to top

Είδαμε την παράσταση | Επαρχία

Είδαμε την παράσταση | Επαρχία

“Επαρχία”, του Μιχάλη Βιρβιδάκη, σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας, πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Αποστολόπουλος, Νίκος Αρβανίτης, Δήμητρα Βήττα, Απόστολος Καμιτσάκης, Τάσος Λέκκας, Γρηγορία Μεθενίτη, Ορέστης Τζιόβας.

Σε κάποια πόλη της αγνής ελληνικής επαρχίας, κάποια παραμονή Χριστουγέννων, τρεις φίλοι σχεδιάζουν τη ληστεία της ζωής τους. Την ίδια στιγμή, μια σύλληψη ενός εμπόρου ναρκωτικών δεν πηγαίνει όπως θα έπρεπε για τον αστυνομικό που την πραγματοποίησε, καθώς η ποσότητα που είχε κρατήσει για τον εαυτό του εξαφανίζεται από την κρυψώνα που είχε χρησιμοποιήσει, αφού χωρίς να το ξέρει, κάποιο τρίτο πρόσωπο βρισκόταν τυχαία στο σημείο αυτό. Άντρες κατεστραμμένοι από την ασημαντότητα της ύπαρξής τους, την αφόρητη πλήξη του τόπου και τις γυναίκες που φαινομενικά τους σημάδεψαν ενώ στην ουσία ήταν αυτοί που τις εκμεταλλεύτηκαν και τις πλήγωσαν, μπλέκουν σε μια ιστορία για το κυνήγι ενός θησαυρού και των ανεκπλήρωτων επιθυμιών τους.

 

 

 

Κατ’ αρχάς, οφείλω να πω ότι ένιωσα μια περίεργη συγκίνηση ενόσω καθόμουν στις καρέκλες του ιστορικού Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων για να παρακολουθήσω το νέο έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη, 25 ολόκληρα χρόνια μετά την πρεμιέρα του επίσης δικού του, εξαιρετικού “Στην εθνική με τα μεγάλα”, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη και με ένα λαμπρό καστ (Αιμίλιος Χειλάκης, Γεράσιμος Γεννατάς, Μαρία Κεχαγιόγλου). Όσο περίμενα να ξεκινήσει η παράσταση, σκεφτόμουν πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη σκηνή για να φιλοξενήσει το νέο θεατρικό του συγγραφέα, ενώ όταν τελείωσε ήμουν σίγουρος πως και ο Λευτέρης Βογιατζής θα ένιωθε την ίδια χαρά εκεί από όπου μας κοιτάζει.

Βαθιά ελληνική και πάντοτε αντρική η ματιά του Βιρβιδάκη, μεταμορφώνεται σε ψυχογράφημα των ηρώων του και ταυτόχρονα σε θρίλερ, αφού από την πρώτη κιόλας στιγμή νιώθεις πως είσαι κλεισμένος σε μια πυριτιδαποθήκη που είναι έτοιμη να τιναχτεί στον αέρα. Συνδυάζοντας την τραγικότητα και την απελπισία της ιστορίας με ένα ειρωνικό χιούμορ που σου επιτρέπει σε κάποιες ωφέλιμες στιγμές να ανασάνεις (κυριολεκτικά) μέσα από την πίεση που σου μεταφέρουν τα δρώμενα, η “Επαρχία” αγγίζει κατά μια περίεργη αίσθηση το γνώριμο σύμπαν του Ταραντίνο, καθώς ένα μάτσο από ασήμαντους ανθρώπους σχεδιάζει να πράξει σημαντικά πράγματα.

Άρτια επιμερισμένο σε σκηνές και εικόνες που εξελίσσουν δράση, αγωνία και χαρακτήρες, εντός ενός επιφανειακά γυμνού αλλά τόσο φαντασιακά ζωντανού σκηνικού χώρου (που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης) και υπό τους υπέροχους και συνδεδεμένους άρρηκτα με τη δράση φωτισμούς (Λευτέρης Παυλόπουλος), το έργο αποκτά από την αρχή κιόλας μια τέταρτη, κινηματογραφική διάσταση, σαν να το παρακολουθείς υπό τους ρυθμούς ενός μοντάζ που “κόβει” σε από κοντινά σε γενικά, με ρυθμό έντονο και ασύλληπτης αρμονίας με την κορύφωση των συναισθημάτων και τη συντριβή των χαρακτήρων.

Είναι καταπληκτική η δουλειά που έχει πράξει σκηνοθετικά ο Γιώργος Σκεύας, καθώς βυθίζεται στο κείμενο του Μιχάλη Βιρβιδάκη για να του εμπνεύσει όψη και ζωή, μετρώντας προσεκτικά τις λέξεις, τους ανθρώπους του, τα σκαλιά προς την κορύφωση και τη σωματική έκρηξη του κάθε ρόλου.

