“Η λυσσασμένη γάτα” του Τέννεση Ουίλλιαμς, απόδοση-σκηνοθεσία: Δημοσθένης Παπαδόπουλος, πρωταγωνιστούν: Πέτρος Λαγούτης, Μάρθα Λαμπίρη Φεντόρουφ, Γιάννης Βούρος, Μαρία Κατσανδρή, Κώστας Ανταλόπουλος, Μένη Κωνσταντινίδου.
Τα γενέθλια του πατέρα δίνουν την αφορμή για γιορτή και χαρά, με όλη την οικογένεια μαζεμένη στο σπίτι του. Μόνο που τίποτα στη συγκεκριμένη ημέρα δεν είναι ούτε γιορτινό ούτε χαρούμενο. Ο πατέρας είναι άρρωστος με καρκίνο σε τελικό στάδιο, αλλά το αγνοεί, καθώς ο γιατρός του, με σκοπό να μην τον επιβαρύνει ψυχολογικά, του είπε ψέματα για τα αποτελέσματα της βιοψίας. Την ίδια άγνοια μοιράζεται και η μητέρα που προσποιείται τη χαρωπή οικοδέσποινα που κάνει ότι δεν καταλαβαίνει πως η φαμίλια της έχει διαλυθεί.
Τα δυο αγόρια της δεν μιλιούνται μεταξύ τους, αντιπάθεια που μοιράζονται και οι γυναίκες τους, με τον μικρό να πνίγει την πίκρα του και τον διαλυμένο του γάμο στο αλκοόλ και τον μεγάλο να μετράει μαζί με τη γυναίκα του τα στρέμματα που του ανήκουν -δικαιωματικά θαρρεί- από την περιουσία, τώρα που ο πατέρας τους θα πεθάνει.
Υπήρχε ανέκαθεν μέσα μου μια σύγχυση τίτλου και πρώτου ρόλου σε αυτό το ανυπέρβλητο και εκρηκτικό έργο του Τέννεση Ουίλλιαμς – Η λυσσασμένη γάτα, το οποίο, μολονότι αφορά εξ ολοκλήρου τον χαρακτήρα του Μπρικ, του μικρού γιου της οικογένειας, προτάσσει ουσιαστικά στη μαρκίζα τη σύζυγό του, τη Μάγκι. Η συνθήκη αυτή φαίνεται πως λειτουργούσε καταναγκαστικά και στην σκηνοθετική καθοδήγηση του ρόλου, που οι περισσότεροι ένιωθαν πως πρέπει να παιχτεί αβανταδόρικα και “εντυπωσιακά”.
Στην Ελλάδα, αυτή η “σύγχυση” υπήρξε εντονότερη και εξ αιτίας της απόδοσης του τίτλου στη γλώσσα μας. Η “Λυσσασμένη” γάτα στα Ελληνικά όχι μόνο προδικάζει εξ ορισμού επιθετικότητα και βία αλλά φαίνεται να έχει καθορίσει επί σειρά ετών και την ερμηνεία της Μάγκι, η οποία συχνά εμφανίζεται στα όρια της υστερίας. Και κάπως έτσι, φαίνεται πως θάμπωσε η ουσία αυτού του σπουδαίου ρόλου, με την κυριαρχούσα αντίληψη πως η Μάγκι βρίσκεται σε πόλεμο με τον Μπρικ.
Δεν είναι όμως πολεμοχαρής αυτή η γυναίκα, ούτε λυσσασμένη, παρά μόνο ανήμπορη να αντιδράσει σωστά σε αυτά που της συμβαίνουν, κάνοντας το ένα σφάλμα μετά το άλλο, όπως η γάτα που χοροπηδάει πανικόβλητη επάνω σε μια καυτή τσίγκινη οροφή, με κίνδυνο να τσακιστεί και να πέσει από την άκρη της.
