“Η μέρα της φούστας”, δραματουργική επεξεργασία-σκηνοθεσία: Ζωή Χατζηαντωνίου, από το σενάριο της ταινίας “La journée de la jupe” του Ζαν-Πωλ Λίλιενφελντ και από τη θεατρική διασκευή του Γενς Χίλγιε “Verrücktes Blut”, πρωταγωνιστούν: Θεοδώρα Τζήμου, Μαρία Αρζόγλου, Νατάσα Βλυσίδου, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Θάνος Κόνιαρης, Στέργιος Μικρούτσικος, Τίτος Πινακάς, Γιάννης Σανιδάς, Πάνος Χατσατριάν.
Η φιλόλογος ενός δημοσίου Λυκείου σε συνοικία που κατοικείται πρωτίστως από μετανάστες, έχει να αντιμετωπίσει καθημερινά την αδιαφορία, τη βία και την ασέβεια των μαθητών της. Τα επιθετικά ξεσπάσματα μεταξύ τους αλλά και εναντίον της κορυφώνονται ακόμα περισσότερο εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα λόγω της φούστας που επέλεξε να φορέσει, κάτι που στα μάτια πολλών μουσουλμάνων νεαρών αποτελούσε δείγμα πρόκλησης και ανηθικότητας.
Ενόσω μάταια προσπαθεί να αναλύσει το θεατρικό που είχε συμπεριλάβει στην ύλη της, συνειδητοποιεί πως ένας από τους μαθητές της οπλοφορεί, γεγονός που ξεχειλίζει το ποτήρι. Η Σόνια παίρνει το όπλο και μαζί του τον απόλυτο έλεγχο της τάξης, καθώς υπό την απειλή του πλέον εξαναγκάζει τα παιδιά να συμμετάσχουν στο μάθημα, σε μια διδασκαλία εκτός ύλης και ένα ξεκαθάρισμα εκκρεμοτήτων χωρίς καμία επιστροφή.
Εν αρχή ην η ταινία “La journée de la jupe” (“Η μέρα της φούστας”) σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ζαν-Πωλ Λίλιενφελντ, η οποία είχε κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2009. Παρ’ ό,τι ξεκίνησε συζητήσεις, άφησε καλές εντυπώσεις και χάρισε στην Ιζαμπέλ Ατζανί το Σεζάρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, εν γένει αντιμετωπίστηκε αδύναμα από την παραγωγή και από τη διανομή της.
Το γαλλογερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο Arte, αποφάσισε αμέσως μετά το Φεστιβάλ Βερολίνου να πραγματοποιήσει την Α’ Προβολή της ταινίας στην τηλεόραση, πριν από την κινηματογραφική της διανομή, ούτως ώστε να της δώσει την ευκαιρία να ακουστεί ευρύτερα προτού φτάσει στις αίθουσες. Αυτό που τους ανησυχούσε περισσότερο ήταν να καταστεί σαφές πως “Η μέρα της φούστας” ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από το παρόμοιας θεματολογίας “Ανάμεσα στους τοίχους” που είχε κάνει σαρωτική έξοδο στις αίθουσες λίγους μήνες νωρίτερα. Με αυτά και με εκείνα, η αμηχανία όλων των εμπλεκομένων μερών δεν έδωσε ποτέ στη “Φούστα” την κινηματογραφική ευκαιρία που ενδεχομένως της άξιζε.
Αν δεν με απατά η μνήμη μου, πλην φεστιβάλ, η ταινία δεν παίχτηκε ποτέ στους κινηματογράφους στην Ελλάδα, όπου κυκλοφόρησε κατ’ ευθείαν σε DVD με τον τίτλο “Κεκλεισμένων των θυρών”. Λίγο καιρό αργότερα, η γερμανική δημόσια τηλεόραση διασκευάζει τη “Μέρα της φούστας” σε τηλεοπτικό θεατρικό δια χειρός Γενς Χίλγιε, με τον τίτλο “Verrücktes Blut” (“Τρελό αίμα”), το οποίο στη συνέχεια όχι μόνο βρήκε τον δρόμο του προς το σανίδι, αλλά διακρίθηκε και ως έργο της χρονιάς το 2011.