 

Φυσικά, όλο αυτό οφείλεται και σε ένα άρτια επιλεγμένο και καθοδηγημένο επιτελείο βαθιά ταλαντούχων ανθρώπων που όχι μόνο κουβαλούν στα μέσα τους το δράμα του χαρακτήρα που υποδύονται, αλλά και το αποτυπώνουν στην πληρότητά του, χωρίς ίχνος παραπανίσιας πληροφορίας. Ο υπέροχος Τάσος Λέκκας είναι ο ξεναγός και αφηγητής αυτής της ιλαροτραγωδίας στον ρόλο του τραυλού, ροκά, επαναστάτη, ρομαντικού και ευαίσθητου Ίγκι. Αβανταδόρικος ο ρόλος αναμφισβήτητα αλλά και τόσο επικίνδυνος να ξεφύγει στην υπερβολή και το γελοίο, στα χέρια και στη φωνή του Τάσου Λέκκα αποκτά ένα μοναδικό συναισθηματικό βάθος, καθώς ο Ίγκι περνά από έναν στρόβιλο αντιδράσεων και συγκρούσεων, από τον τρόπο που μας εξιστορεί την αρχή των γεγονότων, την απώλεια του κολλητού του και τον έρωτά του για τη μοτοσυκλέτα του, έως και τη σπαρακτική, σιωπηλή κραυγή του φινάλε.

Συγκλονιστικός, απειλητικός και με εκτόπισμα τεράστιο στη σκηνή είναι ο Μάκης του Ορέστη Τζιόβα, ο αστυνομικός που έκανε τη σύλληψη, που έκλεψε τα ναρκωτικά, που έχει διαλυθεί από την εγκατάλειψη της γυναίκας που αγαπούσε και την οποία πλήγωνε και που τώρα κινδυνεύει να εκτεθεί στην υπηρεσία του, εάν δεν κινηθεί γρήγορα και αποφασιστικά. Ζωώδης, επικίνδυνα ανεξέλεγκτος και άρτια συνδεδεμένος με τον ρόλο του, ο Ορέστης Τζιόβας κουβαλά σε ολόκληρο το σώμα του την απελπισία και την αδίστακτη δίψα του για επιβίωση και εκδίκηση.

Η Γρηγορία Μεθενίτη, η επαγγελματίας ερωμένη Όλα, δίνει το στίγμα του ταλέντου της σε όλες τις επικίνδυνες να εκτροχιαστούν εκφάνσεις της ηρωίδας της, καθώς μεταμορφώνεται από femme fatale σε φίλη με προνόμια, αδίστακτη κυνηγό των ονείρων της και εν τέλει σε αδύναμο, κακοποιημένο παιδί που σπαράζει για λίγη στοργή και μια νέα, μοναχική αρχή.

Έμπειρος και αποφασιστικός ο Νίκος Αρβανίτης, με έκταση στον χώρο, είναι ο απόλυτος μεγαλοπιασμένος πάτερ φαμίλιας της διαπλοκής στην ελληνική επαρχία, αφελής, καταπιεστικός και με την πλήρη σύγχυση της μέσης ηλικίας, ενόσω παρακολουθεί το οικοδόμημά του να κατεδαφίζεται. Στον αντίποδα και στον ρόλο του γιου που επιθυμεί απελπισμένα να μην του μοιάσει όσο στην πραγματικότητα δείχνει να γίνεται πιστό του αντίγραφο, στέκει ο Δημήτρης Αποστολόπουλος, γεμάτος νεανική έκρηξη, πιεσμένος και αθεράπευτα ανεύθυνος έναντι της πραγματικότητας.

Αγνώριστος ο Απόστολος Καμιτσάκης, παραδίδει έναν αποστασιοποιημένο και πλήρως οργανωτικό Γαβρίλη, τον εγκέφαλο της ληστείας, μακριά από όλους και όλα, κλεισμένο στο σπίτι του και αφοσιωμένο στον στόχο του. Στον μικρό εν συγκρίσει ρόλο της Βούλας, της ερωμένης του αστυνομικού (που μεταξύ μας θα ήθελε είτε λίγη περισσότερη ανάπτυξη είτε θα έπρεπε να είχε παραληφθεί), δίνει ουσία και παρουσία η Δήμητρα Βήττα, με μια ερμηνεία μεστή και με απόλυτο έλεγχο.

 

• Θέατρο Οδού Κυκλάδων “Λευτέρης Βογιατζής” – Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη

Παραστάσεις: Πέμπτη στις 20:30, Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 & 21:15, Κυριακή στις 19:00.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following