Αντιλαμβάνομαι πως οι προσωπικές μου ανησυχίες δεν σας αφορούν διόλου, αλλά μετά την υπέροχη και σπαρακτική “Λυσσασμένη Γάτα” που παρακολούθησα στο θέατρο Αθηνά, οφείλω να τις αναφέρω καθώς αποτελούν μέρος της συζήτησης που ανοίγει η ίδια η παράσταση. Βλέπετε, στο μυαλό του Δημοσθένη Παπαδόπουλου, σκηνοθέτη αλλά και καθολικού δημιουργού του έργου (δική του, πέραν της μετάφρασης, είναι η ατμοσφαιρική και καταλυτική για το ύφος εικαστική και μουσική επίβλεψη), δεν υπάρχει καμία απολύτως σύγχυση, αλλά ούτε και “λύσσα”, παρά μόνο η σφοδρή εσωτερική του ανάγκη να εκφράσει όλα όσα εκφράζει ο ίδιος ο συγγραφέας και να τα κάνει να ακουστούν.
Μπαίνοντας στο ταλαιπωρημένο από το ποτό και τον πόνο μυαλό του Μπρικ, αφηγείται την ιστορία μέσα στο απόλυτο κενό του μαύρου, με μοναδικά φωτεινά σημεία τις άδειες φιάλες από αλκοόλ που στέκουν παρατημένες. Οι πλάγιες, ψυχρά λευκές δέσμες φωτός από τη ντουλάπα όπου καλλωπίζεται η Μάγκι (και όπου ενδεχομένως κρύβει τα μυστικά της) και από το σαν καταφύγιο λήθης μπαρ του Μπρικ, πλάθουν ένα τοπίο αποχρωματισμένο, με μαύρες σκιές να χάνονται στο μαύρο κενό της σκηνής, χαϊδεύοντας φευγαλέα τα καταβεβλημένα σώματα -εμπνευσμένη η εκτέλεση από τον Σάκη Μπιρμπίλη.
Για τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο, ολόκληρη η σκηνή είναι μια καυτή τσίγκινη οροφή, επάνω στην οποία τα έξι πρόσωπα της τραγωδίας είτε χοροπηδούν πανικόβλητα, είτε βηματίζουν άτσαλα και τσουρουφλίζονται, σε ένα ατέρμονο βράδυ επιβίωσης του ισχυρότερου, στον απόηχο των happy birthday, των δώρων που άλλοι αγοράζουν για λογαριασμό άλλων, των ευχών που κάνει ο καθένας μυστικά και της τούρτας που δεν κατόρθωσε να γλυκάνει την πίκρα κανενός.
Με απόλυτο σεβασμό στους χαρακτήρες που σκιαγράφησε ο Τέννεση Ουίλλιαμς και με κατευθυντήρια οδό τον τόπο και τον χρόνο, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος σκηνοθετεί με εσωτερική δύναμη και ουσία τους ηθοποιούς του, με τις μικρές, διακριτικές νύξεις μιας αισθητικής φόρμας να πλαισιώνουν τις τόσο ανθρώπινα ρεαλιστικές ερμηνείες τους. Μέσα στα άχρονα-διαχρονικά κοστούμια τους (Δημήτρης Ντάσσιος) μετουσιώνονται σε θεριά και θύματα ενός αμείλικτου παιχνιδιού επικράτησης, με τον θάνατο να καραδοκεί κραταιός, απλώνοντας τη σκιά του στο χθες και στο αύριο, σε μια σκηνοθεσία που εξασφαλίζει ξεχωριστές στιγμές για τον καθένα αλλά και ένα οργανικό σύνολο που πάλλεται σαν ζωντανός οργανισμός στον ρυθμό που ορίζουν αυτές οι επαναλαμβανόμενες νότες από πλήκτρα.
