to top

Είδαμε την παράσταση | Μαντάμ Μποβαρί

Είδαμε την παράσταση | Μαντάμ Μποβαρί

Μαντάμ Μποβαρί, εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του Γκυστάβ Φλωμπέρ, κείμενο-διασκευή: Έλσα Ανδριανού, σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ, πρωταγωνιστούν: Πέγκυ Τρικαλιώτη, Κώστας Βασαρδάνης, Ανδρέας Νάτσιος, Πάρις Θωμόπουλος, Γιάννης Εγγλέζος.

Η αυτοκαταστροφική πορεία της Έμμας, μιας νεαρής γυναίκας που παλεύει να δώσει νόημα στη ζωή της με περιττά λούσα και επώδυνους έρωτες, θέλοντας να ξεφύγει από την ασημαντότητα της επαρχίας και του γάμου της με τον χήρο γιατρό Σαρλ Μποβαρί.

 

 

Επαναστατικό, ρηξικέλευθο και εν πολλοίς προσβλητικό, το μυθιστόρημα του Φλωμπέρ είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων στα σαλόνια της καλής κοινωνίας όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1857. Μολονότι αθωώθηκε τελικά, ο ίδιος ο Φλωμπέρ είχε κατηγορηθεί για προσβολή της δημοσίας αιδούς, καθώς μάλιστα υπεράσπιζε με σθένος το δημιούργημά του, έτσι μάλιστα όπως δηλώνεται από τη φερόμενη ως δήλωσή του “Η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ”.

Κόντρα στον ρομαντισμό της εποχής, ο συγγραφέας επιλέγει τον ρεαλισμό και μάλιστα προτάσσοντας μια γυναίκα που επαναστατεί -ακόμα και χωρίς λόγο- στην επιβεβλημένη της ζωή, για να διεκδικήσει τη χίμαιρα που νόμιζε πως θα της χαρίσει την ευτυχία. Αναζητώντας διέξοδο -σαν εθισμένη- στα λούσα και στους φευγαλέους έρωτες, η Έμμα Μποβαρί τσαλαπατά την αγάπη και τον σεβασμό του συζύγου της γι’ αυτήν, διψασμένη για μια ανύπαρκτη λήθη και οξύνοντας διαρκώς τις γωνίες της ψυχής της έως ότου αποξενώνεται από την ίδια της την πραγματικότητα, για να καταλήξει μια γυναίκα άγνωστη ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό.

Κι όμως, σε όλο αυτό το αυτοκαταστροφικό ταξίδι, η Μαντάμ Μποβαρί δεν έπαψε ποτέ να ελπίζει πως θα επέλθει η ισορροπία για την οποία τόσο δίψαγε, ακόμα κι αν με κάθε πράξη της βυθιζόταν περισσότερο στο έρεβος.

Σπουδαία η δουλειά που έχει κάνει η Λίλλυ Μελεμέ στη νέα παράσταση του θεάτρου Αποθήκη, έχοντας την αρωγή του επίσης σπουδαίου κειμένου της Έλσας Ανδριανού που αποδίδει θεατρική ροή, δύναμη και κορυφώσεις στις σελίδες του μυθιστορήματος, με το τελικό αποτέλεσμα να ξεχωρίζει ως αυτόνομο θεατρικό επίτευγμα.

Εκεί όμως που αξίζουν συγχαρητήρια στη σκηνοθέτιδα είναι ο τρόπος που ξαναδιαβάζει το κείμενο ως κραυγή για σωτηρία αυτής της γυναίκας που αντιπαλεύεται για χρόνια τους δαίμονές της και το κοινωνικό status quo. Αντί να παρασυρθεί από τον ρομαντισμό και την “ευγένεια” της περιόδου (που ούτως ή άλλως ακυρώνονται από την ίδια την οπτική του συγγραφέα) επιλέγει μια εξπρεσιονιστική έκφραση που συνταράσσει, λες και ανοίγονται επάνω στη σκηνή τα σώψυχα της ηρωίδας, μίλια μακριά από την ενδεχόμενη μη-μου-άπτου συμπεριφορά της.

Η μαντάμ Μποβαρί στη σκηνή του Αποθήκη ξεσκίζει την ίδια της την ύπαρξη, τσαλακώνεται, σέρνεται στο πάτωμα, ένα με τον πόνο που την κατακαίει άσβεστος, μαζί με τη δίψα για την άπιαστη ευτυχία.

Ποια καλύτερη να ερμηνεύσει αυτή την πολυσχιδή και εσωτερικής αντιπαλότητας γυναίκα από την Πέγκυ Τρικαλιώτη που ξεχύνεται συγκλονιστική στη σκηνή, από την αρχή σχεδόν μέχρι το τέλος, σε ένα γεμάτο δίωρο απόγνωσης, ψυχικού και σωματικού κάματου. Με φωνή που πάλλεται με τη δυναμική συμφωνικής ορχήστρας, άλλοτε τρεμάμενη σαν θρόισμα φύλλου κι άλλες φορές σαν απεγνωσμένο σάλπισμα πολέμου και με κινησιολογικούς υπαινιγμούς ακρίβειας μπαλέτου, η σπουδαία ηθοποιός καταθέτει (κυριολεκτικά) ψυχή και σώμα σε μια ανεπανάληπτης ευθύτητας και εκφραστικού χρονισμού Μποβαρί.

Πολύ απλά, δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από επάνω της, ακόμα κι όταν στέκει κάπου βουβή. Χαμηλών τόνων και ουσιαστικά ευγενής μέσα στην αφελή καλοσύνη του ο Σαρλ Μποβαρί όπως τον υποδύεται με συναισθηματική συνέπεια ο Κώστας Βασαρδάνης, τραγικός σύζυγος και αμέτοχος μάρτυρας των εξελίξεων προς την καταστροφή. Αγέρωχος, επιβλητικός και με φωνητικό εκτόπισμα ο Πάρις Θωμόπουλος, υποδύεται με μαεστρία έναν σαγηνευτικά νάρκισσο Μπουλανζέ, σε αντίστιξη με τον εφηβικά αθώο και ερωτευμένο Λεόν του Γιάννη Εγγλέζου, που επενδύει στη γλυκύτητα της ομιλίας και στο καθάρια σπινθηροβόλο βλέμμα του που σε διαπερνά. Βγαλμένος από τα έγκατα της εποχής και της γαλλικής επαρχίας ο φαρμακοποιός του Ανδρέα Νάτσιου, με μια ερμηνεία που κλείνει το μάτι στον Φέιγκιν του Ντίκενς.

Εύσημα στη διδασκαλία κίνησης της Κικής Μπάκα που χορογραφεί σχεδόν κάθε εικόνα και στα γεμάτα ροή και συγκινησιακή αισθητική σκηνικά της Νατάσσας Παπαστεργίου, τα οποία μαζί με τους φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα και τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα πλάθουν εικόνες σαν αποτύπωμα ψυχής.

Η δε μουσική της Ειρήνης Σκυλακάκη γράφει βαθιά στο ασυνείδητο ως αλλόκοσμο χορικό. Υπέροχη η σύνδεση της πρώτης με την τελευταία σκηνή, σε ένα φινάλε που φέρνει ακούσια δάκρυα.

• Αποθήκη – Σαρρή 40, Ψυρρή
Παραστάσεις: Δευτέρα στις 20:00, Σάββατο στις 17:30, Κυριακή στις 21:00.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

Invalid username, no pictures, or instagram servers not found
Invalid username, no pictures, or instagram servers not found