Γιάννης Νιάρρος – Το θέατρο είναι η πραγματική επικοινωνία με τον άνθρωπο και για αυτό πάντα θα το προτιμώ.
O Γιάννης Νιάρρος, ένα ακμάζων παιδί ετών 23, αντεπεξήλθε σε ένα σημαντικό ρόλο με μεγάλη επιτυχία και χαράζει τον δικό του δρόμο στον χώρο της υποκριτικής. Κι όλα δείχνουν πως θα συνεχίσει να το κάνει. Και θα το κάνει επιτυχημένα, γιατί έχει όραμα και ψυχή. Βρεθήκαμε στο εθνικό θέατρο όπου και βρίσκεται αυτή τη περίοδο ως Ρασκόλνικοφ στο καθηλωτικό «Έγκλημα και τιμωρία». Αφού αναλύσαμε λίγο το πόσο μπερδεύει τον κόσμο η συγγραφή του επωνύματός μας, ξεκίνησα τις ερωτήσεις και τις απάντησε (σχεδόν) όλες. Ξεκίνησε το θέατρο από μικρός, ήταν από τα παιδιά που ήξερε το τι θέλει να «γίνει όταν μεγαλώσει» χωρίς να αλλαξοπιστεί ποτέ.« Μαμά θέλω να γίνω αυτό που βλέπω στην τηλεόραση» ομολόγησε στα δώδεκα του στην μητέρα του. Ήθελε να κάνει τον κόσμο γύρω του να (χαμο)γελάει με το να εμιμείτο πράγματα και καταστάσεις που έβλεπε στην οθόνη. Έτσι, έπαιξε σε ένα σίριαλ και στα 14 του βρέθηκε στον θεατρικό όμιλο όπου κάθε χρόνο έδινε μια παράσταση. Βγαίνοντας από εκεί ο Γιάννης Νιάρρος , έκανε ένα χρόνο ερασιτεχνικό θέατρο και στο λύκειο ξεκίνησε η επαγγελματική του ενασχόληση με το πάθος του. Μπήκε στη σχολή του Εθνικού και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Μιλώντας μου, συνειδητοποίησα πόσο κατασταλαγμένος και ερωτευμένος είναι με τη δουλειά του. Ευγνώμων για όλους τους δασκάλους που είχε μέχρι τώρα, τονίζοντας συνέχεια το πόσο τον έχουν βοηθήσει και καθοδηγήσει όλοι μαζί και ο καθείς ξεχωριστά.
Σε ποια παράσταση θα ήθελες να έχεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο;
Θα ήθελα να πρωταγωνιστήσω πολύ στον Ορέστη. Το θεωρώ διαχρονικό και μεγαλεπήβολο. Όλα τα διαχρονικά έργα κρύβουν ένα κομμάτι του εαυτού μου και θα ήθελα πολύ να αναμετρηθώ μαζί τους.
Πόσο μεγάλη διαφορά έχει η υποκριτική στο θέατρο με αυτή στον κινηματογράφο;
Όπως είχε πει και ο υπέροχος Michael Caine, «Η υποκριτική στο σινεμά είναι σα να κρατάς νυστέρι ενώ στο θέατρο μπαλτά». Στο σινεμά όλα μικραίνουν και όλα παίζουν μεγάλο ρόλο. Το βλέμμα, η κίνηση που συνεχίζει, όλα είναι άρτια μελετημένα. Στο θέατρο φαίνονται να είναι πιο σωματοποιημένα τα πράγματα και πρωταρχικό ρόλο παίζει το γκροτέσκο. Αν θες να κάνεις κάτι ρεαλιστικό στο θέατρο, σίγουρα πρέπει να ξεκινήσεις με κάτι υπερβολικό και επάνω. Το θέατρο είναι ξεκάθαρα πιο βιωματικό. Κοιτάς τον άλλο στα μάτια απευθείας όποτε είναι μεγαλύτερη η πρόκληση να μπορέσει να δεχθεί και να πάρει το συναίσθημα που θες να του περάσεις, συγκριτικά με τον κινηματογράφο όπου κάποιος σε κατευθύνει και έχεις πολλές προσπάθειες να πετύχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το θέατρο, είναι η πραγματική επικοινωνία με τον άνθρωπο, τον θεατή, για αυτό και το προτιμώ.
