“Η βασίλισσα της ομορφιάς” του Μάρτιν ΜακΝτόνα, σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη, πρωταγωνιστούν: Σοφία Σεϊρλή, Αγορίτσα Οικονόμου, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Γιώργος Κατσής.
Στο μικρό χωριό του Λήναν στην Ιρλανδία, δυο γυναίκες μοιράζονται ένα παλιό σπίτι στις εσχατιές της εξοχής: η 70χρονη αυταρχική Μαγκ Φόλαν και η 40χρονη κόρη της η Μωρήν, η μοναδική που τη φροντίζει, με τις άλλες δύο αδελφές να έχουν ανοίξει τα δικά τους σπιτικά και να έχουν απομακρυνθεί οριστικά. Η σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στη μάνα και στην σκυθρωπή γεροντοκόρη κυμαίνεται από την ανοχή στο μίσος, με τη μία να κάνει ό,τι μπορεί για να σπάσει τα νεύρα της άλλης, σε ένα παιχνίδι εξουσίας παντελώς ανώφελο που ενδεχομένως να διακόπτει απλά την πλήξη της υγρής εξοχής και του ερημικού τοπίου. Η ξαφνική επιστροφή στο πατρικό του, από το Λονδίνο όπου εργάζεται, του γείτονα και νεανικού φλερτ της Μωρήν, του Πάτο Ντούλυ, ανατρέπει τραγικά τις ισορροπίες, καθώς η ελπίδα που η επίσκεψη αυτή προκαλεί στη Μωρήν, ξυπνά φθόνο και φόβο στην ψυχή της μητέρας της.
Με τη σφραγίδα ποιότητας της ομάδας Νάμα και του Θεάτρου Επί Κολωνώ, όπου έκανε αρχικά πρεμιέρα η παράσταση προτού μεταφερθεί με επιτυχία στο Σύγχρονο Θέατρο, η “Βασίλισσα της Ομορφιάς”, γραμμένη το 1996, είναι το πρώτο μέρος της “Τριλογίας του Λήναν”, την οποία συμπληρώνουν τα έργα “Ένα κρανίο στην Κονεμάρα” και “Η μοναχική Δύση”. Σπουδαίο έργο μα και αφόρητα σκληρό, ήταν αυτό που έκανε τον θεατρικό κόσμο να ασχοληθεί πολύ στα σοβαρά με τον νεαρότατο τότε συγγραφέα του. 26 χρονών την εποχή της πρεμιέρας της “Βασίλισσας” στο Γκάλγουέυ της Ιρλανδίας, ο Μάρτιν ΜακΝτόνα όχι μόνο ευτύχησε να το δει να παίζεται στην άλλη όχθη του Ατλαντικού (εκτός μα και εντός Μπρόντγουέυ) μα να κερδίζει και Τόνυ μόλις δύο χρόνια αργότερα. Πολυτάλαντος άνθρωπος ο ΜακΝτόνα δεν άργησε να περάσει και στον κινηματογράφο, γράφοντας και σκηνοθετώντας την “Αποστολή στην Μπρυζ”, τους “Επτά Ψυχοπαθείς” αλλά και τις “Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι”.
Γεννημένος στην Αγγλία από ιρλανδούς γονείς και με τα καλοκαίρια του να τα περνά στο Λήναν, ο ΜακΝτόνα γνωρίζει καλά αυτό το “πήγαινε-έλα” από την πατρική γη στην Αγγλία για δουλειά, τις ελπίδες αλλά και το ανάθεμα που αυτό γεννούσε. Με τις δυο αδελφές ήδη μακριά, η Μωρήν έχει μείνει πίσω, μόνη, με την αφόρητη γριά μάνα τους, της οποίας έχει καταντήσει δούλα, χωρίς ζωή, χωρίς ελπίδες, χωρίς “πήγαινε”… έστω και λίγο παρακάτω. Γι’ αυτό και η άφιξη του Πάτο Ντούλυ από την Αγγλία κάνει στη Μωρήν το μεγαλύτερο κακό: ξυπνά μέσα της την ελπίδα για διαφυγή, για ένα οριστικό “πήγαινε” χωρίς “έλα”.
Μέσα στο καταπονημένο από τον χρόνο και την ένδεια σπίτι των δύο γυναικών, όπως αποτυπώνει ρεαλιστικά, ατμοσφαιρικά και λειτουργικά το σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου, κάτω από τους υπέροχους φωτισμούς του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, νιώθεις όλη την υγρασία, τη μοναξιά και την απέλπιδα απομόνωση του Λήναν, που οδηγεί σταδιακά τις δυο αυτές γυναίκες στην τρέλα και στα άκρα. Έχοντας στα χέρια της ένα ξεχωριστής απόδοσης στα καθ’ ημάς κείμενο, δουλεμένο από κοινού από τους συντελεστές της παράστασης, η Ελένη Σκότη καθοδηγεί τους εξαιρετικούς ηθοποιούς της όχι σε μίμηση πράξεων ξενόφερτων, μα σε έναν απόλυτα οικείο ρεαλισμό, που όμως δεν προδίδει ποτέ τον τόπο της παράστασης ούτε την καταγωγή των ηρώων της.
