to top

Είδαμε την παράσταση | Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον

Είδαμε την παράσταση | Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον

“Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον”, κείμενο-σκηνοθεσία: Βαλέρια Δημητριάδου, πρωταγωνιστούν: Αθηνά Αλεξοπούλου, Βαγγέλης Αμπατζής, Παναγιώτης Γαβρέλας, Κωνσταντίνος Κάππας, Μαρία Κατσανδρή, Χρύσα Κοτταράκου, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Μαρία Προϊστάκη, Αθηνά Σακαλή, Θανάσης Χαλκιάς, Σπύρος Χατζηαγγελάκης.

Ένα αγόρι γνωρίζει ένα κορίτσι στο μπαρ ενός σινεμά. Το αγόρι ερωτεύεται το κορίτσι αλλά και το κορίτσι σιγά-σιγά ερωτεύεται το αγόρι. Το κορίτσι είναι ευτυχισμένο. Το αγόρι κάνει δώρο στο κορίτσι ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Το κορίτσι είναι ενθουσιασμένο. Το αγόρι πασάρει το κορίτσι σε έναν οίκο ανοχής. Το κορίτσι ζει πλέον στον “Παράδεισο”.

 

 

Σύγχρονο έργο, με ορμή και σκηνική δύναμη, το “Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον” είναι ένα ταξίδι στην κόλαση και μαζί καθρέφτης μιας κοινωνίας που σαπίζει κάτω από τη μύτη μας. Αυτό που ξενίζει ευχάριστα είναι πως παρά τη σκοτεινιά και τη βία του θέματος με το οποίο καταπιάνεται, το έργο δεν καταφεύγει ποτέ στη χυδαιότητα ή τον επιτηδευμένο εκμαυλισμό για να σοκάρει ντε και καλά, ίσα-ίσα που αφήνεται σε διαδρομές ποιητικές που αποπνέουν έναν αφελή ρομαντισμό, αποστασιοποιημένα μελό μεν, βαθιά συγκινητικό δε.

Εντυπωσιάζει λοιπόν το συγγραφικό ντεμπούτο της Βαλέριας Δημητριάδου, η οποία μετατρέπει την παράσταση σε υπόθεση πολύ προσωπική αφού αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία αλλά και τη μουσική. Άλλωστε, το κείμενο είναι που με τη φόρμα του καθοδηγεί και τη σκηνοθεσία, συνδυάζοντας διαλόγους με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ενισχύοντας έτσι την τραγική ειρωνεία. Πρωτίστως όμως είναι η ιστορία πίσω από το κείμενο που σε γραπώνει, πολυπρόσωπη, γεμάτη ανατροπές και αγωνία.

Ας ξεκαθαρίσω μάλιστα κάτι στο σημείο αυτό, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Επειδή παντού γράφεται πως το “Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον” καταπιάνεται με το θέμα της διεθνούς σωματεμπορίας, μην έχετε την εντύπωση ότι θα παρακολουθήσετε κανένα μανιφέστο ή μια παράσταση τύπου ντοκυμανταίρ. Έχει ίντριγκα η ιστορία, είναι ανθρωποκεντρική, εξελίσσεται συναρπαστικά, προσθέτει σταδιακά νέα πρόσωπα στο δράμα, ενώ κλιμακώνεται με αγωνία που σου σφίγγει το στομάχι.

Μπορεί να ακουστεί άσχετο, αλλά υπήρξαν στιγμές που σκεφτόμουν πως αυτή ακριβώς η ιστορία θα μπορούσε να αποτελέσει ιδανικό καμβά για μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία ή ακόμα καλύτερα μια μίνι-σειρά τριών επεισοδίων, έτσι όπως είναι διαμορφωμένη σε τρία διακριτά μέρη.

 

Να επιστρέψω όμως στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου, την οποία η σκηνοθεσία της Βαλέριας Δημητριάδου εκμεταλλεύεται από άκρη σε άκρη, κατακερματίζοντάς την στους διαφορετικούς τόπους δράσης. Ταυτόχρονα, τη γεμίζει διαρκώς σχεδόν με όλους τους ηθοποιούς, οι οποίοι είτε συνεχίζουν σιωπηλά τη δράση της προηγούμενης δικής τους σκηνής, είτε παίζουν μουσική, είτε περιμένουν την ώρα που θα βγουν μπροστά. Αυτός ο τρόπος που επιλέγει να μεταφέρει τα παρασκήνια στο προσκήνιο ενισχύει την αίσθηση της συνέργειας του συνόλου αλλά κατά έναν παράξενο τρόπο και τον συσχετισμό μεταξύ των ηρώων, όπως προκύπτει και από την εξέλιξη της ιστορίας.

Λιτή αλλά και όσο λεπτομερής χρειάζεται, η σκηνογραφία της Δήμητρας Λιάκουρα (η ίδια υπογράφει και τα κοστούμια της παράστασης) εξυπηρετεί αυτόν τον κατακερματισμό της σκηνής σε πολλούς διαφορετικούς τόπους δράσης, με την αρωγή των ατμοσφαιρικών φωτισμών της Μελίνας Μάσχα. Δεδομένης ιδιαίτερα της ταχύτητας στην αφήγηση είναι πολύ σημαντική η συμβολή τους στις απανωτές εναλλαγές των σκηνών.

