“Η Τελευταία Απολογία του Νίκου Κοεμτζή” του Βαγγέλη Γέττου, σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Νικόλαος Μπαλαμώτης, πρωταγωνιστεί ο Μάρκος Γέττος, ακούγεται η φωνή του Δημήτρη Μηλιώτη.
Είναι μερικά εγκλήματα που για ακατανόητους λόγους έχουν καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο της κοινωνίας. Μπορεί να ξεχνιούνται μέσα στα χρόνια, αφού η κατ’ εξακολούθηση βία και ο χείμαρρος της ενημέρωσης φέρουν καθημερινά στο προσκήνιο εγκλήματα σύγχρονα, αποτρόπαια και μη, όμως ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες κάποιοι δολοφόνοι κατέκτησαν την ανεξίτηλη θέση τους στην ιστορία. Δεν είναι πως δικαιώθηκαν, όμως δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν. Ίσως, γιατί μπορεί να είναι πεθαμένοι, αλλά όχι νεκροί, όπως λέει και ο Νίκος Κοεμτζής στην παράσταση.
Το τριπλό φονικό στο κέντρο διασκέδασης “Η Νεράιδα της Αθήνας”, στη γωνία της Αγίου Μελετίου με την Ιωάννου Δροσοπούλου στην Κυψέλη το 1973, υπήρξε τεράστιο σοκ για το πανελλήνιο, ίσως επειδή με το αίμα του κηλίδωσε τον ιερό τόπο ανάπαυλας των νεοελλήνων, τα μπουζούκια. Ή επειδή κάτι τόσο βίαιο συντελέστηκε για μία τόσο ασήμαντον αφορμήν, ένα ζεϊμπέκικο, που ο αδελφός του Νίκου Κοεμτζή, ο Δημοσθένης, ζήτησε από την ορχήστρα για να το χορέψει μόνος του στην πίστα.
Ποιος θα περίμενε ότι οι “Βεργούλες” του Βαμβακάρη θα γίνονταν αιτία για ένα τέτοιο μακελειό; Αυτή η παραγγελιά ήταν που έφερε το κακό, αυτή η παραγγελιά ήταν που γέννησε την ομώνυμη, εμβληματική ταινία του Παύλου Τάσιου (σε μια σπάνια στιγμή που το συνήθως ασύνδετο με την πραγματικότητα ελληνικό σινεμά ανταποκρίθηκε σε κάτι σύγχρονο, με όλη την απαραίτητη λαϊκότητα που απαιτούσε το θέμα, χωρίς πειραματικούς διαλογισμούς), αυτή η παραγγελιά στοίχειωσε έκτοτε και την ίδια τη λέξη, που πλέον κουβαλάει μια σκιά πάνω της, σε κάθε άκουσμά της.
Αυτή η παραγγελιά έδωσε και την αφορμή στον συγγραφέα του έργου, τον Βαγγέλη Γέττο, όχι απλά να περιγράψει τα γεγονότα, αλλά να εμβαθύνει μέσω μιας ενδελεχούς έρευνας στην εποχή, τις συνθήκες, αλλά και στο υπόβαθρο και τον ψυχισμό του ήρωα που στέκει μόνος στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός και βγάζει τα σωθικά του στους θεατές που εκλιπαρεί να τον ακούσουν.
Καταδικασμένος για τον φόνο τριών θαμώνων του κέντρου (οι δύο τους ήταν αστυνομικοί) και τον τραυματισμό άλλων επτά, ο Νίκος Κοεμτζής καταδικάσθηκε τρις εις θάνατον και σε οκτάκις ισόβια, ποινή που εν τέλει μετατράπηκε το 1977 σε ισόβια. Με το όνομά του στιγματισμένο και ταυτόσημο του φονιά, αποφυλακίστηκε έπειτα από 23 χρόνια. Κατέληξε να πουλάει την αυτοβιογραφία του, με ιδιόχειρη αφιέρωση έξω από τα Δικαστήρια της Ευελπίδων και στο Μοναστηράκι της Κυριακές.
Εκεί, έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού, στο τραπεζάκι με τα βιβλία του, ήταν που έπαθε το μοιραίο έμφραγμα. Και είναι ακριβώς τότε, στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, σε αυτό εκεί το τραπεζάκι, που ο Νίκος Κοεμτζής μάς υποδέχεται επί σκηνής, δευτερόλεπτα μετά τον θάνατό του, για να μας ζητήσει να ακούσουμε την τελευταία του απολογία.