Το αμάλγαμα όλων των παραπάνω επιρροών διυλίζει η Ζωή Χατζηαντωνίου στην εκρηκτική παράσταση που υπογράφει στο θέατρο Δίπυλον, με την ευλογημένη συμμετοχή της Θεοδώρας Τζήμου στον ρόλο της καθηγήτριας και μιας παρέας νέων ηθοποιών για τους οποίους μόνο τα καλύτερα μπορεί να πει κανείς.
Έργο προσωποκεντρικό, σαν αφιονισμένο one woman show και ταυτόχρονα συνόλου, με τον “χορό” των μαθητών να φωτίζεται από τον προβολέα που αναδεικνύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και συμπεριφορικά μοτίβα του καθενός, εντός και εκτός στερεοτυπικού πλαισίου, η “Μέρα της φούστας” αποκόπτεται από τον χώρο και τον χρόνο, σαν ένα πολυσυλλεκτικό σύμπαν ανθρώπων για τους οποίους η Γη δεν γυρίζει πια, τουλάχιστον έως ότου το συγκεκριμένο μάθημα φτάσει στο τέλος του. Παραληρηματικό το ξέσπασμα της απεγνωσμένης και απελπισμένης καθηγήτριας που μολονότι υποκύπτει στη βία των γύρω της, επιμένει να διδάσκει τις αρχές του Διαφωτισμού, της Αναγέννησης και του αρχαίου κάλλους, προσφέροντας διέξοδο από το τέλμα της απομόνωσης, του γκέτο και του θρησκοληπτικού και πολιτικού σκοταδισμού.
Μαζί με το περίστροφο που κρατάει στο χέρι, κραδαίνει σαν δεύτερο όπλο και τους “Ληστές” του Φρήντριχ Σίλερ, τους οποίος διδάσκει μέσα σε όλο αυτό το σπαρακτικό μακελειό, εκβιάζοντας τη γνώση και την επίγνωση, κοντράροντας ξεπερασμένες ηθικές, επιβάλλοντας το φως του πολιτισμού αλλά και πέφτοντας η ίδια στην παγίδα της βίας και της καταστολής.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα τα μέτωπα συζήτησης που ανοίγονται στην παράσταση, την οποία η Ζωή Χατζηαντωνίου έχει πλάσει με ύφος εκρηκτικό, παραισθησιογόνο, βαθιά ρεαλιστικό και μαζί ψυχεδελικό. Ένα περίστροφο του οποίου οι σφαίρες μοιάζουν να μην τελειώνουν ποτέ, ο χρόνος που έχει ακινητοποιηθεί, ο κόσμος που κωφεύει έξω από τις πόρτες της τάξης και η αδιέξοδη απόγνωση όλων συγκρούονται με πολιτικές, πεποιθήσεις, ιδέες και κυρίως με τη δική μας καθημερινότητα και το εσωτερικό αλισβερίσι του νου που αποζητά το δίκιο του, χωρίς όμως να έχει ξεχωρίσει απαραίτητα και το δικό του λάθος.
Και κάπως έτσι, η “Μέρα της φούστας” ξετυλίγεται σαν δικαστήριο των δικών μας πεποιθήσεων, σαν θρίλερ αλλά και σαν έργο μέσα σε έργο, καθώς οι πρόβες των “Κυνηγών” γίνονται ένα με την πραγματικότητα. Ενδεχομένως στην επιθυμία της να πει όσο το δυνατόν πιο πολλά, η παράσταση να λέει περισσότερα από όσα θα χρειάζονταν και ίσως χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευθεί στην καταληκτική της ολότητα την πραγματικά εξαιρετική και αξέχαστη σκηνή όταν ακούγεται ο ύμνος της Ευρώπης. Αν θέλετε τη γνώμη μου, μετά από αυτή την εφιαλτική κορύφωση, δεν χρειαζόταν να ειπωθεί τίποτα περισσότερο. Ακόμα και με περισσότερες πτυχές όμως, η “Φούστα” είναι κοφτερή στην ανάγνωση και στην αντίληψή της και σε σημαδεύει στη μνήμη και στο θυμικό, χάρη στη συνεργασία πολλών ταλαντούχων ανθρώπων, οι οποίοι είναι εμφανές πως βυθίστηκαν με σύμπνοια και δημιουργικότητα στο ταραχώδες σύμπαν της.
