“Η άνοδος του Αρτούρο Ούι” του Μπέρτολ Μπρεχτ, μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης, πρωταγωνιστούν: Γιώργος Χρυσοστόμου, Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Άρης Κασαπίδης, Τάσος Κορκός, Κώστας Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Ερρίκος Μηλιάρης, Μάριος Παναγιώτου, Μαρία Παρασύρη, Αλεξία Σαπρανίδου, Φοίβος Συμεωνίδης.
Στον υπόκοσμο του Σικάγο του μεγάλου κραχ των χρόνων του ’30, ένας αδίστακτος εγκληματίας, ο Αρτούρο Ούι, ανεβαίνει από τα δυσώδη υπόγεια στις ανώτερες τάξεις της εξουσίας, εκμεταλλευόμενος τις παράνομες δραστηριότητες του συνδικάτου του κουνουπιδιού, η ηγεσία του οποίου τού αναθέτει να εξοντώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Εν μέσω ενός κλίματος φτώχειας, αστάθειας και πανικού, ο Αρτούρο Ούι εντοπίζει αυτό το κενό στην κλίμακα της ιεραρχίας και ελίσσεται αποφασιστικά και βίαια για να κερδίσει δύναμη και να αναγνωρισθεί ως σωτήρας.
Γραμμένη το 1941 στο Ελσίνσκι, με τον Μπέρτολ Μπρεχτ φυγά από τη Γερμανία να περιμένει τη βίζα του για τις ΗΠΑ, η “Άνοδος του Αρτούρο Ούι”, σαφής παραβολή για την άνοδο του Αδόλφου Χιτλερ στην εξουσία, έπρεπε να περιμένει το 1953 και την ίδρυση από τον συγγραφέα του Berliner Ensemble μέχρι να δει για πρώτη φορά τα φώτα της σκηνής, στο Βερολίνο. Το παράδοξο είναι πως ο Μπρεχτ είχε γράψει το έργο με σκοπό να ανεβεί στις ΗΠΑ, μόνο που η χώρα το 1941 τηρούσε ακόμη μια στάση ουδέτερη ως προς τον πόλεμο στην Ευρώπη και κανένας παραγωγός δεν σκόπευε να υπογράψει μια τόσο αμφιλεγόμενη παράσταση.
Για την ιστορία, ο “Αρτούρο Ούι” έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουέυ μετά τον θάνατο του Μπρεχτ, το 1963, με τον Κρίστοφερ Πλάμμερ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά κατέβηκε μόλις λίγες ημέρες αργότερα. Αξιοσημείωτη θεωρείται η παραγωγή του 2002 από το National Actors Theatre, με τον Αλ Πατσίνο στον επώνυμο ρόλο και ένα συγκλονιστικό καστ που περιελάμβανε τους Στηβ Μπουσέμι, Μπίλυ Κράνταπ, Πωλ Τζιαμάτι, Τζων Γκούντμαν, Τσαζ Παλμιντέρι και Λωταίρ Μπλουτώ.
Στην Ελλάδα, το συναντάμε το 1961 στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, με τον Γιώργο Λαζάνη ως Αρτούρο Ούι και τους Γιώργο Διαλεγμένο, Άγγελο Αντωνόπουλο, Θύμιο Καρακατσάνη, Σπύρο Καλογήρου, Μάγια Λυμπεροπούλου, Γιάννη Βόγλη, Ιάκωβο Ψαρρά και Γιώργο Μιχαλακόπουλο, ο οποίος το 1995 ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Ανδρέα Βουτσινά στο Εθνικό.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο 2024 -ή για να ακριβολογώ στο 2022, αλλά επί δύο χρόνια δεν έβρισκα θέση- όταν ο Άρης Μπινιάρης παρουσιάζει τον δικό του Αρτούρο Ούι, στο νεόδμητο θέατρο Ark, το άλλοτε σινεμά Αμαλία. Έχει χυθεί πολύ μελάνι (ή τέλος πάντων έχουν πατηθεί πάρα πολλά πλήκτρα) για τη συγκεκριμένη παράσταση, που πραγματικά, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να ειπωθεί από πλευράς μου, πέραν ίσως του ότι πολύ απλά είναι τέλεια μέσα στην αυθύπαρκτη ολότητά της.
Από τον ίδιο τον χώρο και τη σκηνική του διαμόρφωση με τις θέσεις αμφιθεατρικά τοποθετημένες στις δύο πλευρές της σκηνής-πασαρέλα, όπου υπάρχουν μόνο μία γερανογέφυρα και μία καταπακτή (σκηνικά-κοστούμια: Πάρις Μέξης), μέχρι τους φωτισμούς (Στέλλα Κάλτσου) και τη μουσική (Αλέξανδρος Κτιστάκης), τα πάντα λειτουργούν σε μια ασύλληπτη αρμονία με το όραμα του Άρη Μπινιάρη, προσφέροντας μια καθοριστική για την ύπαρξή μας εμπειρία.
Στην ωριμότερη ενδεχομένως στιγμή της δημιουργικής του πορείας, ο σκηνοθέτης που ουδέποτε φοβήθηκε τα ρίσκα, όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα, μας βυθίζει σε μια παραστατική αρμονία που κομματιάζει την ψυχή και συγκλονίζει το μυαλό, έτσι όπως συνομιλεί εξαιρετικά με τον Μπρεχτ και τη θεατρική του αντίληψη και συγκρούεται μετωπικά με τον ρεαλισμό για να παρουσιάσει τελικά έναν πλήρη “Αρτούρο Ούι” όχι μόνο για το σήμερα αλλά και για το πάντα.
