to top

Μάνος Καρατζογιάννης – Στο θέατρο αφηγούμαστε την ιστορία κάποιου άλλου, που μπορεί να είναι και δική μας.

Μάνος Καρατζογιάννης - Στο θέατρο αφηγούμαστε την ιστορία κάποιου άλλου, που μπορεί να είναι και δική μας.

Ο Μάνος Καρατζογιάννης είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, καθηγητής υποκριτικής και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Σταθμός εδώ και αρκετά χρόνια. Στο βιογραφικό του έχει συνεργασίες και δουλειές που αρκετοί θα ζήλευαν.

Σ ένα ήδη φορτωμένο πρόγραμμα ανάμεσα στον Ταρτούφο του Μολιέρου, το Γάλα και το όταν Όταν μεγαλώσω θα γίνω Νάνα Μούσχουρη, τον συναντήσαμε στο ανακαινισμένο θέατρο Σταθμός και μιλήσαμε μαζί του για την συνάντηση του με την Νανά Μούσχουρη, πόσο εύκολο και δύσκολο είναι να είσαι ηθοποιος αλλά και καλλιτεχνικός διευθυντής ενός θεάτρου αλλά και τα μελλοντικά του σχέδια.. 

 

Όταν μεγαλώσω θα γίνω Νάνα Μούσχουρη». Θα πρέπει να ξεκινήσω νομίζω με αυτό. Μεγάλη στιγμή η συνύπαρξή σας στον ίδιο χώρο με τη Νάνα και με τους συντελεστές της παράστασης στο Παρίσι;
Ήταν μια παράσταση που δύσκολα θα ξεχάσω. Δεν είχα ερμηνεύσει ποτέ κάποιο ρόλο κι ο χαρακτήρας που υποδύομαι να είναι από κάτω και να με βλέπει! Ο ίδιος δηλαδή ο συγγραφέας του έργου που έχει αισθανθεί όλα όσα αφηγούμαι, μια και πρόκειται για μια αληθινή αυτοβιογραφική ιστορία, να βρίσκεται στην πλατεία του θεάτρου. Όπως δε μου είχε ξανασυμβεί ποτέ να βρίσκεται στην πλατεία του θεάτρου μια ιστορική προσωπικότητα όπως η Νάνα Μούσχουρη, της οποίας μάλιστα το όνομα αναφέρω τόσες φορές στο έργο καθώς η ίδια αποτελεί το βασικό δραματουργικό όχημα του και βέβαια το πρότυπο του ήρωα μας.

Την παράσταση παρακολούθησε και ο πρωταγωνιστής της γαλλικής παράστασης που ερμήνευσε πρώτος, αν και σχεδόν ταυτόχρονα, τον ρόλο του Μιλού στην Αβινιόν κι έπειτα στο Παρίσι. Μεγάλη τιμή, αλλά και ευθύνη. Εδώ μιλάμε για μια αληθινή ιστορία με παρόντες τους περισσότερους εμπλεκόμενους ή έστω τους βασικότερους. Όφειλα λοιπόν να παίξω με την καρδιά μου. Με αληθινή γενναιοδωρία. Να επιστρέψω την τιμή.

 

Ποια ήταν η δική σας «Νάνα Μούσχουρη» μεγαλώνοντας;
Δεν είχα ποτέ κάποια τέτοια ταύτιση. Είχα μια βαθιά πνευματική και ψυχική σύνδεση με τη σπουδαία θεατρική συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη, αλλά δεν άρχισα να φορώ σκούρα γυαλιά… Βέβαια τώρα που το σκέφτομαι η Αναγνωστάκη, εκτός από φίλη με τα χρόνια, μου έδειξε το δρόμο καθώς ερμήνευσα ως ηθοποιός, σκηνοθέτησα, έγραψα και οργάνωσα κάτι μεγάλο για πρώτη φορά εμπνεόμενος από το έργο της. Οπότε με μια βαθύτερη έννοια ο δικός μου δρόμος συνδέθηκε μαζί της, όπως του Νταβίντ (Μιλού) με τη Νάνα Μούσχουρη.

 

 

Όταν μεγαλώσετε τι θέλετε να γίνετε; Πώς ονειρεύεστε το θέατρο Σταθμός τα επόμενα χρόνια; Ή το όποιο θέατρο αναλάβετε;
Όταν μεγαλώσω, θέλω να έχω πιο πολύ ελεύθερο χρόνο. Να φοβάμαι λιγότερο. Και να αγαπάω με περισσότερη ένταση. Και το θέατρο Σταθμός να συνεχίσει να έχει ένα καθαρό όραμα, ένα καθαρό όνομα και την αγάπη των καλλιτεχνών και του κοινού.

