Μαρία Σουλτάτου – Να νιώθεις την απόλυτη αποδοχή του κόσμου, το κλάμα του, το άγχος του, εγώ αυτό το έχω εισπράξει.
Την πρώτη φορά που άκουσα την Μαρία Σουλτάτου πρέπει να ήμουν 16 χρονών. Κάπως είχε βρεθεί στα χέρια μου μια κασέτα με το τραγούδι “Μπαρμπα- Γιαννακάκης”, έβαλα να παίξει και… την έλειωσα στο κασετόφωνο από τις πολλές επαναλήψεις! Δεν ήξερα ποια τραγουδίστρια άκουγα, ούτε τι ήταν το συγκεκριμένο τραγούδι, δεν ήταν καν σύμφωνο με τα μουσικά μου γούστα εκείνης της εποχής, αλλά δε μπορούσα να σταματήσω να το ακούω!
Αργότερα, ξεκινώντας να δουλεύω στην Αθήνα, πήγαινα στην παλιά Μαρκίζα και την άκουγα για να “κλέβω” την ερμηνεία της. Ήθελα διακαώς να τη γνωρίσω προσωπικά. Ήθελα να δω αν αυτό που άκουγα, ανταποκρίνεται στην προσωπικότητά της. Ήθελα να μην απογοητευτώ, όπως απογοητεύτηκα από άλλους ανθρώπους που γνώρισα προσωπικά, μετά από χρόνια ακρόασής τους από τα ραδιόφωνα.
Διάβασα σε συνεντεύξεις που υπάρχουν στο διαδίκτυο ότι οι πρώτες επαφές με τη μουσική ήτανε στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, με μουσικούς που ήταν και φίλοι της οικογένειας, συγγενείς.
Ο πατέρας μου ήταν η αφορμή. Ο πατέρας μου έπαιζε λύρα και τ’ αδέρφια μου έπαιζαν όργανα και το σπουδαίο ήταν ότι αυθόρμητα στηνόταν όλο αυτό και ο χορός και το γλέντι… μετά από το βραδινό φαγητό, έτσι ξαφνικά από το πουθενά, ξεκινούσε ο πατέρας με τη λύρα και γινόταν το γλέντι!
Έκανε αυτό το βίωμα τη διαφορά, όταν τελικά αποφασίσατε να δουλέψετε σαν τραγουδίστρια, στο πώς βιώνετε εσείς η ίδια τη μουσική, αλλά και στο πώς τη μεταδίδετε;
Εγώ κρίνω οτι ήταν πολύ σημαντικό το οτι μεγάλωσα ακούγοντας μουσική, γνωρίζοντας σπουδαίους ανθρώπους, αυτά πέρασαν μέσα μου, αγάπησα τη μουσική από πολύ μικρή, γνωρίζοντας την μέσα από ανθρώπους- μύθους: το Νίκο τον Ξυλούρη, το Βασίλη το Σκουλά, το Μουντάκη, τον Καλομοίρη (εννοώ το Γιωργαντό από τα Ανώγεια )… Με επηρέασε η μουσική του τόπου μου, αλλά όχι μόνο, καθώς η τεχνολογία είχε αρχίσει να εισβάλλει πια, με τα πικ απ, τα κασετοφωνάκια και τα ραδιόφωνα… Ο πατέρας μου ήταν λάτρης αυτών, οπότε από το πρωί ξεκινούσε η μουσική στο σπίτι με ακούσματα διάφορα, μικρασιάτικα και λαϊκά.