Τον ρωτάω για το πως αισθάνθηκε την πρώτη φορά που μαζεύτηκαν όλο το επιτελείο να δουν το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας και χαμογελά απευθείας. «Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον εαυτό μου στη μεγάλη οθόνη, οπότε πριν αρχίσω να κρίνω έπρεπε να ηρεμήσω και να αποδεχθώ πως βλέπω και ακούω τη φωνή μου αρχικά και έπειτα να διαχειριστώ την διαφορετικότητα του εαυτού μου από το πως με φανταζόμουν να είμαι όντας σε ένα ρόλο στο τελικό στάδιο πια που βλέποντάς με να υποδύομαι τον ρόλο μου και ταυτόχρονα να μπορώ να με δω κι εγώ ο ίδιος. Στην πρώτη προβολή όπου ουσιαστικά ήταν αναγνωριστική, έφυγα αγχωμένος ως προς τη δική μου υποκριτική και επίδοση. Η επόμενη ήταν πολύ πιο ψύχραιμη και λεπτομερής όσον αφορά τα λάθη μου και τα σημεία εξέλιξης μου.
Γιατί κατά την γνώμη σου είχε τόσο μεγάλη απήχηση ο «Νοτιάς»;
Γιατί εμπορικά και ποιοτικά δόθηκε στην ταινία η απαραίτητη προσοχή και κατεύθυνση, μιλά για μια εποχή όπου οι γονείς μας έχουν ζήσει και βιώσει τόσα συναισθήματα και αντίστοιχα εμείς ζούμε τώρα το αντίκτυπό εκείνων των εποχών και τα αποτελέσματα τους. Οι μεγαλύτεροι λοιπόν ίσως να βλέπουν τον εαυτό τους στο πρόσωπο του Αναστάση. Οι νεότεροι από την άλλη βλέπουν μια ερωτική ιστορία και έναν νέο που ζει τους πρώτους «εφηβικούς» προβληματισμούς με τα αιώνια, διαχρονικά ερωτήματα του «ποιος είμαι, τι θα κάνω στη ζωή μου» και τις ερωτικές απογοητεύσεις που λίγο πολύ όλους μας αγγίζουν και μας θυμίζουν κάτι που κι εμείς κάποτε έχουμε ζήσει. Όλα αυτά παντρεμένα με την υπέροχη αισθητική και οπτική του Τάσου Μπουλμέτη.
«Πάνω από όλα, αυτή η ταινία ήταν για εμένα ένα μεγάλο σχολείο. Από το θέατρο στον κινηματογράφο ήταν μεγάλο το άλμα μα είχα την ευκαιρία να δοκιμαστώ σε πολλές σκηνές και σε πολλές δύσκολες συνθήκες και να βρω τις αντοχές και τα όρια μου.»
Ποια λέξη έχεις βαρεθεί να ακούς τον τελευταίο καιρό;
«Όνειρο».
Μια φράση από ένα βιβλίο που σε έχει στοιχειώσει.
-Υπάρχουν τρεις κατηγορίες πλήξης. Η παθητική πλήξη : Η κοπέλα που χορεύει και χασμουριέται. Η ενεργητική πλήξη : Οι λάτρεις των χαρταετών. Η εν εξεγέρσει πλήξη : Η νεολαία που καίει αυτοκίνητα και σπάει βιτρίνες .
Ποιο είναι το αγαπημένο σου κόμικ;
Ο Ποπάυ.
Τι δεν αποχωρίζεσαι ποτέ;
(Δυστυχώς), το τσιγάρο.
Γιατί οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη την τέχνη;
Δύσκολη ερώτηση. Αυτό ακριβώς ερευνώ κι εγώ από τα 14 μου που ξεκίνησα να παίζω. Και διερωτώμαι. Κάνω τέχνη; Tι είναι τέχνη; Γιατί την έχω τόσο ανάγκη; Xρειάζεται η τέχνη; Eίναι ο λόγος που παραμένω καλλιτέχνης, όχι μόνο πάνω στην σκηνή αλλά και στη ζωή μου, προσπαθώντας να δώσω απάντηση σε όλα αυτά σε συλλογικό επίπεδο κι όχι μόνο σε ατομικό.
Σκληρή δουλειά ή τύχη;
Και τα δύο σε έναν υπέροχο, λαχταριστό συνδυασμό.
Σε εσένα τι έχει συμβάλλει περισσότερο θεωρείς;
Την τύχη μας απλά την δεχόμαστε. Η σκληρή δουλειά πηγάζει καθαρά από εμάς και ταυτόχρονα το ένα τροφοδοτεί το άλλο.