 

Ασφυκτικός ή απελευθερωτικός ο συνδυασμός παραγωγού – σκηνοθέτη – ηθοποιού;
Άλλοτε ασφυκτικός κι άλλοτε απελευθερωτικός. Όπως όλα τα πράγματα άλλωστε στη ζωή μας. Δε γίνεται όμως αλλιώς στο χώρο μας. Κάποια στιγμή για να προχωρήσεις οφείλεις να αναλάβεις την ευθύνη του εαυτού σου. Ειδικά, αν είσαι ένας χαρακτήρας που δεν μπορείς εύκολα να κάνεις συμβιβασμούς, σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο.

 

Γάλα, Μούσχουρη, Ταρτούφος… Το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο τι απαιτήσεις έχει από τον ηθοποιό; Πόσο τον επηρεάζει στην καθημερινότητά του;
Διαβάζω πολύ. Στις πρόβες και μετά στις παραστάσεις ακόμη. Κάθε παράσταση κρύβει εκτός από πολύμηνες πρόβες και μια σχεδόν καθημερινή δίωρη προετοιμασία που για μένα έχει κάτι το ιερό. Γίνεται δηλαδή μια γέφυρα από τον κόσμο της ζωής μας στον κόσμο της σκηνής. Έτσι, αυτή η μετάβαση γίνεται πιο απλή αλλά και πιο ζεστή. Βέβαια, να διευκρινίσω εδώ ότι έτυχε να παραταθούν κάποιες παραστάσεις και να βρεθώ έτσι, έστω για ένα μικρό διάστημα, ανάμεσα σ’ αυτό το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο.

 

Βρήκα τον «Ταρτούφο» στον Σταθμό έναν από τους καλύτερους Μολιέρους των τελευταίων ετών; Πού θεωρείτε ότι κρύβεται το μυστικό πίσω από αυτό το τόσο σοβαρά αστείο αποτέλεσμα;
Στις πολύμηνες και εντατικές πρόβες μας. Εξάλλου, τις πρόβες μας χειροκροτεί πρώτα το κοινό κι έπειτα τις παραστάσεις μας. Δουλέψαμε δηλαδή με τον Γιάννη Νταλιάνη και την εξαιρετική ομάδα που έφτιαξε με κέφι και επιμονή στη λεπτομέρεια. Έτσι, κρατήθηκε η απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό που διαπνέουν εξίσου τη μολιερική δραματουργία αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του κλασικού ρεπερτορίου.

 

 

 

 

Κωμωδία ή δράμα; Πού συναντιέστε περισσότερο;
Ζωή! Εμπεριέχει και τα δύο. Κι όταν παίζω μια κωμωδία ψάχνω το δράμα της. Όπως αναζητώ το χιούμορ και σ’ ένα δράμα. Τελευταία πάντως, και νομίζω ότι έχει συντελέσει σ’ αυτό και η επαφή μου με την κωμωδία, η συνδιαλλαγή μου με την πλατεία, τους θεατές, είναι πιο άμεση, πιο αβίαστη. Είναι ένα είδος η κωμωδία παρεξηγημένο, που προϋποθέτει την απόλυτη, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, αλήθεια για να λάμψει.

 

Γιατί ξανά το «Γάλα»; Ποια δημιουργική διαδικασία σας οδήγησε στην απόφαση για ένα ακόμα ανέβασμα;
Μα σήμερα η τρυφερότητα που υποβάλλει το έργο είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Άλλωστε, με τόσους πολέμους γύρω μας ο κόσμος, ο νοήμων τουλάχιστον, έχει συνειδητοποιήσει, ή οφείλει τουλάχιστον, ότι εν δυνάμει είμαστε όλοι πρόσφυγες. Η επιτυχία του Κατσικονούρη βέβαια είναι ότι μέσα από αυτούς τους ήρωες, τους μοιρασμένους ανάμεσα σε δυο πατρίδες και γλώσσες, καταφέρνει να φωτίσει περισσότερο τα δεινά και τα πάθη της ελληνικής οικογένειας και της κοινωνίας. Η μικρή αυτή απόσταση, αυτό το μοιραίο σχίσμα είναι που του το επιτρέπουν.

Η «γαλακτώδης» γραφή του έργου σου ζεσταίνει την ψυχή και σου μαλακώνει το στομάχι. Παράλληλα διαθέτει ένα πολύ ιδιαίτερο χιούμορ τσεχωφικής καταγωγής. Είναι ένα κλασικό έργο «το Γάλα», με άπειρες ευαισθησίες. Κάθε ε ή ά, κάθε σημείο στίξης του είναι αποτέλεσμα μελέτης ή έμπνευσης του συγγραφέα σχεδόν μεταφυσικής. Είναι μια πολύ σημαντική στιγμή για το νεοελληνικό έργο. Γι’ αυτούς τους λόγους οι συνεργάτες μου κι εγώ αποφασίσαμε ένα εκ νέου ανέβασμά του.

