to top

Είδαμε την παράσταση | Η τριλογία των Λήμαν Μπράδερς

Η τριλογία των Λήμαν Μπράδερς

“Η τριλογία των Λήμαν Μπράδερς”, βιογραφικό δράμα του Στέφανο Μασσίνι, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, με τους Μάκη Παπαδημητρίου, Αργύρη Ξάφη, Μιχάλη Οικονόμου.

Η ιστορία της οικονομικής αυτοκρατορίας των αδελφών Λήμαν, των γνωστών διεθνώς ως Λήμαν Μπράδερς, όπως ξεκίνησε το 1844 και όπως τελείωσε με την κατάρρευση του 2008. Η ιστορία ξεκινά με την άφιξη του πρώτου εκ των τριών αδελφών στις ΗΠΑ για να ξεκινήσει ένα μαγαζάκι με υφάσματα στην Αλαμπάμα. Ο Χεγιούμ, Χένρυ επί το αμερικανικότερον, πολύ σύντομα υποδέχεται τα άλλα δύο αδέλφια του που εγκατέλειψαν και αυτοί το εβραϊκό σπιτικό τους στη Βαυαρία για να ζήσουν το αμερικανικό όνειρο. Ο Μέντελ (Εμμάνουελ επί το αμερικανικότερον) και ο Μάγερ συμπληρώνουν ως κομμάτια ενός παζλ τη φιλοδοξία και το επιχειρηματικό πνεύμα του Χένρυ, ο οποίος αντιλαμβανόταν με τρομακτική ευκολία τις αλλαγές της αγοράς και ήταν πάντα έτοιμος να οικειοποιηθεί προς ίδιο οικονομικό συμφέρον τις νέες τάσεις που επέβαλε η εκάστοτε κατάσταση στην κοινωνία και την πολιτική. Ο δρόμος προς την κυριαρχία είχε ήδη ανοίξει.

 

 

Σύγχρονο έργο από κάθε άποψη, γραμμένο από Ιταλό συγγραφέα και δοκιμιογράφο, το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στη γαλλική πόλη Σαιντ Ετιέν, πριν από την πρεμιέρα του στο Μιλάνο το 2015, για να ακολουθήσουν το Εθνικό Θέατρο στο Λονδίνο και στη συνέχεια το Μπρόντγουέυ. Μεταφρασμένη σε 24 γλώσσες αλλά διασκευασμένη και σε μυθιστόρημα, η “Τριλογία των Λήμαν Μπράδερς” -έργο σε τρεις πράξεις, για τρεις ηθοποιούς- στο πρώτο της ελληνικό ανέβασμα από το Θέατρο του Νέου Κόσμου γιορτάζει άλλη μια φορά τον αριθμό 3, αφού φέτος ο ιδρυτής του και σκηνοθέτης της παράστασης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος συμπληρώνει τρεις δεκαετίες στη σκηνοθεσία.

Σε μια τριαδικότητα, επίσης, στηρίζεται όλο το εγχείρημα της επιτυχημένης αυτής παράστασης, με την “τριλογία” κείμενο-σκηνοθεσία-ερμηνείες να δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο επί σκηνής που συνεπαίρνει, πληροφορεί, ευαισθητοποιεί και εν τέλει συγκινεί βαθύτατα και ουσιαστικά, ολοκληρώνοντας την εμπειρία της παράστασης.