Και η πρώτη επαφή με το κοινό ήταν…
Η πρώτη μου εμφάνιση σε κοινό ήταν στα “Καστρινά Ταλέντα” στο Ηράκλειο, σ’ ένα διαγωνισμό ταλέντου. Είπα ψέματα, γιατί εγώ ήμουν 11 χρονών και δεν επιτρεπόταν να πάρει μέρος κάποιος κάτω των 14 ετών! Πήγα γιατί ήθελα να δω αν αυτό που κάνω αγγίζει κάποιους, αν είμαι καλή. Πήγα , λοιπόν, εκεί με κόστος προσωπικό (γελάει), γιατί ο πατέρας μου δεν ήθελε καθόλου να κάνω αυτό το πράγμα, βγήκα πρώτη στο νομό Ηρακλείου, μετά στο Παγκρήτιο βγήκα δεύτερη λόγω ηλικίας, γιατί αποκαλύφθηκε η απάτη και δεν υπήρχε περίπτωση να εκτελέσω τους όρους του βραβείου, δηλαδή να δουλέψω- αυτό ήταν το βραβείο, έκλεινες συμβόλαιο και δούλευες σε μαγαζί! Εγώ, φανταστείτε, δεν είχα πάει ακόμα 1η Γυμνασίου! Πήρα, παρ’ όλ’ αυτα, την πρώτη σφραγίδα, τις καλές κριτικές, πράγμα που με έπεισε ότι αυτό θα μπορούσε να αφορά κάποιους ανθρώπους…
Αργότερα, στα 14, πήγα στο “Να η Ευκαιρία”, πάλι λέγοντας ψέματα στον πατέρα μου ότι πάω να δω κάποιο θείο στην Αθήνα (γελάμε), με τη θρυλική επιτροπή: τη Ροζίτα Σώκου, τον Παπαδόπουλο, το Γρηγορίου, τον Κατσαρό και τη Σάσα Νταρή. Τότε υπέγραψα ένα συμβόλαιο με μια δισκογραφική εταιρία, υπέγραψε κι ο πατέρας μου, καθώς ήμουν ανήλικη, με μεγάλη δυσφορία- ήταν πολύ βαρύ για μια οικογένεια από τα Ανώγεια να είναι η κόρη τραγουδίστρια, καταλαβαίνετε… Ε, και με το που τελείωσα το σχολείο ξεκίνησα να δουλεύω!
Πόσο εύκολο είναι να διαλέξεις αυτή τη δουλειά, σα μοναδική δουλειά; Φαντάζομαι μέσα στα χρόνια θα υπήρχε ο πειρασμός να βρεθεί μια άλλη δουλειά, με πιο σταθερές αποδοχές, πιο κανονικό ωράριο, με μεγαλύτερη εξασφάλιση… το σκεφτήκατε ποτέ αυτό σαν προοπτική;
Όχι…Ήταν αυτό που ήθελα πάντα να κάνω, γεννήθηκα με αυτό… Όταν λέω με “αυτό”, εννοώ με την εκτόνωση τη δική μου, αλλά και με τη σκέψη να απαλύνω τους ανθρώπους με τη γιατρειά της μουσικής, από παιδί πίστευα ότι η μουσική είναι φάρμακο…
Δεν ήταν, δηλαδή, ποτέ θέμα καριέρας ή κάτι τέτοιο, ήταν καθαρά από την αγάπη για τη μουσική και μέσα από εσάς…
Πιστέψτε με, είχα πάρα πολλές ευκαιρίες να κάνω καριέρα, όπως πολλές συνάδελφοί μου, σε μεγάλα μαγαζιά, ήταν πολύ εύκολο για μένα. Όμως, εγώ ακούγοντας αυτές τις καταπληκτικές φωνές, ήθελα να ζήσω το ταξίδι, να δουλέψω με κλασικούς τραγουδιστές, με επέλεγαν ή επέλεγα εγώ να συνεργαστώ με ανθρώπους- μύθους, με αυτούς που άκουγα στο ραδιόφωνο… Και θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο που κατάφερα να συνεργαστώ με τους περισσότερους από τους θρύλους του ελληνικού ρεπερτορίου.
Η αλήθεια είναι ότι οι συνεργασίες σας είναι εξαιρετικές!
