Μετά καραντίνα εποχή. Τέλη Ιουλίου, ημέρα Τετάρτη. Ώρα 3. Μόλις σχόλασα και χτυπάει το τηλέφωνο. Η κουμπάρα. Το σηκώνω. Ούτε γειά, ούτε καλημέρα, ούτε καλησπέρα, τι κάνεις, από τυπικά δηλαδή τίποτα.
– Καλά μωρή, δε ντρέπεσαι! Όοοοοχι, δε ντρέπεσαι! Τσίπα δεν έχεις πάνω σου? Θα μας τρελάνεις τελείως? Δηλαδή τι νομίζεις ότι κάνεις? Νομίζεις πως είναι σωστό αυτό που κάνεις? Μας δουλεύεις μου φαίνεται! Ντροπή σου! Σε παρακολουθώ εγώ! Όλα τα βλέπω! Τη μια από δω, την άλλη από κει.. όλο σουλατσάρεις! Τα βλέπω εγώ όοοολα στο facebook και στο instagram! Ανεβάζεις και στόριζ, ου να μου χαθείς! Εμείς είμαστε εδώ στην πόλη και εσύ εκεί στο νησί τη ζωάρα σου! Για μπάνιο πας, πααας! Για ποτό πας, πααας! Για μπιρίμπα πας, πααας! Για φαγητό πας, παααας.. παντού παααας, μέχρι και Τήνο και Μύκονο πήγε η αφεντιά σου! Άι σιχτίρ πχια!
… μιλάμε για μεγάλο πολυβόλο.. ασταμάτητη.. ούτε ο πατέρας μου στο Λύκειο δεν με είχε πάρει έτσι μονότερμα.. με έχει αρπάξει από τα μούτρα, μου κόβεται η ανάσα, με χτυπά σαν το χταπόδι, δεν προλαβαίνω τα απανωτά χτυπήματα..
– Καλέ, κάτσε να σου πω.. καλέ περίμενε.. στάσου, να σου εξηγήσω, δεν είναι αυτό που νομίζεις.. (Ιερά Εξέτασις! Μα τι μου ‘λαχε μεσημεριάτικα! Σα να είμαι ένα τοσοδούλι ανθρωπάκι σε ένα γιγαντιαίο δικαστήριο και πρέπει να εξηγήσω τα καθέκαστα. Ω ρε, τι έπαθα μεσημεριάτικα. Καταδικάζομαι σε θανατική ποινή και η Λουκά με ξαποστέλνει ως μετά-κορονοαμαρτωλή ξου ξου ξου, σιξ σιξ σιξ)
Έχεις ιδέα, πως είναι να ζεις σε νησί.. ναι, έχει κάποιες ευκολίες, δεν είναι και όλα ρόδινα σε όλους. Εμείς ζούμε την καραντίνα πριν την καραντίνα! Φεύγουν οι τουρίστες και οι σεζονιστες φίλοι μας και μένουμε μονάχοι σαν τις καλαμιές.. Tο walking dead, η αποκάλυψη και ότι ταινία έχεις δει στον αιώνα τον άπαντα, χωρίς μια ψυχούλα στο δρόμο.. και μέρα και νύχτα! Και μετά ήρθε η καραντίνα, έκαναν παρέλαση οι άγριες μέλισσες, το Netflix , οι τικτόκερζ και η γυμναστική, άνω και κάτω γνάθου, με κατ οίκον εργασία άνω 10ώρου, γιατί όλοι μπορούμε να γίνουμε σκλάβοι για ακόμα έναν αιώνα.
Είναι Ιούλιος, στα 15 χρόνια που ζω στο νησί είναι ο πρώτος Ιούλιος που όλα κινούνται πιο αργά. Όχι πως άλλοτε σκοτωνόμασταν στη δουλειά. Είπα για μια φορά στη ζωή μου, να ζήσω λίγο πιο ανθρώπινα! Όχι, πάντα από επιλογή! Είναι και η μετά-καραντίνα εποχή, όλοι στην ίδια μοίρα είμαστε. Και εδώ στο νησί – ένα Γαλατικό χωριό είμαστε – ο ένας στηρίζει τον άλλο και όλα κύκλο κάνουν. Μεταξύ μας στηριζόμαστε, μεταξύ μας τσακωνόμαστε. Ας πούμε..