Είναι εξαιρετική η δουλειά που έχει γίνει στον ήχο της παράστασης (αδύναμο σημείο μου αλλά και αδύνατο σημείο πολλών θεάτρων), που ακούγεται κρυστάλλινος και εκκωφαντικός, μέρος ουσιώδες της αφήγησης και της συναισθηματικής φόρτισης, έτσι όπως αναδεικνύει τα εφφέ, το ακουστικό σύμπαν και τη μουσική του Γιώργου Μιζήθρα. Απόλυτα εναρμονισμένοι και εκτυφλωτικά εντυπωσιακοί οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου είτε ψαχουλεύουν στα σκοτάδια της ψυχής είτε ξασπρίζουν τον χώρο σαν ανακριτικοί, αποστειρωμένοι, ολόλευκοι προβολείς, που όμως μοιάζουν να στοχεύουν την προσωπικότητα του καθενός επί σκηνής, εντός και εκτός ρόλου.
Μίλησα και νωρίτερα για τη Θεοδώρα Τζήμου της οποίας η παρουσία στην παράσταση είναι ευλογία. Εντάξει, όλοι ξέρουμε πως η ίδια μπορεί να γίνει συναρπαστική ακόμα κι αν διαβάζει συνταγές μαγειρικής, όμως στη “Μέρα τη φούστας” δείχνει να απελευθερώνει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική, εξερευνώντας νέα όρια της ερμηνευτικής της δεινότητας -δεν έχετε παρά να δείτε τον τρόπο με τον οποίο σώμα, φωνή, βλέμμα και πρόσωπο αντιμάχονται λυσσαλέα μεταξύ τους, σε κάθε σκηνή.
Το σχεδόν κυριολεκτικά εκρηκτικό ταπεραμέντο της φιλολόγου πυροδοτεί αυτή η τάξη των ανένταχτων και περιθωριακών μαθητών από μια χούφτα νέων, γνωστών ή λιγότερο γνωστών ηθοποιών που κυλιούνται (κυριολεκτικά όμως) στα κατάβαθα του ρόλου, ακόμα και εντός των στερεοτυπικών συμβάσεων της αφήγησης. Η Μαρία Αρζόγλου χαίρει ερμηνευτικής λιτότητας και δυναμισμού, η Νατάσα Βλυσίδου αφήνεται στα συναισθήματα και στον φόβο της, ο Στέργιος Μικρούτσικος παραδίδεται ολοσχερώς στην εφηβική άγνοια και αμηχανία και ο Θάνος Κόνιαρης συνθλίβεται συνταρακτικά υπό το βάρος του φόβου, του εξευτελισμού και της επίγνωσης.
Ο Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος αφήνει το στίγμα του θράσους στον ρόλο, ακόμα και στις στιγμές της προσωπικής του απόγνωσης, ο Τίτος Πινακάς εξακολουθεί να με εντυπωσιάζει σε κάθε του δουλειά. από όταν τον είχα πρωτοδεί στο “Ανατολικά της Εδέμ” και last but not least (όπως λέμε στα Κάτω Πατήσια) ο Πάνος Χατσατριάν διαθέτει φάτσα, στόφα και βλέμμα που τον φέρνουν διαρκώς στο επίκεντρο, ακόμα κι όταν -φαινομενικά- δεν παίζει.
• Δίπυλον -Λευκή Αίθουσα – Καλογήρου Σαμουήλ 2 & Διπύλου, Πλατεία Κουμουνδούρου
Παραστάσεις: Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 20:00.