Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν”, κείμενο-σκηνοθεσία: Γιάννης Αποσκίτης, πρωταγωνιστούν: Νίκος Γιαλελής, Γιώργος Κατσής, Ελένη Κουλογιάννη, Κωνσταντίνος Πλεμμένος
Όταν η μητέρα ενός αλλοτινού παιδιού-θαύματος σε σήριαλ της τηλεόρασης πέφτει και σκοτώνεται μέσα στο σπίτι, τρία κοράκια σε μια εφημερίδα που ετοιμάζεται να βάλει λουκέτο θεωρούν πως βρίσκουν τη μεγάλη ευκαιρία για μια ανεπανάληπτη δημοσιογραφική επιτυχία. Έτσι, αποφασίζουν να παγιδεύσουν τον τέως ηθοποιό και νυν σεκιουριτά σε σούπερ μάρκετ με μια συνέντευξη όπου θα τον κατηγορήσουν για σατανιστικές τελετές και για τη δολοφονία της μητέρας του.
Καταιγιστικά αφοριστικό, σπαρταριστά βέβηλο αλλά βαθύτατα σοβαρό, το έργο με τον τίτλο-ποταμό που επαναλαμβάνεται για δεύτερη σαιζόν στη σκηνή του πάντοτε αναπάντεχου θεάτρου “Μπέλλος” αποτελεί αδίστακτη ανατομία της σύγχρονης κοινωνίας και παραμορφωτικό καθρέφτη συμπεριφορών και τάσεων. Ακούγονται βαρύγδουπα όλα αυτά, το ξέρω, και ενδεχομένως να κοντράρουν τη ντελιριακή παράνοια που διαδραματίζεται επί σκηνής.
Κι όμως, όλη αυτή η τρέλα, τα κραυγαλέα ξεσπάσματα, οι αφορισμοί, οι λέξεις και οι βρισιές που συγκρούονται με την απόγνωση, προφανώς και προκαλούν αυθόρμητο (έως και σπαρταριστό) γέλιο όμως στο κέντρο της ύπαρξής τους ακούγονται σαν κραυγή απελπισίας, ενός κόσμου, μιας πόλης και μιας χώρας που έχει χάσει κάθε μέτρο στην απέλπιδα προσπάθειά της να κάνει το επόμενο βήμα. Και είναι ακριβώς αυτή η συγκρουσιακή σχέση γελοίου και πραγματικότητας που ανυψώνει τη “Μαύρη Μαγεία” σε κάτι περισσότερο ουσιώδες από μια επιφανειακή, εφηβικά εκρηκτική σχεδόν κωμωδία.
Το βασικότερο όλων δε είναι πως, μέσα σε όλη αυτή την παράνοια, η ιστορία βγάζει απόλυτο νόημα. Ο Κωνσταντίνος Χεληδόνης, 47 χρονών σήμερα, μένει ακόμα μαζί με τη μαμά του κι όταν δεν δουλεύει ως σεκιούριτυ-ανιματέρ στον διάδρομο των ποτών στου Μασούτη, είναι βιδωμένος στον καναπέ και παρακολουθεί ασταμάτητα βιντεοκασέτες με παλιά επεισόδια της σειράς όπου πρωταγωνιστούσε όταν ήταν μικρό παιδί.
Η τεράστια απήχηση του σήριαλ που όμως τελείωσε μετά από μία σαιζόν, ουδόλως βοήθησε την καριέρα του -αντιθέτως το μικρό αγόρι ξεχάστηκε από όλους και εξακολουθεί να ζει μόνο μέσα στην καρδιά και στις μνήμες του ανύπαρκτου και καταπιεσμένου σημερινού του εαυτού. Από την άλλη, οι τρεις δημοσιογράφοι σε μια κίτρινη φυλλάδα που παραπαίει οικονομικά, ελπίζουν μόνο σε ένα θέμα-λαυράκι που θα τους βγάλει από τη δική τους αφάνεια. Οπότε, όταν ο Κωνσταντίνος Χεληδόνης έρχεται σε επαφή μαζί τους για να καταγγείλει το γραφειοκρατικό λάθος που οδήγησε τη σορό της μητέρας του αντί για το νεκροταφείο στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου των Πατρών, συνειδητοποιούν πως έχουν στα χέρια τους την τεράστια επιτυχία των αναρίθμητων like, εάν βεβαίως μπορέσουν να την “προσαρμόσουν” σε μια πιο πικάντικη εκδοχή.