Λειτουργική και καλοκουρδισμένη η σκηνοθεσία της παράστασης (ίσως λίγο φορτωμένη σε κάποια σημεία), συνδυάζει τον ωμό ρεαλισμό της ιστορίας με αυτήν την ποιητικά αποστασιοποιημένη ματιά για την οποία μίλησα νωρίτερα. Θα επαναλάβω επίσης πως το κείμενο είναι που δίνει και τον σκηνοθετικό τόνο της παράστασης, με τις αφηγήσεις των ηρώων να δημιουργούν μια αίσθηση τετελεσμένου, λες και τους ζητήθηκε να σχολιάσουν όλα όσα έχουν γίνει και όλα όσα έπραξαν.

Υπό αυτό το πρίσμα, το “Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον” είναι έργο απαιτητικό ερμηνευτικά και κοπιαστικό για τους ηθοποιούς του, καθώς καλούνται να μένουν εντός ρόλου ακόμα κι όταν βγαίνουν εκτός τόπου και χρόνου δράσης. Όλοι τους πρωταγωνιστές αλλά και συνεργοί σε έργο συνόλου, αποδίδουν ο καθένας διακριτά τον χαρακτήρα που υποδύονται.

 

Με αλφαβητική σειρά λοιπόν, θα ξεκινήσω από τη “δουλεμένη” τσατσά του “Παραδείσου”, την Αθηνά Αλεξοπούλου, σκληρή, απειλητική αλλά με εσωτερικές αντιφάσεις σαν μνήμες των δικών της πληγών. Συγκλονιστικός ο Βαγγέλης Αμπατζής σε ρόλο βουβό, βαθιά τραγικός σε όσα γνωρίζει αλλά δεν μπορεί να ξεστομίσει, όπως και ο Παναγιώτης Γαβρέλας, το καλό παιδί που τάζει τον παράδεισο στο κορίτσι που ερωτεύεται και που στο τέλος της τον προσφέρει, σε συσκευασία μπορντέλου. Ρομαντικός και τρυφερός στην αρχή, αποκαλύπτει το ψυχρό τέρας που κρύβει μέσα του, παραμένοντας αξιοθαύμαστα πράος και ευγενής, αλλά πλέον βαθύτατα απειλητικός. Μορφή εξαθλιωμένης εξουσίας, ο Κωνσταντίνος Κάππας κινείται με άνεση και αναίδεια στον ρόλο του, ενώ η μάνα τής υπέροχης Μαρίας Κατσανδρή ξεχειλίζει από συναίσθημα, τραγική άγνοια και μάταιη ελπίδα.

Από τα σύννεφα που πετά, κουλουριάζει το κορμάκι της στον καναπέ, περιμένοντας μάταια τα νέα που δεν θα φτάσουν ποτέ, διατηρώντας άσβεστη στο βλέμμα της την αγάπη που πηγάζει αστείρευτη από το μέσα της. Γλυκύτατη, τραυματισμένη αλλά αποφασισμένη να προχωρήσει μπροστά γλείφοντας τις πληγές της, η Χρύσα Κοτταράκου σού σπαράζει την καρδιά με τα τελευταία της λόγια, βγαλμένος λες από ταινία του Μάικ Λη ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης, παίζει με αξιοζήλευτη ειλικρίνεια και ανθρωπιά, ενώ η Μαρία Προϊστάκη προσφέρει ορμή και πόνο στην ευαισθησία της που κάποιοι πέταξαν στα σκουπίδια. Αφοσιωμένη στις εσωτερικές και εμφανισιακές διακυμάνσεις του ρόλου, η Αθηνά Σακαλή είναι η Χλόη που από το μπαρ του οικογενειακού κινηματογράφου της βρίσκεται στον “Παράδεισο” της κόλασης.

Κουβαλώντας στους εύθραυστους ώμους της την ιστορία του έργου, αναζητά μέσα της αυτό που υπήρξε κόντρα σε αυτό που έγινε δια της βίας, με λεπτές διακυμάνσεις στις φωνητικές της αποχρώσεις και φροντίδα στην κινησιολογία που ακολουθεί τις επιταγές της νέας της δουλειάς, χωρίς όμως να ξεχνά το ευαίσθητο κορίτσι που υπήρξε κάποτε. Με το μακιγιάζ και το χτένισμα της παράστασης, κάτω από τα φώτα της σκηνής, μου θύμιζε αλλόκοτα την Τζέσικα Τσαστέην. Συνεπής και ταυτισμένος με τον ορθώς μονοδιάστατο ρόλο του νταβατζή και διευθυντή του “Παραδείσου”, ο Θανάσης Χαλκιάς προσδίδει την αληθοφάνεια και την αφτιασίδωτη σκληρότητα που χρειάζονται.

Τέλος, ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης αναλαμβάνει επιβλητικά δράση στο τρίτο μέρος, με σκηνικό εκτόπισμα και ερμηνευτική σεμνότητα που τον κατευθύνουν στην κίνηση, στο βλέμμα του, το οποίο διατηρεί καθάριο μέσα σε όλη αυτήν τη βρωμιά που ξεχειλίζει από παντού, αλλά και στη φωνή του, που ίσως να είναι και η φωνή της δικής μας, αποκαμωμένης συνείδησης.

 

• Σύγχρονο Θέατρο – Ευμολπιδών 45, Γκάζι
Παραστάσεις: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00, Τετάρτη 17/5 στις 18:15, Τετάρτη 24/5 στις 21:00

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following