Ένα ταξίδι ήταν, ένα ταξίδι στο παρελθόν… τότε το ζούσα και σήμερα το μεταδίδω, κι αυτό είναι μαγικό, γιατί… τι πάει να πει καριέρα; Σημαίνει να έχω χρήματα, να έχω δόξα; Όχι. Καριέρα είναι να νιώθεις γεμάτος! Να νιώθεις την απόλυτη αποδοχή του κόσμου, το κλάμα του, το άγχος του, εγώ αυτό το έχω εισπράξει. Και αυτός είναι ο λόγος που θα συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω, για όσο περισσότερο μπορώ! Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κέρδος από αυτό. Αυτό είναι η καριέρα για εμένα…
Όταν είναι κανείς επιλεκτικός στη δουλειά του, πόσο εύκολο είναι να βρεθεί υλικό να δισκογραφήσει, ειδικά όταν έχουν προηγηθεί συνεργασίες με τον κύριο Μιχάλη Τερζή, με τον κύριο Θεοδωράκη, τον κύριο Ξαρχάκο…;
Το κοινό κριτήριο είναι η διατήρηση της ίδιας ποιότητας. Έχω συνεργαστεί και με το Νίκο τον Παπακώστα και με πολλούς… Μια συνεργασία την οποία θεωρώ σημαντική είναι αυτή με το Βαγγέλη το Σίνο, ο οποίος μου έδωσε πάρα πολύ ωραία τραγούδια και ήταν κι ένας φίλος, είναι για μένα μια μεγάλη απώλεια, σα να έχασα κάποιον από την οικογένεια μου…
Τους αντιμετωπίζω όλους με την ίδια σοβαρότητα, προσέχω πάρα πολύ το λόγο, όπως και τη μουσική, βέβαια. Προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω τη σκέψη τους, να μεταφέρω στον κόσμο αυτό που επιθυμούν να πουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σα να προσφέρω ένα πολύ καλό φαγητό, που είναι γλυκό, που είναι εύπεπτο, που κρατάει καλή παρέα. Αυτός είναι ο λόγος που έχω κάνει δισκογραφικά ότι έχω κάνει. Και ευτυχώς, μέσα από το διαδίκτυο, έχει βοηθηθεί πολύ η δική μου η ιστορία, υπάρχει πια η ευκαιρία να έρθω σε επαφή με τον κόσμο.
Στις ζωντανές εμφανίσεις, παρατηρείτε διαφορά στο κοινό τα χρόνια της κρίσης; Παρατηρείτε διαφορές στο πώς αντιλαμβάνονται τη μουσική, δυσκολεύονται να χαλαρώσουν και να την απολαύσουν…
Εγώ τα τελευταία 4- 5 χρόνια παρατηρώ μια στροφή του κόσμου στο αληθινό. Δηλαδή, όταν κανείς έχει υστέρημα, δε θα πάει να ακούσει κάτι φαιδρό, που δεν του προσφέρει απολύτως τίποτα, κάτι που δε θα ψιθυρίσει φεύγοντας… Γι αυτό και υπάρχει αυτή η φοβερή αναταραχή στο χώρο δουλειάς μας, οι άνθρωποι επενδύουν πιο σοβαρά στις εξόδους τους.
Παρακολουθείτε γενικά το τι γίνεται στο χώρο, προλαβαίνετε; Γιατί σε αυτή τη δουλειά το πρόγραμμα πολλές φορές είναι ιδιαίτερα δεσμευτικό…
Δεν προλαβαίνω, είναι η αλήθεια. Τώρα που ξεκίνησα εγώ να διδάσκω φωνητική στο χώρο της Σίας Κοσκινά, στο Νέο Ηράκλειο, έρχομαι σε επαφή με νέα παιδιά και είναι συγκινητική η δίψα τους να μάθουν πράγματα, το ενδιαφέρον τους.