Ειλικρινά, όσο παρακολουθούσα την παράσταση Μαύρη Μαγεία, σκεφτόμουν πως ακριβώς η ίδια ιστορία, με τους ίδιους ακριβώς χαρακτήρες, θα μπορούσε να είναι ένα έξοχο δράμα, συνταρακτικών κορυφώσεων. Όμως, όπως το έχω ξαναπεί άπειρες φορές, καλή κωμωδία είναι αυτή που αφηγείται στην υπερβολή της μια πολύ σοβαρή ιστορία.
Κι εδώ μπαίνει στην εξίσωση ο δημιουργός της “Μαύρης Μαγείας”, ο Γιάννης Αποσκίτης, ο οποίος γράφει μια τραγική ιστορία την οποία παραμορφώνει μέσα από ένα ακραία κωμικό και βέβηλο κάτοπτρο, πλάθει χαρακτήρες πλήρεις που ουδέποτε στο ντελίριό τους δεν γίνονται καρικατούρες και την ίδια στιγμή τη σκηνοθετεί με πλήρη άγνοια κινδύνου, παίζοντας με τις συμβάσεις, τον τέταρτο τοίχο, το κοινό αλλά και σατιρίζοντας την ύπαρξη της ίδιας της παράστασης. Σε όλο αυτό το φαινομενικά πειραματικό αλλά στην ουσία του πλήρως σκεπτόμενο εγχείρημα, δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερους συνοδοιπόρους από αυτά τα τέσσερα απολαυστικά πλάσματα που σαρώνουν τη σκηνή.
Όλοι τους εξαιρετικοί, όλοι τους αφοσιωμένοι στους χαρακτήρες που υποδύονται, πάντοτε εντός ρόλου ακόμα κι όταν φαίνεται πως αυτοσχεδιάζουν, τολμούν να συγκρουστούν με προκαταλήψεις, να δοκιμάσουν τις σωματικές τους αντοχές και να βουλιάξουν χωρίς φιάλες οξυγόνου σε αυτό το σύμπαν συναισθηματικής και ηθικής άπνοιας, σε μια κοινωνία με ελάχιστη άνωση που τους παρασύρει στον πάτο, όσα μίλια μακριά κι αν απέχει. Είναι απολαυστική στον έλεγχο του μέτρου και στην υπερβολή της η Ελένη Κουλογιάννη, με νότες ρεαλισμού εντός της κωμικής ακρότητας που συναρπάζουν, ιδιαίτερα όταν υποδύεται τη μάνα στον πρόλογο του έργου.
Ο επιβλητικός Κωνσταντίνος Πλεμμένος ως μαέστρος όλων, αντιλαμβάνεται εις βάθος τον συγκρουσιακό με τον ίδιο του τον εαυτό χαρακτήρα του πρωτεργάτη σκανδαλολόγου που όμως μας θυμίζει διαρκώς πως έχει δύο παιδιά αλλά και που θέλει να μπει στη λίγκα των μεγάλων δημοσιογράφων της σποράς του Πρετεντέρη. Δύσκολο να περιγράψει κανείς με λέξεις την αλλόκοτη -σαν στοιχειό- παρουσία του Γιώργου Κατσή επί σκηνής, ο οποίος μοιάζει με τελώνιο και μαζί με πλάσμα από ταινία του Τιμ Μπάρτον, την ίδια στιγμή που καταφέρνει να περάσει όλες αυτές τις νύξεις μοναξιάς, αυτοσαρκασμού και απελπιστικής δίψας να ξεχωρίσει.
Και φυσικά, έχουμε και τον υπέροχο Νίκο Γιαλελή, να κρατάει με την ερμηνεία του τα μπόσικα σε όλο αυτό το ξέσπασμα, προσηλωμένος σε έναν Κωνσταντίνο Χεληδόνη που αναδίδει την απογοήτευση και την αποτυχία μιας ζωής μέσα στο βλέμμα και στο πάντοτε ευγενικό χαμόγελό του, πράος, συγκροτημένος και σπαρακτικός.
• Θέατρο Μπέλλος – Κέκροπος 1, Πλάκα
Παραστάσεις: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:15