννυ Παπαδοπούλου με καταπράσινη, α λα ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια, τουαλέτα μπροστά από τη νέον επιγραφή του μαγαζιού τραγουδά επιτυχίες από τα παλιά που συνειδητοποιείς ενοχικά ότι σου έχουν λείψει πολύ, πετά γαρύφαλλα στο κοινό και συνομιλεί μαζί μας, ενόσω βυθίζεται με τρέλα στο βλέμμα και μεγάλη σκηνική άνεση στον τόπο και στον χρόνο της δράσης.

Την ίδια στιγμή, ευγενέστατες και όμορφες κοπέλες κυκλοφορούν ανάμεσα στα τραπεζάκια και παίρνουν παραγγελίες για ποτά από το μπαρ, εντείνοντας την αίσθηση ανεμελιάς αλλά και απορίας για ό,τι θα επακολουθήσει. Μόνο που κάποια στιγμή, όταν όλοι οι θεατές είναι στις θέσεις τους, το πρόγραμμα τελειώνει, οι επί σκηνής μουσικοί και η τραγουδίστρια σιωπούν και η “Κόλαση” μεταλλάσσεται σε έναν σιωπηλό τόπο συνάντησης τριών ανώνυμων γυναικών, εμφανώς καταπονημένων, που βρίσκονται τυχαία (;) εκεί.

 

Τρία κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου, το “Πράσινό μου φουστανάκι”, η “Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α” και ο “Κατάθλας”, που όλα τους έχουν βρει ήδη είτε μεμονωμένα είτε συνδυαστικά τον δρόμο τους προς το θεατρικό σανίδι, συναντιούνται επαναδιατυπωμένα, καθώς οι μονόλογοι αλληλεπιδρούν τρόπον τινά μεταξύ τους, ανοίγοντας έναν διάλογο μεταξύ των τριών γυναικών και παράλληλα μεταξύ ενός διαχρονικού “τότε” με το σήμερα. Όσο η ώρα κυλά και οι ιστορίες των τριών ηρωίδων ξεδιπλώνονται μπροστά μας, αντιλαμβάνεσαι σταδιακά τους προφανείς συμβολισμούς και το αρχικό κέφι των τραγουδιών και των λουλουδιών συναντά το τραγικό της ματαιότητας και της λύτρωσης μέσα από τον πόνο.

Δεν λείπει βέβαια ουδόλως το χιούμορ από την παράσταση, τόσο γιατί τα ίδια τα κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου είναι ειρωνικά εμβαπτισμένα σε αυτό, παρά τον ζόφο που υπαινίσσονται, όσο και επειδή οι τρεις πρωταγωνίστριες αυτοσαρκάζονται διαρκώς με περίσσια ευκολία.

Ήταν δύσκολο το εγχείρημα για την Κρίστελ Καπερώνη στη σκηνοθεσία (αλλά και στην ερμηνεία της) να προσδώσει ρεαλισμό μέσα στον ευρύτερο υπερ-ρεαλισμό της αφήγησης, όμως το τελικό αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Οι τρεις γυναίκες που μας παρουσιάζει επί σκηνής χαρακτηρίζονται από ολότητα, μακριά από συμβολισμούς και καρικατούρες, με την κάθε μία να συνδυάζει ερμηνευτικά την απομόνωση του μονολόγου με τη διαδραστικότητα της σκηνικής της συνάντησης με τις υπόλοιπες.

Ωμά ρεαλιστικές, ποιητικά ρομαντικές και αστείες μέσα στο δράμα τους, η Κρίστελ Καπερώνη, η Νάστια Βραχάτη και η Τζωρτζίνα Λιώση κρατάνε με δύναμη το έργο στους ώμους τους, καθώς ελίσσονται μέσα από τις προσωπικές τους ιστορίες σε μια διαδρομή αποκάλυψης, τόσο για εκείνες όσο και για εμάς. Με εξίσου λειτουργική, πέραν της σκηνοθεσίας, τη δραματουργική επεξεργασία της παράστασης, το “Με σιχάθηκα… αλλά και πάλι όχι εντελώς” αποκτά τη δική του αυτοτέλεια, καθώς τα τρία μεμονωμένα κείμενα ενώνονται σε σάρκα μία, μοιρασμένη στα τρία ταλαιπωρημένα κορμιά αυτών των γυναικών που βιώνουν τη δική τους κόλαση.

Αυτό που ενδεχομένως να μου έλειψε ήταν μια ευρύτερη διάδραση του μουσικού μέρους της παράστασης με το αμιγώς αφηγηματικό, που ίσως να ενέτεινε ακόμα περισσότερο τη δύναμη των σιωπών, την ίδια στιγμή που θα έδενε ακόμη περισσότερο το “πριν” και το “μετά” με το “ενόσω”.

 

• Θέατρο Λαμπέτη – Θερινή Σκηνή Γιώργου Λεμπέση – Λεωφόρος Αλεξάνδρας 106, Αμπελόκηποι
Παραστάσεις: Πέμπτη έως Κυριακή στις 20:30

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following