Θεωρώ οτι είναι σημαντικό που επιλέγουν εσάς για να μάθουν, έναν άνθρωπο που δεν προβάλλεται σε εκπομπές τύπου life- style, οι οποία στοχεύουν σε αυτές τις ηλικίες… Προφανώς, αναζητούν μια άλλη ποιότητα ως προς το ρεπερτόριο τους, ως προς το ήθος που θέλουν να επιδείξουν- γιατί ο δάσκαλος μεταφέρει και εξωμουσικά στοιχεία στους μαθητές του, αν θέλει να θεωρείται δάσκαλος, έτσι δεν είναι;
Κοιτάξτε, το ήθος ξεκινάει μέσα από την οικογένεια. Θα σας αναφέρω ένα περιστατικό που συνέβη στα “Μπουζούκια των Αγγέλων” μια Κυριακή μεσημέρι. Ήρθε ένα κοριτσάκι 6- 7 χρόνων, με την οικογένειά του. Ήταν πολύ γλυκό παιδί και το ρώτησα τι θέλει να ακούσει. Μου απάντησε: “Ότι θέλετε από Χατζιδάκι”. Έδωσα συγχαρητήρια στην οικογένεια. Κι αυτό, όχι γιατί θεωρώ οτι μόνο ο Χατζιδάκις έχει ποιότητα, αλλά γιατί είναι ένα παιδί που μεγαλώνει γλυκά, ζεστά και με πολλή αγάπη, που του προσφέρθηκε κάτι σημαντικό για την ψυχή του. Η μουσική διαμορφώνει το χαρακτήρα και την ψυχούλα των παιδιών, διαμορφώνει έναν άνθρωπο.
Έχετε οικογένεια, κυρία Σουλτάτου;
Ναι, έχω ένα γιο 22 ετών και είμαι πολύ ευτυχισμένη γι’ αυτό. Και έχω δει έμπρακτα πόσο η μουσική επηρεάζει τα παιδιά. Εγώ έλεγα στο γιο μου νανουρίσματα όταν ήταν βρέφος, του τα ψιθύριζα στ’ αυτί… Όταν αργότερα ηχογράφησα ένα από αυτά, εκείνος το θυμήθηκε! Ενώ άκουγε τότε 50 Cent και τέτοια… Μου έκανε εντύπωση αυτό, είναι κάτι που θα ήθελα να πω στις μητέρες που διαβάζουν τη συνέντευξη, ο ρόλος τους είναι σπουδαίος, δεν είναι ασήμαντος κι αστείος, όπως συχνά παρουσιάζεται!
Υπάρχει κάτι σημαντικό εκτός από τη μουσική στη ζωή σας, κάτι που το κάνετε με πάθος και σας εκτονώνει;
Μου αρέσει πολύ η ζωγραφική, ασχολούμαι. Μου αρέσουν τα έντονα χρώματα, αγαπώ να απεικονίζω τα λουλούδια στον καμβά… Είναι πολύ ευαίσθητο και δύσκολο θέμα, αλλά το βλέπω σαν πρόκληση!
Υπάρχουν μέρη στην Αθήνα που σας δίνουν αυτή την αίσθηση της έκπληξης, που σας αρέσει να τα περπατάτε; Είναι η Αθήνα μια πόλη που αγαπάτε; Είναι μία πόλη που αγαπάει τους ανθρώπους;
Μου αρέσει η περιοχή γύρω από το Μοναστηράκι… Μου αρέσει να ανεβαίνω εκείνα τα σκαλάκια στην Πλάκα, να πίνω ένα καφέ κοιτώντας τη θέα από ψηλά. Μου αρέσει πάρα πολύ η Αθήνα! Είναι μια πόλη αδικημένη, παρά την κρίση και εδώ μπορείς αυτήν την εποχή, με την προσφυγιά έξω από την πόρτα μας, να δεις αυτό το φαινόμενο που οι Έλληνες ενώνονται για να διώξουν τον εχθρό, όχι τον πρόσφυγα, αλλά τον αληθινό εχθρό, αυτόν που κάνει κουμάντο!
Για να συνεχίσουμε με τη μαγεία στη μουσική: πείτε μου δυο λόγια για τη συνεργασία με το Μανώλη τον Καραντίνη.