Βλέπετε, η συγκεκριμένη παράσταση είναι μία από αυτές τις ευτυχείς συγκυρίες στη ζωή όπου όλα πηγαίνουν τέλεια, σε μια συνάντηση ταλέντου, σκέψης, αισθητικής και ώριμης κρίσης που όμως απεχθάνεται τον ελιτισμό και την επιτήδευση, έτσι όπως κοιτάζει κατάματα και με ειλικρίνεια τον θεατή. Αυτό που σοκάρει ακόμα περισσότερο δε (διότι σοκ στο σύστημα είναι η “Άνοδος του Αρτούρο Ούι”) δεν έχει να κάνει με την ευθύτητα αναφοράς στον Χίτλερ και τον ναζισμό, αλλά στη ζοφερή αναφορά του στον δικό μας κόσμο, τον σημερινό. Αν το Σικάγο των thirties έθετε το αφηγηματικό πλαίσιο για τη Γερμανία του Μεσοπολέμου, η σκηνή του Ark αποτελεί μικρογραφία της σημερινής, εφιαλτικής πραγματικότητας που βιώνουμε όλοι και η οποία θέτει ακριβώς τις προδιαγραφές της ανόδου άλλων Αρτούρο Ούι, που εμείς παρακολουθούμε ως θεατές ή/και φευ χειροκροτητές.
Ο απρόσωπος κάτω από τις περούκες (Χρόνης Τζήμος) και το μακιγιάζ (Όλγκα Φαλέι) θίασος λειτουργεί με ακρίβεια και χρονισμό που συναρπάζουν, ενώ αυτό που συγκλονίζει είναι πως μέσα από αυτήν τη διαταραγμένη και παραμορφωτική οπτική μιας κομέντια ντελ’ άρτε σκηνής που βγήκε κατ’ ευθείαν από τη κόλαση, εκφράζονται συναισθήματα και ανθρωπιά που σε μαχαιρώνουν με την ευθύτητά τους. Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στη Μαρία Παρασύρη, η οποία στη μεγαλοπρεπή σκηνή της, εκεί προς το φινάλε, σπαράζει από πόνο, φόβο, μοναξιά, τρόμο και απόγνωση.
Θα με συγχωρήσουν εύχομαι όλοι οι συντελεστές (του Άρη Μπινιάρη συμπεριλαμβανομένου) αλλά θα πω ξεκάθαρα πως αυτή εδώ η “Άνοδος του Αρτούρο Ούι” δεν θα υπήρχε χωρίς τον Γιώργο Χρυσοστόμου. Θα μπορούσα να γράψω άλλα τόσα και ακόμα περισσότερα για όλα όσα επιτυγχάνει αυτός ο ταλαντούχος άνθρωπος στην σκηνή του Ark, αλλά ενδεχομένως θα μπορούσα να τα συνοψίσω στο εξής απλό: ο Γιώργος Χρυσοστόμου ήρθε στον κόσμο αυτό για να παίξει τον Αρτούρο Ούι. Ή μάλλον για να ζήσει τον Αρτούρο Ούι, καθώς αυτό που μας κοινωνεί στην παράσταση δεν είναι ρόλος αλλά η αυθύπαρκτη παρουσία του Κτήνους που μαθαίνει πώς να υποδύεται τον άνθρωπο, ώστε να κυκλοφορεί ανενόχλητος εντός της κοινωνίας των ανθρώπων και να τους κατασπαράξει. Μόνο που καθώς φαίνεται, έμαθε να υποδύεται τον άνθρωπο τόσο καλά, που στο τέλος πίστεψε κι αυτός πως είναι μέχρι που κατασπάραξε και τον ίδιο το Κτήνος που παρέμενε ολοζώντανο μέσα του.
Υπάρχουν τρεις στιγμές στην παράσταση που δεν θα ξεχάσω όσο ζω: όταν Γιώργος Χρυσοστόμου μαθαίνει πώς να στέκεται όρθιος σαν άνθρωπος, με το σώμα του να υποφέρει από οδύνες που σε συγκλονίζουν, όταν λίγο αργότερα μαθαίνει να απαγγέλει τον επικήδειο που εκφώνησε ο Μάρκος Αντώνιος στον “Ιούλιο Καίσαρα” του Σαίξπηρ και τέλος όταν σηκώνει το δεξί του χέρι, σπασμωδικά και αμήχανα, σε ναζιστικό χαιρετισμό, κοιτάζοντάς το και ο ίδιος με φόβο και θαυμασμό μαζί. Και κάπως έτσι, βγαίνεις από το θέατρο με το στομάχι κόμπο, αδυνατώντας να μιλήσεις, αλλά ευτυχισμένος που έζησες για να δεις τον Γιώργο Χρυσοστόμου στον “Αρτούρο Ούι” του Άρη Μπινιάρη. Καλή τύχη με τα εισιτήρια σας εύχομαι.
• Ark – Ιωάννου Δροσοπούλου 197, Πλατεία Κολιάτσου
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 20:00, Πέμπτη & Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:15 & 21:00, Κυριακή στις 20:00