Έτσι, η απόλυτη αρχόντισσα αυτής της οικογενειακής παρακμής, η Μαγκ Φόλαν της απλά υπέροχης Σοφίας Σεϊρλή, χωρίς να αποποιείται την “πατρίδα” της, αγγίζει στην εκφορά της και στο ύφος της τα όρια της “ελληνίδας” μάνας, σε εκδοχή εφιαλτική όμως και κακόβουλη. Είναι φορές που πιάνεις τον εαυτό σου να μην θέλει να πάρει το βλέμμα του επάνω από τη Σοφία Σεϊρλή, ακόμα κι όταν απλά στέκει ακροάτρια στην πολυθρόνα της, ίσως γιατί τότε είναι που προσέχεις όλες αυτές τις σπουδαίες λεπτομέρειες στην ερμηνεία της: το τρέμουλο στα χέρια, το πλατάγιασμα των χειλιών όταν μασουλάει το κριτσίνι, το αδιάφορο -και καλά- βλέμμα που ατενίζει το κενό, έως ότου να προσγειωθεί επάνω σου και να σου κόψει το αίμα. Με μια φωνή γεμάτη νάζι ακόμα κι όταν τα χείλη στάζουν δηλητήριο, η Μαγκ παραπαίει από την αθώα καλοσύνη στην αφέλεια της γεροντικής άνοιας μόνο και μόνο για να κρύψει τις πραγματικές προθέσεις της.
Η Μαγκ είναι ο θύτης μα και το θύμα αυτής της καταραμένης σχέσης με την κόρη της, την γεροντοκόρη παρθένα Μωρήν, στην οποία η Αγορίτσα Οικονόμου προσδίδει μια ευλογημένη εσωτερικότητα, καθώς νιώθεις το είναι της να πάλλεται ανά πάσα στιγμή κόντρα σε όλα όσα λέει με το στόμα ή πράττει με το σώμα της. Με ένα βλέμμα θολό από την απελπισία και την κούραση και μια φωνή που μονίμως είναι έτοιμη για καυγά, η Μωρήν της Αγορίτσας Οικονόμου πάλλεται στις λέξεις του κειμένου, κάνει τη σκηνή δική της ολόκληρη και ανταλλάσσει κεραυνούς στις σκηνές με τη μάνα της, που θα ήθελες να μην τελειώσουν ποτέ, κι ας σφίγγεται το στομάχι σου όσο τις παρακολουθείς, κι ας δαγκώνεις τα χείλη, καθώς μονίμως φοβάσαι πως θα συμβεί το χειρότερο. Κι όμως, αυτό το θολό αγρίμι γίνεται φοβισμένο παιδί στην αγκαλιά του Πάτο Ντούλυ, όπως τον ερμηνεύει με μέτρο και με αίσθηση ασφάλειας ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, με στήσιμο, φωνή και συναίσθημα που μοιάζουν να γεννήθηκαν στα χωράφια της Ιρλανδίας.
Με μάτια καθάρια, φωνή αμήχανη μα προθέσεων ειλικρινών, ο Πάτο φέρνει τη γαλήνη στην Μωρήν αλλά και σε εμάς που τον παρακολουθούμε, καθώς η παρουσία του χαμηλώνει τους ρυθμούς της καρδιάς και της ανάσας, ηρεμεί το πνεύμα και την ψυχή και γεννά, έστω και για λίγο, μιαν ελπίδα διαφυγής. Κι όσο ο Πάτο του Ιωσήφ Ιωσηφίδη φέρνει την πολυπόθητη ηρεμία, τόσο ο αδελφός του ο Ρέυ, κουβαλά το χάος. Με μια ερμηνεία θορυβώδη, εκρηκτική αλλά μετρημένη στην ανάσα και στις συλλαβές, ώστε να ξερνά απόγνωση και όχι υπερβολή, ο Γιώργος Κατσής μεταμορφώνεται στον χτυπημένο από την ανία του τίποτα Ρέυ, που μιλάει πολύ, βρίζει πολύ, ειρωνεύεται πολύ και που εν τέλει κινεί τα νήματα του δράματος που έρχεται, ακόμη και χωρίς να το ξέρει.
Δύσκολος ρόλος ο Ρέυ, φαινομενικά αστείος, ποτέ του γελοίος ή υπερβολικός, κουβαλά μια αέναη εφηβική οργή που εν τέλει μεταφράζεται σε αυτόν τον μοιραίο ωχαδερφισμό που καταστρέφει τα πάντα.
Γραμμένη και σκηνοθετημένη με ακρίβεια αντίστροφης μέτρησης ενός ωρολογιακού μηχανισμού, η “Βασίλισσα της Ομορφιάς” επιβάλλει τον ρυθμό της στην ανάσα του θεατή, καθοδηγώντας συναισθήματα, χωρίς καλούς ή κακούς, χωρίς σωστό ή λάθος, παρά μόνο με μια χούφτα απεγνωσμένων ανθρώπων που εν τέλει ποτέ τους δεν ήθελαν να είναι εκεί, μα αφού τελικά συναντήθηκαν μπορούσαν να διαλύσουν τις ζωές τους. Άλλωστε, τι καλύτερο είχαν να κάνουν;
• Σύγχρονο Θέατρο – Ευμολπιδών 45, Γκάζι
Παραστάσεις: Τετάρτη & Πέμπτη στις 21:15, Σάββατο & Κυριακή στις 18:15 (μέχρι 16/1)