 

Ξεκινώντας από το κείμενο, δεν μπορείς παρά να του αναγνωρίσεις πως είναι συναρπαστικό. Κόντρα στο ερώτημα που στέκει σαν ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο “για ποιον λόγο με ενδιαφέρει ένα έργο που αφηγείται τη ζωή των ιδρυτών της Λήμαν Μπράδερς”, το κείμενο του Στέφανο Μασσίνι (στην εξαιρετικής ροής και απόδοσης μετάφραση της Κοραλίας Σωτηριάδου, με τη συνεργασία της Αγγελικής Κοκκώνη), όχι μόνο αποτελεί προϊόν εξαιρετικής έρευνας και πηγή ουσιαστικής πληροφόρησης, μα αποτελεί υπόδειγμα δραματουργίας, καθώς εναλλάσσεται από παράλληλους μονολόγους σε σκηνές πολλών προσώπων, εμβαθύνοντας σε χαρακτήρες, μακριά από αφορισμούς και εύκολες καταδίκες, κοιτάζοντας, πίσω από τις πράξεις, τον άνθρωπο έναντι των γεγονότων και των συνθηκών.

Με τις λέξεις να τοποθετούνται την κατάλληλη στιγμή και τις προτάσεις να έχουν ακριβώς την κατάλληλη διάρκεια ώστε να ρέουν σαν νερό και μαζί να πλάθουν εικόνες, μαζί με εκείνες τις απαραίτητες φραστικές επαναλήψεις που δίνουν το στίγμα του ανθρώπου και της στιγμής, ο Μασσίνι κατορθώνει το αδιανόητο: να σε κάνει να ταξιδέψεις στον χρόνο και να αντιληφθείς εις βάθος το πώς, το γιατί και το ποιος, μέσα από μια αφήγηση που ρέει σαν παραμύθι, την οποία όμως ο θεατής εκλαμβάνει ως best seller υπερπαραγωγή που εξελίσσεται μέσα στα χρόνια.

Και εδώ είναι που μας απασχολεί ο δεύτερος άξονας της παράστασης, αυτός της σκηνοθεσίας, με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο σε μια από τις πλέον ώριμες σκηνοθετικές του στιγμές. Αντιλαμβανόμενος πλήρως την “Τριλογία των Λήμαν Μπράδερς” ως έργο κειμένου πάνω από όλα, το κείμενο αφήνει μπροστάρη στην παράσταση, χωρίς ποτέ να παρεμβαίνει στη ροή του και χωρίς ποτέ να καθοδηγεί τους ηθοποιούς του υπεράνω των λέξεων.

 

Έχοντας επίγνωση του όγκου των πληροφοριών και του πλήθους των προσώπων που εμφανίζονται επί σκηνής από τους τρεις πρωταγωνιστές του, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος δεν φορτώνει με τίποτε περιττό τις ερμηνείες, αφήνοντας τους ήρωες κυρίαρχους επάνω στη σκηνή, να αφηγούνται ή να υποδύονται τους ρόλους τους, τοποθετημένοι όλοι με ερμηνευτική δεινότητα, πειθαρχία και σκηνική λιτότητα, ούτως ώστε η ιστορία και τα πρόσωπα να φτάνουν απρόσκοπτα μέχρι και την τελευταία θέση της τελευταίας σειράς.

Την ίδια στιγμή, κατανοώντας το μεγαλείο του θέματος και της ιστορίας, περιβάλλει τους ηθοποιούς του από έναν εντυπωσιακό μα εξίσου διακριτικό σκηνικό διάκοσμο (Ευαγγελία Θεριανού) που σε συνδυασμό με τις υπέροχης αισθητικής και λειτουργικότητας βιντεοπροβολές (Αποστόλης Κουτσιανικούλης) και τους ενεργά συγκινησιακούς φωτισμούς (Σάκης Μπιρμπίλης) μετατρέπεται σε έναν τέταρτο αφηγητή που μας δίνει έξτρα πληροφόρηση για τον τόπο, τον χρόνο, τη στιγμή και το συναίσθημα. Με τη σκηνή άλλες φορές να περιβάλλει σφιχτά και προστατευτικά σαν αγκαλιά τους ηθοποιούς και άλλες φορές να μοιάζει να επεκτείνεται στο άπειρο, όπως το σύμπαν που οι Λήμαν ήθελαν να κατακτήσουν, το έργο, οι λέξεις και τα πρόσωπα πάλλονται ολοζώντανα, σε ένα αέναο ταξίδι στις γενιές και την ιστορία μιας οικογένειας και μιας ολόκληρης χώρας.