Ταξιδεύοντας μέσα στον χρόνο, από τα παιδικά του χρόνια, τη ζωή με τον πατέρα, τον εμφύλιο, τις πρώτες καταδίκες, τις φυλακές και ολόκληρη αυτή τη ζωή τη χαμένη μέσα στο τρέχον τίποτα που δεν οδηγούσε πουθενά, το κείμενο του Βαγγέλη Γέττου ακροβατεί με επιτυχία ανάμεσα στο docudrama και τη μυθοπλασία, προσδίδοντας φωνή στις σκέψεις και λογική στο παράλογο των πράξεων αυτού του ανθρώπου που είχε τσακωθεί με κάθε έννοια λογικής στη συμπεριφορά του. Όμως, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πως μέσα από αυτή την “Τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή” οι συνθήκες που οδήγησαν στο έγκλημα του τότε ανάγονται τρόπον τινά στις συνθήκες του σήμερα και στα εγκλήματα που πριμοδοτούν.
Προσεκτικά γραμμένο για να εξηγεί αλλά όχι να δικαιολογεί, το έργο ξετυλίγεται σαν ξέσπασμα της τελευταίας πνοής ενός ανθρώπου που, διαχρονικά πεθαμένος αλλά όχι νεκρός, μας περιμένει κάθε μέρα για να μας μιλήσει, να μας θυμίσει, να μας εξηγήσει και να ειρωνευθεί την άσβεστη δίψα που μας καθιστά εθελοντές θεατές και δικαστές του κακού. Αρκεί να μην αγγίζει εμάς.
Η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Νικόλαου Μπαλαμώτη, φαινομενικά λιτή αλλά πολυμορφικά κυματοειδής σαν ονειρόδραμα, πλάθει εικόνες αόρατες για κάθε περίοδο της αφήγησης που ζωντανεύουν στον νου, με τους ανθρώπους στη ζωή του Κοεμτζή να υπάρχουν σαν σκιές μέσα μας.
Χρησιμοποιώντας τις καλοβαλμένες λέξεις του κειμένου ως οδηγό, ξετυλίγει τα νήματα που κρατούν δέσμια την ψυχή αυτού του ανθρώπου με μέτρο και εκρήξεις και σιωπές, με την αρωγή της επίσης λιτής αλλά ουσιαστικά και ατμοσφαιρικά λειτουργικής καλλιτεχνικής διεύθυνσης της παράστασης. Οι φωτισμοί του Λάμπρου Παπούλια παίζουν με το φως και το σκοτάδι εντός του θεάτρου αλλά και εντός της ψυχής του ήρωα, η σκηνογραφία και η ενδυματολογία της Αλέγιας Παπαγεωργίου κινούνται στη σφαίρα του υπαρκτού και του ασυνείδητου, ενώ η μουσική του Δημήτρη Χατζηζήση είτε παφλάζει σαν κύμα που ξύνει απαλά την άμμο είτε σαν ρυθμικός υπαινιγμός που υπογραμμίζει -ακόμα και περιπαικτικά κάποιες στιγμές- συνθήκες και γεγονότα.
Βέβαια, στη σκηνή υπάρχει ο Μάρκος Γέττος που δίνει ψυχή και σώμα στην “Τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή” με μια ερμηνεία συνταρακτικά ελεγχόμενων ψυχικών ελιγμών, ενός ανθρώπου που θέλει απλά να τον ακούσουμε, ενός φονιά που μπορεί να έχει μετανιώσει για ό,τι έκανε αλλά που ποτέ δεν ζητάει συγχώρεση και ενός άνδρα που αποζητά τη συντροφιά μας μετά από χρόνια μοναξιάς και πόνου στο κελί.
Πεθαμένος αλλά όχι νεκρός, ο Νίκος Κοεμτζής του Μάρκου Γέττου μετουσιώνεται σε στοιχειό που καταλαμβάνει τις σκιές σε κάθε γωνιά του θεάτρου, σαν πνεύμα που αναζητά τη λύτρωση που ξέρει πως δεν θα βρει ποτέ. Τραγικά σιωπηλό το φινάλε, εντελώς μακριά από ό,τι ενδεχομένως περίμενα, φαίνεται να ολοκληρώνει τον κύκλο που όμως θα ανοίξει και πάλι αμέσως μετά.
• Θέατρο Σταθμός – Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο
Παραστάσεις: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00