to top

Είδαμε την παράσταση | Ματωμένος γάμος

Είδαμε την παράσταση | Ματωμένος γάμος

“Ματωμένος γάμος” του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, μετάφραση: Νίκος Γκάτσος, σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης, πρωταγωνιστούν: Μαρία Τζομπανάκη, Μαρία Χάνου, Νίκος Πουρσανίδης, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Γιάννης Καλατζόπουλος, Χριστίνα Τσάφου, Μαριάννα Πολυχρονίδη, Κώστας Βασαρδάνης, Ισιδώρα Δωροπούλου, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Κώστας Κοράκης, Ιφιγένεια Μακρή, Άννα Φιλιππάκη.

Δύο ερωτευμένοι άντρες, μια διχασμένη κοπέλα, μια μάνα που είναι πρόθυμη να φωτίσει με τον γάμο του γιου της το σκοτάδι της απώλειας, μια βεντέτα που κυλάει μέσα στα χρόνια και μια ανείπωτη κατάρα που στοιχειώνει δυο φαμίλιες δένουν την τραγωδία του Λόρκα που μπορεί να γράφτηκε στην Ισπανία του 1932, όμως παραμένει διαχρονικά σύγχρονη και οικουμενική, ενώ ειδικά για εμάς στην Ελλάδα φαντάζει γέννημα της ντόπιας γης.

 

 

Αυτήν ακριβώς τη διαχρονικότητα αλλά και τον οικείο χαρακτήρα της ιστορίας που εν πολλοίς θα μπορούσε να διαδραματίζεται στην Κρήτη, αποφάσισε να αναδείξει στη σκηνοθεσία του ο Νικορέστης Χανιωτάκης, μένοντας όμως απόλυτα πιστός στο κείμενο και εκμεταλλευόμενος την εμβληματική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου. Χωρίς αχρείαστες παρεμβάσεις και με πλήρη σεβασμό στο πρωτότυπο, η νέα παραγωγή του “Ματωμένου γάμου” που έκανε πρεμιέρα στο Κατράκειο για να ταξιδέψει μετά στα θέατρα της χώρας, αποτελεί μια τίμια και φιλόδοξη εκδοχή, που χωρίς να εκτροχιάζεται από τις ρίζες της προσθέτει συνάμα μια φρέσκια ματιά, την ίδια στιγμή που συγκεντρώνει επί σκηνής μια πληθώρα ταλέντου υποκριτικού και άλλου.

Είναι εμφανές μέσα σε όλο αυτό πως ο Χανιωτάκης “διάβασε” στο ανέβασμά του τον “Ματωμένο γάμο” ως αρχαία τραγωδία, τοποθετώντας τους ηθοποιούς του σε κυκλική διάταξη -ακολουθώντας νοητά και το κυκλικό σχήμα της πλειοψηφίας των θερινών σκηνών- και χρίζοντάς τους μέλη του χορού και θεατές συνάμα, καθώς παρακολουθούν και εκείνοι τη δράση που εκτυλίσσεται μπροστά τους, ενώ παράλληλα συμμετέχουν είτε ως πλήθος, είτε ως μέρος του σκηνικού, πολλές φορές δε χορευτικά και μουσικά.

Η μουσική και τα τραγούδια άλλωστε που έγραψε ειδικά για την παράσταση ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, καταλαμβάνουν κεντρική θέση στη θεατρική αφήγηση, προσθέτοντας έναν λειτουργικό τόνο σαν από μιούζικαλ που εντείνει τη συναισθηματική φόρτιση, εντάσσοντας ταυτόχρονα και τους ήχους ως μέρη των διαλόγων -είναι αλήθεια πως το βίαιο χτύπημα από το καμουτσίκι του Λεονάρδο επάνω στην μπότα του σε στοιχειώνει, όπως επίσης και ο ήχος της καρδιάς που αργοσβήνει στο φινάλε.

Δεν μπορείς να μην προσέξεις και την ονειρική διάθεση σε συγκεκριμένα σημεία της παράστασης, ειδικά στη σκηνή με το φεγγάρι, που διαχρονικά έχει αποδειχθεί ως εξαιρετικά δύσκολη σε οποιοδήποτε σύγχρονο ανέβασμα του έργου. Με μεγάλο της ατού τον Κώστα Βασαρδάνη, ο οποίος μεταλλάσσεται σε πλάσμα αλλόκοσμο, πνεύμα και ξωτικό μαζί, η σύλληψη της σεκάνς στο δάσος πάλλεται από ρυθμό μαγικό και μυσταγωγία, μετατρέποντας τα μέλη του χορού σε δέντρα που λικνίζονται από το νυχτερινό αγέρι.

Προσωπικά, πάντως, θα ήθελα οι υπεύθυνοι του Κατράκειου να είχαν φροντίσει να χαμηλώσουν κάπως τον φωτισμό πέριξ του θεάτρου, καθώς ήταν πολύ δυνατός και έκλεβε από τη μαγεία της στιγμής. Απλά το λέω…

Το νεύρο της παράστασης και τις άξιες προθέσεις της φέρνουν εις πέραν στο σύνολό τους οι πολύ καλοί ηθοποιοί που επωμίζονται αυτό το δύσκολο καθήκον. Μίλησα ήδη για τον Κώστα Βασαρδάνη, όπως πρέπει να σταθώ στη Μαρία Χάνου στον ρόλο της νύφης και στη Μαριάννα Πολυχρονίδη, η οποία υποδύεται την εξαδέλφη της και γυναίκα του Λεονάρδο, που αμφότερες έχουν την πυγμή, τη φωνή και το συναίσθημα ώστε να καταλάβουν την έκταση που απαιτείται επάνω στη σκηνή.

Τρυφερός και συντετριμμένος ο γαμπρός του Κωνσταντίνου Ασπιώτη, σαν αθώο παιδί που ενηλικιώνεται βίαια, ενώ ο Νίκος Πουρσανίδης αποδίδει έναν απειλητικό και τραγικό Λεονάρδο που εύκολα κλέβει τις εντυπώσεις. Συνδετικός κρίκος του δράματος φυσικά η μάνα της Μαρίας Τζομπανάκη, που έχει την εμπειρία, τις αποχρώσεις στη φωνή και το ειδικό βάρος που της προσφέρουν απλόχερα τα πολύχρονα βιώματά της.

Κλείνοντας, θέλω να σταθώ στο σκηνικό της Αρετής Μουστάκα, που πολύ πριν ξεκινήσει η παράσταση σε υποδέχεται βουβό και επιβλητικό, σαν ένα τεράστιο κομμάτι μάρμαρο που γέννησαν τα νταμάρια ολόγυρα, εκκλησιά μαζί και τάφος, ολόλευκο και αγνό, προτού το ποτίσει αργότερα το αίμα.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following