 

Να μιλήσουμε και για το Bella Figura που ακολουθεί. Εκεί σκηνοθετείτε μόνο, και μάλιστα ένα εξαίρετο καστ.
Οι ανεπαίσθητες χαραμάδες της καθημερινότητας. Εκεί στις αόρατες λεπτομέρειες κρύβεται ο ψυχισμός μας. Κι η Ρεζά το γνωρίζει αυτό καλά. Μέσα από μυστικά, γέλια, βλέμματα, ψέματα, αγγίγματα, κοάσματα και σιωπές μιλάει για τι άλλο; Για τον χρόνο που φεύγει. Τον άνθρωπο που βαλτώνει. Και ξεχνά να ζήσει. Συμβιβάζεται και ασφυκτιά. Συνεχίζει να παίζει όμως το παιχνίδι της ζωής και να ρισκάρει επίμονα σαν άλλος τζογαδόρος παλεύοντας να ξεγελάσει το χρόνο και το θάνατο σε μια παρτίδα με σημαδεμένα χαρτιά. Κι ο έρωτας, συχνά απαγορευμένος, ματαιώνεται.

Μια βραδιά, Έξι σκηνές και τέσσερις χώροι: ένα αυτοκίνητο, μια τουαλέτα, ένα εστιατόριο, το μέσα και το έξω του στη σκηνή του Σταθμού. Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός μας εαυτός. Που συγκρούονται και που συναντιούνται; Αν συναντιούνται. Αυτή την ψυχική συνάντηση επιδιώξαμε στις πρόβες με τη Φαίη και τη Ραφίκα στη δεύτερη συνεργασία μας, τον Χρήστο και τον Παναγιώτη. Και βέβαια την Υβόννη που συμπωματικά έχει το όνομα του ρόλου της για να μας θυμίσει αφοπλιστικά ότι στο θέατρο αφηγούμαστε την ιστορία κάποιου άλλου που, που και που, βέβαια μπορεί να είναι κάπου κάπου και δική μας.

 

 

Επόμενος σταθμός; Έχει βγει το δρομολόγιο;
Επόμενος σταθμός την άνοιξη, αμέσως μετά την επανάληψη του έργου του Δημήτρη Οικονόμου «Το Τραγούδι της Φλέρυς» με την Ελένη Κοκκίδου, το έργο με το οποίο βγήκα στο θέατρο μαθητής ακόμη: «Η Κασέτα». Η Λούλα Αναγνωστάκη, στης οποίας το έργο βασίζεται και η διδακτορική μου έρευνα, γράφει στα 1982 την σπαρακτική και σπαρταριστή «Κασέτα». Το παρουσιάζουμε μαζί με μια εξαιρετική διανομή σαράντα περίπου χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμά του έργου από τον Κάρολο Κουν και είκοσι μετά την τελευταία παράστασή του στην Αθήνα από τον Γιώργο Αρμένη.

Γράφει η συγγραφέας σε σημείωμά της για τα πρόσωπα του έργου: «Προέρχονται από τον οικείο γύρω μας κοινωνικό χώρο. Μετέωροι, ανάμεσα στην πρωτόγονη ύπαιθρο, απ’ όπου κατάγονται και το αφιλόξενο τοπίο της πόλης, απ’ όπου μετανάστευσαν, εντάσσονται στο μεγάλο πλήθος των Νεοελλήνων. Κάτοικοι των παρυφών της πρωτεύουσας – αλλά και ακατάπαυστα κυκλοφορώντας στο κέντρο της – προσπαθούν να επιβιώσουν με έναν σπασμωδικό και εύθραυστο ρεαλισμό. Χρησιμοποιώντας βιαστικά τα καινούργια πρότυπα, που αφειδώς, τους προσφέρονται υποχρεώνονται να υπάρξουν με «μικρές» καθημερινές πράξεις.

Μέσα όμως σε αυτές τις μικρές πράξεις συμπιέζεται ένας αρχέγονος ψυχισμός, που με αμετάλλακτα τα δικά του συναισθηματικά και φυλετικά στοιχεία, εξακολουθεί να διατηρείται μέσα τους. Τότε τα πρόσωπα αισθάνονται αδικαίωτα, συνειδητοποιούν ότι δεν είναι ευτυχισμένα, χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθούν τα αίτια, η ζωή τους χάνεται στο τίποτα. Το πρόσωπο που έχει την κασέτα είναι το μόνο που φαίνεται να ξέρει. Με αγωνία βιώνει τον χάσιμο, την εξαφάνιση της ζωής.

Αποκομμένος μέσα του από κάθε καθημερινότητα, συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα της Μεγάλης Πράξης, που θα τον δικαιώσει σαν ύπαρξη. Πολύ μακριά από τους άλλους, περιτριγυρισμένος όμως ασφυκτικά από αυτούς, μοιάζει να είναι, από την αρχή ως το τέλος, ο πιο δυνατός και μαζί ο πιο αδύναμος».

 

Φώτογραφίες: Βασιλόπουλος Λεωνίδας

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following