Η συνεργασία αυτή ξεκίνησε από την κυρία Άννα Μπουκουβάλα, τη στιχουργό της δουλειάς αυτής, που έχει τίτλο “Σημάδι μιας αρχής”. Εκείνη επέμενε να με γνωρίσει, μέσω του Βαγγέλη του Σίμου, με αποτέλεσμα να έχω πια και μια καινούρια φίλη. Ο Μανώλης ο Καραντίνης έγραψε υπέροχη μουσική πάνω στους στίχους της και προέκυψαν τα τραγούδια του άλμπουμ. Είναι λαϊκά τραγούδια, αλλά με μια άλλη όψη, διαφορετική… Η φιλοδοξία μου είναι η δισκογραφική αυτή δουλειά μου να κρατήσει μια πολύ όμορφη παρέα. Η εμπειρία στο στούντιο ήταν καταπληκτική!
Είναι, πάντως, εντυπωσιακή η συνάντηση σε ένα δίσκο τέτοιων μεγεθών…
Με το Μανώλη γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια, από τη συνεργασία μου με τη Γιώτα Λύδια, την εποχή που έκανε την επάνοδό της μετά από 17 χρόνια απουσίας. Ήμασταν κι οι δυο πιτσιρίκια όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε! Συνεργαστήκαμε στο “Αμάν Αμήν”, με την Πόλυ Πάνου στο “Ονείρου Ελλάς” στον παλιό Διογένη… Δεν είχε τύχει, όμως, να συνεργαστούμε δισκογραφικά. Θεωρώ οτι μου έγραψε υπέροχα τραγούδια, πάνω στους εξαιρετικούς στίχους της Άννας…Ήταν μια σπουδαία εμπειρία, τους ευχαριστώ πολύ!
Έχετε παρουσιάσει το δίσκο στο κοινό, επίσημα;
Κάναμε την παρουσίαση στις 25 Φεβρουαρίου και ήδη το άλμπουμ πωλείται στον Ιανό. Και φυσικά, τα τραγούδια παρουσιάζονται κάθε βδομάδα στο μαγαζί του Μιχάλη του Δημητριάδη “Στων Αγγέλων τα Μπουζούκια”, σε ένα χώρο που ενδείκνυται… Εκεί λέμε λαϊκά τραγούδια, δηλαδή τραγούδια που βγαίνουν από τον κόσμο και απευθύνονται στον κόσμο. Η μουσική σε αυτούς τους χώρους δημιουργεί μια μικρή πολιτική συγκέντρωση, γίνεται κώδικας επικοινωνίας. Τραγουδάμε όλοι μαζί, γινόμαστε μια μεγάλη παρέα.
Εκεί εμφανίζεστε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ και Κυριακή μεσημέρι…
…και αργίες και οποιαδήποτε μέρα θεωρούμε οτι έχει ανάγκη ο κόσμος να βγει! Είναι μια συνεργασία… σχεδόν οικογενειακή!
Διέκοψα τη συνέντευξη γιατί αντιλήφθηκα οτι είχα την επιθυμία να πάρω κι άλλο τσάι και να συζητήσω μαζί της πράγματα που δεν αφορούν μια συνέντευξη, και οτι μπορεί να συνέχιζα τη συνάντηση για πολύ περισσότερο από ότι ήταν σωστό! Δεν απογοητεύτηκα στιγμή από τον άνθρωπο που είχα απέναντί μου. Επιβεβαίωσα άλλη μια φορά οτι στη σκηνή δε μπορούμε να κρυφτούμε.
Η Μαρία Σουλτάτου είναι αυτό που δείχνει. Κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι ερμηνεύτρια με δική της προσωπικότητα και τρόπο. Δε μοιάζει, δε μιμείται, δεν υποκρίνεται. Ζει μια ζωή, εντός κι εκτός μουσικής, που είναι αποκλειστικά δική της.
Δε μπορώ παρά να ευχηθώ να της έρθουν όλα όσα ποθεί και να την ξαναδώ σύντομα, χωρίς άλλο λόγο πέρα από την κοινή μας επιθυμία για παρέα!