to top

Είδαμε την παράσταση | Η μοναξιά της δύσης

Η μοναξιά της δύσης

“Η μοναξιά της δύσης” του Μάρτιν ΜακΝτόνα, μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου, σκηνοθεσία: Νίκος Κουρής, πρωταγωνιστούν: Νίκος Κουρής, Χρήστος Μαλάκης, Γιώργος Ηλιόπουλος, Δανάη Μιχαλάκη.

Μετά τον θάνατο του πατέρα τους από κάποιο ατύχημα με καραμπίνα, δυο αδέλφια, ο Κόλμαν και ο Βαλήν, μοιράζονται το πατρικό τους σπίτι σε ένα χωριό στις όχθες της λίμνης Κονεμάρα, κατασπαράσσοντας τις σάρκες τους για την καθημερινή τους διασκέδαση. Ο Βαλήν που φαίνεται πως έχει το πάνω χέρι, παραδόπιστος και αυταρχικός, νοιάζεται μόνο για τα εκκλησιαστικά αγαλματάκια που συλλέγει και για το “καλό” ουίσκυ που κρατά φυλαγμένο στο σπίτι. Από την άλλη, ο Κόλμαν, που ζει στην οικονομική σκιά του αδελφού του, πίνει στα κρυφά το “καλό” του ουίσκυ, ορμάει στα πατατάκια του και συχνάζει σε κηδείες για να τρώει τσάμπα λουκανικοπιτάκια και βωλοβάν.

Μάταια ο αλκοολικός πάτερ Γουέλς (του οποίου το όνομα κανείς δεν προφέρει σωστά) προσπαθεί να τους κάνει να μονιάσουν, μόνο και μόνο για να αποδείξει στον εαυτό του πως έκανε επιτέλους κάτι χρήσιμο για το ποίμνιό του, την ίδια στιγμή που η νεαρή Γκερλήν, κρυφό αντικείμενο του πόθου του Βαλήν, ερωτευμένη όμως η ίδια με τον πάτερ Γουέλς, δρα ως καταλύτης σε μια τελική, απρόσμενη μονομαχία των δύο αδελφών.

 

 

Από τον “Γυάλινο Κόσμο” στο θέατρο Εμπρός το 1998 όταν τον είχα δει για πρώτη φορά, στις παραστάσεις του “Αμόρε” και από εκεί στο “Καθαροί πια” σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή στις “Ροές” μέχρι και την πρόσφατη “Γίδα”, ο Νίκος Κουρής δεν δίστασε ποτέ να κονταροχτυπηθεί με ρόλους σκληρούς, αδυσώπητους θα έλεγε κανείς, με σθένος αξιοθαύμαστο και ταλέντο περίσσιο, χωρίς να αναλογιστεί ποτέ τα σωματικά και ψυχικά αποθέματα που απαιτούσαν. Πάντοτε αφοσιωμένος στην τέχνη του και απόλυτα συνεπής ως προς τις επιλογές του, φέτος αποφάσισε να κονταροχτυπηθεί με την εξίσου αδυσώπητη “Μοναξιά της δύσης”, μάλιστα όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά για πρώτη φορά και ως σκηνοθέτης.

Υψηλών απαιτήσεων και ριψοκίνδυνο ως προς τη διαχείρισή του, το θεατρικό του Μάρτιν ΜακΝτόνα είναι ένας αβυσσαλέος σπαραγμός ψυχών και σωμάτων, καθώς όλο και πιο βίαια ολοκληρώνει την τριλογία της Κονεμάρα, μετά τη “Βασίλισσα της ομορφιάς” και το “Ένα κρανίο στην Κονεμάρα”. Τοποθετημένα και τα τρία στο χωριό Λήναν της κομητείας του Γκάλγουέυ, τα τρία πρώτα έργα του ΜακΝτόνα βυθίζονται σε έναν αλύτρωτο μικρόκοσμο που αλληλοσπαράσσεται, με τον τόπο δράσης να μεταμορφώνεται σε μια αίθουσα ατέρμονης αναμονής προς την κόλαση. Αλληλένδετα ως προς τους ανθρώπους τους (στη “Μοναξιά της δύσης” γίνονται αναφορές σε πρόσωπα των δύο προηγούμενων έργων) και ντυμένα με την ίδια απελπισία, τα τρία θεατρικά μυρίζουν απόγνωση, βουτηγμένα στο αλκοόλ και την Καθολική Εκκλησία, με τους ήρωές τους να πνίγονται στην υγρασία, τη βία και τις ελπίδες χωρίς αντίκρισμα.