Η “γάτα” του Δημοσθένη Παπαδόπουλου δεν είναι ούτε λυσσασμένη ούτε υστερική… Μια γυναίκα σε απόγνωση είναι που αγαπάει αυτόν που μάλλον δεν την αγάπησε ποτέ και που προτιμά να ασχολείται με τα τετριμμένα και με την όψη παρά να βρει τη δύναμη που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει την αλήθεια. Η Μάρθα Λαμπίρη Φεντόρουφ είναι μια πανέμορφη Μάγκι, έτοιμη να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και να αποδεχτεί τα ψίχουλα ευτυχίας που της αναλογούν, χειραγωγός και θύμα, μόνη ξαφνικά σε αυτήν την καυτή τσίγκινη οροφή που έχουν απλώσει μπροστά της ο Μπρικ και ο συγχωρεμένος κολλητός του, ο Σκίπερ, να τινάζεται εδώ κι εκεί ώστε να μην καεί και εν τέλει να κάνει το λάθος που θα της κοστίσει.
Εγκρατής, συναισθηματικής ευφυίας και με λελογισμένη εσωτερικότητα, η Μάγκι της ορθώνει ανάστημα, επιτίθεται, παραδίδεται στη συντριβή και εν τέλει κατορθώνει να κρατήσει αυτό που θέλει κι ας έχει χάσει τα πάντα. Εξαιρετικός ηθοποιός ο Γιάννης Βούρος, δεν υποδύεται αλλά γίνεται ο πατέρας που γέννησε ο συγγραφέας, Big Daddy κυριολεκτικά, με φωνή, παράστημα και σώμα αγνώριστα σχεδόν, να μεταλαμβάνει με την ερμηνεία του όχι απλά κάθε σπιθαμή του ρόλου αλλά και ολόκληρη την ιστορία αυτού του αυτοδημιούργητου κτηματία που εκείνο το βράδυ μαθαίνει πως γιορτάζει τα τελευταία γενέθλια της ζωής του.
Η συνομιλία του με τον Μπρικ σε καθηλώνει. Σωστή αρχόντισσα του Νότου η μητέρα της Μαρίας Κατσανδρή, η οποία και στη “Λυσσασμένη Γάτα” φέρνει μαζί της αυτό το αφοπλιστικό ταλέντο της να δαμάζει εαυτόν έως ότου παραδοθεί άνευ όρων στον ρόλο και να χαθεί μέσα του, αφήνοντας ελεύθερο το εκτόπισμά της να κατακτήσει τη σκηνή. Ενοχλητικά αληθινός στον ρόλο του μεγάλου, σκατόψυχου γιου ο Κώστας Ανταλόπουλος, κερδίζει το θέατρο στη μεγάλη του σκηνή, εκεί προς το φινάλε, ταιριαστό ζευγάρι με τη ορθά “λαϊκή” Μέη τής Μένης Κωνσταντινίδου.
Και μένει ο Μπρικ του Πέτρου Λαγούτη, που -δεν ξέρω πώς να το πω πιο απλά- είναι ένας άλλος. Ολομόναχος ακόμα και όταν βρίσκεται με κόσμο, με το βλέμμα σχεδόν πάντα σκυμμένο, το κορμί διαλυμένο κι ένα βάρος να του πιέζει το στήθος, ο Πέτρος Λαγούτης είναι παρών με το σαν σκιά σώμα του, αλλά με απούσα την ψυχή του, που θρυμματισμένη συντροφεύει αυτόν που έφυγε, με το αλκοόλ να τσούζει περισσότερο τις πληγές της.
Αφημένος στον νεκροζώντανο Μπρικ, ο Πέτρος Λαγούτης κινείται συναρπαστικά μεταξύ ρεαλισμού και συναισθήματος, διαχειρίζεται εξαίρετα την καταπιεσμένη του οργή, παραδίδεται σαν παιδί σε αυτές τις τοσοδούλικες νύξεις χιούμορ και υποκύπτει στην αγάπη της απώλειας.
• Αθηνά – Δεριγνύ 10 & Πατησίων, Πεδίον Άρεως
Παραστάσεις: Πέμπτη & Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 & 21:00, Κυριακή στις 19:00.