 

Και φτάνουμε στο τρίτο μέρος αυτής της τριαδικότητας που δρα ως ο καθρέφτης όλων και την ίδια στιγμή ως ζωοποιός δύναμη της παράστασης: στις ερμηνείες. Σπάνια έχεις τη δυνατότητα να απολαύσεις τρεις τόσο καλούς ηθοποιούς, ταυτόχρονα και διαρκώς επάνω στη σκηνή, είτε ως σύνολο είτε μόνους ο ένας δίπλα στον άλλον -αλλά, προσέξτε, ποτέ χώρια- να αφηγούνται, να παίζουν, να μεταμορφώνονται, να πεθαίνουν και να επιστρέφουν στη θέση των παιδιών τους και των εγγονών τους και αργότερα να γίνονται ξανά ο εαυτός τους σε ένα ατέρμονο παιχνίδι λέξεων και σε μια αφήγηση που μοιάζει να μην γνωρίζει τα στεγανά του χρόνου.

Χωρίς να βγάλουν ποτέ τα κοστούμια (Κλαιρ Μπρέισγουελ) τα οποία φορούσαν όταν είχαν πρωτοφτάσει μετανάστες στην Αμερική στα μέσα του 19ου αιώνα, συνοδεία ζωντανής μουσικής (Θοδωρής Οικονόμου) από πιάνο, οι τρεις Λήμαν υποδύονται τους ρόλους τριών γενεών, με κάποιες λεπτές αποχρώσεις στη χροιά της φωνής και την τονικότητα, με κάποιες διακριτές αλλά διακριτικές κινήσεις (Σεσίλ Μικρούτσικου) χωρίς ποτέ όμως -κι αυτό είναι το καταπληκτικό- να χάσουν το ιδίωμα του κάθε ενός από τους τρεις αρχικούς ήρωες.

Έργο συνόλου καθώς είναι φυσικά, η “Τριλογία των Λήμαν Μπράδερς” δεν αφήνει χώρο για πρώτο, δεύτερο ή τρίτο ρόλο αφού και οι τρεις είναι πανταχού παρόντες, από την αρχή μέχρι το τέλος. Κι όσο προχωρά το έργο, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεσαι τα στοιχεία του κάθε ηθοποιού που ταυτίζονται με αυτά του ρόλου. Ο Μάκης Παπαδημητρίου έχει την αποφασιστικότητα του τολμηρού, αποφασιστικού και εν δυνάμει επικίνδυνα αδίστακτου Χένρυ, ο Αργύρης Ξάφης είναι ο bigger than life, φιλόδοξος και μόνιμα πεινασμένος για νέες κατακτήσεις Εμμάνουελ, με τον Μιχάλη Οικονόμου να διαχειρίζεται τη διπλωματία και επιμονή του Μάγερ, αυτού που μπορούσε με μαεστρία να συμβιβάσει το μυαλό (του Χένρυ) με τη δύναμη (του Εμμάνουελ). Εξαιρετικοί όλοι τους, ακροβατούν σε μονοπάτια επικίνδυνα και στιγμές αυτοσαρκασμού, για να βγουν νικητές έναντι απαιτητικών συναισθηματικών μεταπτώσεων, προκαλώντας ενδιαφέρον, ανησυχία, γέλιο και φέρνοντας δάκρυα στα μάτια.

 

• Θέατρο του Νέου Κόσμου – Θέατρο Ιλίσια – Παπαδιαμαντοπούλου 4, Ιλίσια

Παραστάσεις: Τετάρτη στις 19:00, Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή στις 21:15, Σάββατο & Κυριακή στις 18:00

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

Invalid username, no pictures, or instagram servers not found
Invalid username, no pictures, or instagram servers not found