Στη Μοναξιά της δύσης ειδικότερα, η βίαιη κατάβαση στην άσπλαχνη και χωρίς ίχνος τύψεων βία, φαντάζει ως η μοναδική διέξοδος από ένα περιβάλλον που μοιάζει με βέβηλο τσίρκο του τρόμου.

Διατηρώντας στο ακέραιο τον βίαιο, χυδαίο και απελπισμένο λόγο του ΜακΝτόνα, χάρη στην ευφραδή μετάφραση της Λένιας Ζαφειροπούλου, ο Νίκος Κουρής επιλέγει σοφά νότες εξπρεσιονισμού στη σκηνοθεσία του, εξωτερικεύοντας με εσωτερική αγωνία την παράνοια του λόγου, των πράξεων και των συνθηκών. Από τις φλούο χρωματικές παρεμβάσεις στα κοστούμια (Ματίνα Μέγκλα) και την εφιαλτική μουσική (Θοδωρής Ρέγκλης) μέχρι τον γκροτέσκο Εσταυρωμένο στο σπίτι των Κόνορ και τον εφιαλτικό πίνακα με τον νεκρό σκύλο του Βαλήν (σκηνικά: Ολγα Μπρούμα), το άλογο κατεστημένο της βίας που κατατρώει τους ήρωες αποδίδεται με ήχο, εικόνα και λόγο δυνατό που φτάνει στη διαπασών της απελπισίας.

Ρίσκο επιτυχημένο αποτελεί η συνειδητή ρεαλιστική απεικόνιση των χαρακτήρων εν μέσω αυτού του σουρεαλιστικά βέβηλου τοπίου, με όλες τις απαραίτητες υπόνοιες χιούμορ και ειρωνείας, καθώς επιτρέπει στον Νίκο Κουρή να αποσπάσει πλήρους βάθους ερμηνείες τόσο από τον ίδιο όσο και από τους άξιους συνταξιδιώτες του. Οι τέσσερις ήρωες του έργου ακροβατούν μέσα σε αυτήν την παραμορφωμένη πραγματικότητα, άνθρωποι υπαρκτοί και συνάμα φιγούρες σε αυτό το αποτρόπαιο τσίρκο του τρόμου, ως η μοναδική διέξοδος στη σκηνοθετική ερμηνεία του Νίκου Κουρή να αντιληφθεί το παράλογο της βίας που κρύβεται στις ψυχές τους. Σοκάρει αυτή η αδιόρατη κόντρα, όπως σοκάρει το ίδιο το κείμενο που ασφυκτιά μέσα στα αδιέξοδα που θέτει στους ανθρώπους του.

 

Η Γκερλήν της Δανάης Μιχαλάκη που αρχικά εμφανίζεται ως σαχλή και παντελώς ασυνείδητη κοπελίτσα, εξελίσσεται σταδιακά σε χαρακτήρα μεγάλης εσωτερικής ωρίμανσης, με ερμηνευτικές διακυμάνσεις που συναρπάζουν, ειδικότερα στη σκηνή της λίμνης όταν δεν τολμά να πει ποτέ αυτά που νιώθει στον συντριπτικό πάτερ Γουέλς του Γιώργου Ηλιόπουλου.

Ο κατήφορος αυτού του αφοσιωμένου στον Θεό και στην απελπισία του άντρα ακολουθεί μια διαδρομή συναρπαστική και καταλυτική μέσα στον σπαραγμό της ερμηνείας του. Ο Χρήστος Μαλάκης είναι ένας επιβλητικά επικίνδυνος Κόνορ, με την κυνική αδιαφορία του να δίνει τη θέση της σε “αθώες” φάρσες που εξελίσσονται σε απειλή. Τον παρακολουθείς στη σκηνή και σταδιακά το αίμα σου παγώνει όσο συνειδητοποιείς πως κάθε λεπτό που περνά είναι έτοιμος για το χειρότερο.

Την ίδια στιγμή, ο Νίκος Κουρής στον ρόλο του αδελφού του, του Βαλήν, αντιδρά με εκδικητική απελπισία και συναισθηματική αναισθησία στα γεγονότα, τιμωρητικός, ημίτρελος και συντετριμμένος όταν χάνει τα πράγματα που αγαπά. Η τελική εικόνα με τη “μονομαχία” των δύο αδελφών σε αυτή τη μοναχική άγρια δύση είναι δοκιμασία για τα νεύρα του θεατή και τις αντοχές των δύο ηθοποιών εν μέσω ενός κυκλώνα συναισθηματικών μεταπτώσεων, οργισμένου ξεσπάσματος και ηθικής αναλγησίας. Απλά συγκλονιστικοί.

 

• Αθηνών – Βουκουρεστίου 10, Κέντρο
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 & 21:00, Κυριακή στις 18:00.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following