Έγκλημα και τιμωρία. Τι ξεχωριστό έχει ο ρόλος που υποδύεσαι και συγχρονίζεται με κάποιον σύγχρονο προβληματισμό που έχουμε εν έτη 2016 στην Ελλάδα;
Ρασκόλνικοφ σημαίνει διχασμένος στα ρώσικα, καλό-κακό , να αγαπώ τους γύρω μου, να μισώ τους διπλανούς μου, να κάνω οικογένεια, να τους παρατήσω, οτιδήποτε δίπολο μπορείς να σκεφτείς το έχει μέσα του ο ρόλος αυτός και το δουλεύει. Θέλει να ψηλώνει ο νους του, θεωρεί πως μπορεί να πράξει ένα έγκλημα για το καλό της ανθρωπότητας αλλά είναι πολύ απλά ένας αρρωστημένος τύπος που φοβάται το αίμα και τελικά είναι ένας «φλώρος» όπως όλοι μας οι μη εγκληματίες, οι ευσυνείδητοι. Ένα παράδειγμα στην σημερινή εποχή θα μπορούσε να είναι ο Ρωμανός. Στο έργο ο Ντοστογιέφσκι έβαλε τον Ρασκόλνικοφ να μετανοεί μέσα στην αποτυχία του βέβαια μιας και είχε ένα πλάνο να γίνει Ναπολέων και να σκοτώσει μια γριά που είναι κακιά και αρπάζει λεφτά από τον κόσμο,που στα μάτια του φάνταζε κοινωνικό παράσιτο, και σκοτώνοντας την να πάρει τα χρήματα και να τα επιστρέψει. Και να συνεχίσει την κοινωνική εκκαθάριση από τα κοινωνικά απόβλητα ώστε να βοηθήσει την ανθρωπότητα. Από τον πρώτο φόνο καταλαβαίνει πως δε μπορεί να το κάνει κι αυτή είναι η προσωπική του αποτυχία που φέρνει έπειτα την μετάνοια.
Τον κυνήγησες αυτόν τον ρόλο ή ήρθε σε εσένα;
Mε έφερε σε επαφή ο Θέμης Πάνου που συνεργαστήκαμε μαζί στην ταινία με τον Σωτήρη Χατζάκη και ήταν μεγάλη μου τιμή που με πρότεινε για έναν τόσο δύσκολο ρόλο.
Πως δουλεύεις τους ρόλους σου; Mε μελέτη ή σκηνοθετική κατεύθυνση;
Είχα την τύχη να δουλέψω με πολύ καλούς δασκάλους, τον Θέμη Πάνου, τον Ακύλλα Καραζήση, την Μαρία Κεχαγκίογλου που μου έμαθαν τους τρόπους και τις τεχνικές μα όλα καταλήγουν σε ένα πράγμα. Όλα είναι στο κείμενο με την έννοια πως δεν είναι τόσο περίπλοκο αρκεί να πιαστείς από την κάθε λέξη, άμα μιλήσεις την κάθε λέξη, αμέσως ο ρόλος είναι εκεί. Μετά από το καλό διάβασμα, έρχεται και το ένστικτο να αγκαλιάσει τον ρόλο και να ολοκληρωθούν.
Τι μουσική θα ακούσεις σπίτι σου;
Από ηλεκτρονική μέχρι τζαζ και ρέγγε. Από ελληνικά απολαμβάνω να ακούω Ικαριώτικα και Μυτιληνιά.
Αγαπημένο νησί και διακοπές;
Το χωριό μου. Την Μυτιλήνη.
Έναν ηθοποιό που θαυμάζεις πολύ.
Τον Παπαβασιλείου. Είναι καθηλωτικός.
Τι κάνεις εκτός θεάτρου;
Κάνω βόλτες τον σκύλο μου, δουλεύω ως κλόουν κατά καιρούς και απολαμβάνω να περνάω χρόνο με την κοπέλα μου. Α! Και γκρινιάζω συνεχώς σε όλους. Είμαι απίστευτα γκρινιάρης.
Τον ρωτάω κατά πόσο έχει επηρεαστεί η έκφραση του έρωτα τώρα που στην εποχή που διανύουμε όλο είναι ντυμένα με θλίψη και δυσκολίες γύρω μας. Ο Γιάννης Νιάρρος ετών 23, ευτυχώς διατηρεί την αισιοδοξία, την αθωότητα και την φωτεινότητα ενός παιδιού, παρόλο που έχει μπει για τα καλά στην ενήλικη ζωή. Καθόλου, μου απαντά με τον λαμπερό του χαμόγελο. «Ο έρωτας πάντα βρίσκει τον τρόπο. Δε βλέπω την γενιά μας και τους φίλους μου να έχουν επηρεαστεί στον συγκεκριμένο τομέα.” Με χαιρετά και φεύγει να ετοιμαστεί για την παράσταση. Σε μισή ώρα μέσα με έκανε να νιώσω πως τον ξέρω χρόνια. Μου χαρίζει ένα τελευταίο χαμόγελο και κατευθύνεται προς το καμαρίνι του χαιρετώντας όποιον συναντά στο διάβα του.