“Αρκουδοράχη”, του Εντ Τόμας, μετάφραση: Αργύρης Ξάφης, σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη, πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Γεωργιάδης, Δημήτρης Δρόσος, Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης.
Σε ένα χωριό στην Αρκουδοράχη, ο χασάπης Τζων Ντάνιελ και η γυναίκα του η Νόνι κρατούν πεισματικά ανοιχτό το κρεοπωλείο τους, κι ας μην έμειναν πια ούτε κρέατα ούτε πελάτες. Ολομόναχοι, μαζί με τον νεαρό και έμπιστο σφαγέα τους που ψάχνει να βρει το τελευταίο κομμάτι ενός παζλ που είχε φτιάξει, αποζητούν τη ζωή τους μέσα σε όσα χαλάσματα αφήνει ολόγυρα ο (εμφύλιος;) πόλεμος που έχει ξεσπάσει βίαια, αποδεκατίζοντας τον κόσμο τους.
Η ξαφνική εμφάνιση ενός στρατιωτικού που περιπλανιέται με άγνωστο σκοπό στην ερημιά του τοπίου, φέρνει τους τελευταίους επιζώντες της Αρκουδοράχης έναντι της ολέθριας πραγματικότητας.
Άλλη μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις της περασμένης σαιζόν, μετακομίζει από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά στο θέατρο Θησείον αυτή τη φορά για έναν νέο κύκλο παραστάσεων που θα δώσουν την ευκαιρία στο κοινό να γνωρίσει το άπαιχτο έργο του ουαλού συγγραφέα Εντ Τόμας. Αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις σε κοινό και κριτικούς όταν ανέβηκε για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2019 (πρώτα στο Κάρντιφ και λίγο αργότερα στο Λονδίνο), η Αρκουδοράχη είναι μια δυσβάσταχτη αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο γεμάτη καλοσύνη ελεγεία για την απώλεια της συλλογικής μνήμης και ό,τι αυτή συνεπάγεται για την ανθρωπότητα.
Όταν ο κόσμος γύρω τους και εντός τους συνθλίβεται, ο Τζων (που προσπαθεί διαρκώς να θυμηθεί την παλιά γλώσσα του τόπου του) και η Νόνι αναπολούν σαν σε ένα εύθυμο μνημόσυνο τους πελάτες του μαγαζιού και τους κατοίκους του χωριού, που πλέον χάθηκαν. Έτσι όπως αρνιούνται πεισματικά να εκκενώσουν τον χώρο σύμφωνα με τις διαταγές, στέκουν όρθιοι στον τόπο που τους γέννησε και τους έθρεψε, μνημονεύοντας στιγμές, ζωές, ανθρώπους και τον γιο τους που δεν είναι πλέον ζωντανός.
Χάνοντας στιγμές-στιγμές τα βήματά του (και τον ειρμό του) από το πιοτό που έχει πια τελειώσει, ο Τζων ονειρεύεται στην παλιά τη γλώσσα και κυκλοφορεί με το κάτω μέρος της πυτζάμας του, γιατί φοβάται πως θα φθείρει το μοναδικό του παντελόνι κουρελιάζοντας έτσι και τις μνήμες του. Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τις μνήμες άλλωστε; Τι απομένει πέρα από χαλάσματα όταν κοπούν οι ρίζες, όταν τον παρασύρεις κάπου αλλού, έστω κι αν είναι για να τον σώσεις;
Η Αρκουδοράχη είναι ένας τόπος μνήμης για τον Τζων και τη Νόνι που τη μετατρέπουν με τις αφηγήσεις τους στα μάτια μας από κρανίου τόπο (σκηνικά-κοστούμια: Άννα Φεντόροβα, φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου) σε χώρο που κάποτε έσφυζε από ζωή, χαρά, φωνές και τραγούδια, στην παλιά τη γλώσσα. Σκληρό το κείμενο του Εντ Τόμας αλλά με μια ενδόμυχη ποιητικότητα (και στα Ελληνικά, χάρη στη μετάφραση του Αργύρη Ξάφη), ακροβατεί μεταξύ διαλόγων και μονολόγων, σαν προσευχή, την ίδια στιγμή που τολμά να γίνεται ανάλαφρα αστείο ώστε να ξεθωριάσει τη θλίψη της στιγμής. Σε αυτό το διττό του ύφους και τον σχεδόν υπερ-ρεαλισμό του μετα-αποκαλυπτικού τοπίου στηρίχθηκε η ξεκάθαρη σκηνοθετική ματιά με την οποία η Ιώ Βουλγαράκη έντυσε την παράσταση στο Θησείον. Τονίζοντας τη σημασία κάθε λέξης, αναδεικνύει τη Αρκουδοράχη σε έργο λόγου, στοχασμού και μνημόνευσης, έτσι όπως καθοδηγεί τους πρωταγωνιστές του δράματος στην οδό της όποιας λύτρωσης.
Πόση μοναξιά αποπνέει στα πρώτα λεπτά της παράστασης η ερμηνεία του Αργύρη Ξάφη, έτσι καθώς ξυπνάει μεθυσμένος, παραπατώντας διστακτικά στο έρημο χασάπικο, λες και είναι ο τελευταίος άνθρωπος επάνω στη Γη. Βαρύς, αψύς, φοβισμένος, μόνος και πληγωμένος στο μέσα της ύπαρξής του, δίνει σε μια στιγμή στο βλέμμα του τη λάμψη ερωτευμένου εφήβου όταν συνομιλεί με τη γυναίκα του, για να αποκτήσει μετά η φωνή του τη ζεστασιά και την τρυφεράδα του πατέρα, χωρίς ποτέ να βροντοφωνάζει τις ερμηνευτικές του μεταβάσεις, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια και τη συνέπεια στην ύπαρξη του Τζων.
Η Δέσποινα Κούρτη μάς χαρίζει μια υπέροχη Νόνι, γεμάτη συμπόνια, αγάπη, κατανόηση και μια συστάδα από ανοιχτές πληγές, πάνω από όλα για τον νεκρό της γιο, παίζοντας με τη φωνή της και το βλέμμα της και με όλες αυτές τις μικρές αδιόρατες εναλλαγές στην έκφραση, έτσι όπως ψάχνει να βρει τη δύναμη να συνεχίσει και άλλη τόση μαζί για να την προσφέρει άπλετα στον άντρα της που καταρρέει. Απειλητικός στην είσοδό του ο Κάπταιν του Δημήτρη Δρόσου, εκφραστής της φρίκης αλλά ταυτόχρονα άνθρωπος το ίδιο μόνος και φοβισμένος όσο οι άλλοι, ον με υπόσταση αλλά και σαν πνεύμα που στοιχειώνει το τοπίο από την πίκρα και την οδύνη όσων χάθηκαν.
Τρυφερός, ευγενής και καλοσυνάτος ο νεαρός σφαγέας του Δημήτρη Γεωργιάδη, είναι αυτός που ψάχνει να βρει το κομμάτι που κάνει την εικόνα να αποκτά νόημα, σαν σκιά του γιου που έμεινε στη θέση του, χωρίς ποτέ να μπορεί καλύψει το κενό μέσα του.
• Θέατρο Θησείον – Τουρναβίτου 7, Θησείο
Παραστάσεις: Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 18:00