• Να, ένας φίλος έχει ένα μπαράκι, άνοιξε τον Ιούνιο. Φέτος το φρέσκαρε λίγο… Άλλαξαν και τον κατάλογο στα ποτά! Είχαν δοκιμή στα κοκτέιλζ.. Ήρθε και ένας φευγάτος μπάρμαν από την πρωτεύουσα – όταν ελευθερώθηκαν τα πλοία και τα πηγαινέλα! Ε μαζευτήκαμε πέντε φίλοι και τρεις από το προσωπικό! Με κάλεσε! Να αρνηθώ; Να αρνηθώ τις δοκιμές στα ποτά πλάκα κάνεις; Να γίνω εγώ αγενής; Ε, τι να κάνεις; Να μην πας; Εμ, θα πας, δε θα παααας?
• Ο ξάδερφος μιας φίλης – χρυσό παιδί, μάλαμα – άνοιξε το παγωτατζίδικο για τη σεζόν. Έκανε και παιδί. Πηγαίνουμε να στηρίξουμε την προσπάθεια! Ξέρεις αλληλεγγύη και τέτοια! Φοβερό παγωτό! Ποιότητα! Τώρα τεστάρουμε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς γεύσεων! Κολλήσαμε! Εμ, θα πας, δε θα παααας?
• Η άλλη – κουμπάρα – άνοιξε το ξενοδοχείο, έβαλε και κάτι καινούριες γλάστρες με εξωτικά φυτά. Έχει και πισίνα! Πριν έρθουν οι πελάτες με κάλεσε να δω τα φυτά, να πω τη γνώμη μου! Βούτηξα τα πόδια στην πισίνα. Μιλάμε έγινε έξαλλη, μετά φώναζε σαν την τρελή! Λογοφέραμε – ξέρεις κλασικές οικογενειακές καταστάσεις απείρου κάλους! Αλλά με κάλεσε! Εμ, θα πας, δε θα πααας?
Πέντε μπάνια έχω κάνει όλα και όλα – μόνο τις Κυριακές. Όλοι οι Αθηναίοι πάνε και το Σάββατο και τον Αύγουστο πηγαίνουν διακοπές.. Εμείς εδω παλεύουμε στο μεροκάματο του τρόμου!! Τις δυο φορές είχε ρεπό ο άντρας μου – συμπέσαμε στα ρεπό – δε μας συμβαίνει και συχνά το καλοκαίρι! Σαν ξένοι καταντάμε μέσα στο ίδιο σπίτι.. Μόνο στον ύπνο συναντιόμαστε. Ε, ο άνθρωπος ήθελε θάλασσα και ρομαντζάδα! Στολιστήκαμε για την πλαζ, πήραμε τα συμπράγκαλα, ανοίξαμε τα δυο πτυσσόμενα καρεκλάκια, αλλά ξεχάσαμε την ομπρελίτσα! Δε βαριέσαι λέμε, ριλαξέσιο μέχρι τελικής πτώσης, μας πήρε και ο ύπνος, καήκαμε πατόκορφα – μόνο από την μπροστινή πλευρά, όμως.. Ονειρο σου λέω. Κάτσαμε μέχρι να πέσει ο ήλιος, φάγαμε και από δυο σουβλάκια στην επιστροφή, μιλάμε για μεγαλεία η ρομαντζάδα.. Μην τα συζητάς! Αλλά, γιατί να μην του κάνεις το χατίρι; Αφού ήθελε! Εμ, θα πας, δε θα πααας?
Τις προάλλες, ο πάππους απέναντι – ξέρεις είναι ψαράς – πήγε για ψάρεμα. Έβγαλε παραπάνω ψαράκια.. Πούλησε τα πιο πολλά, κράτησε μερικά και μας κάλεσε να φάμε με τη γιαγιάκα. Τα παιδιά τους είναι στο εξωτερικό – ο γιος στη Σουηδία και η κόρη στο Νιου Γιόρκ – δε θα έρθουν φέτος, δεν τους αφήνουν από τη δουλειά γιατί πήγαν όλα πίσω. Μεγάλοι άνθρωποι είναι. Νιώθουν αγωνία και μοναξιά. Μιλάνε μέσω κομπιούτερζ και στο viber, όπως λέει η γιαγιακα. Ε δε βρίσκεις εύκολα φρέσκο καλομαγειρεμένο ψαράκι – τζάμπα – με ζεστή παρεούλα! Εμ, θα πας δε θα παααας?
Ήρθε και η φίλη μιας φίλης στο νησί για μια δουλειά. Με πήρε τηλέφωνο. Μια μέρα θα έμενε μόνο! Για ένα δικαστήριο! Ήθελε να πάμε για τσίπουρα – είχε δει ένα μαγαζί στο trip advisor και φαγώθηκε! Λύσσαξε η κουκλίτσα! Αλλα τι να κάνω; Μόνη να την αφήσω; Ήθελα να είμαι και φιλόξενη, έτσι και για τη διαφήμιση του τόπου. Με κέρασε κιόλας! Ε τέτοιες εποχές δε λες όχι. Σε καλούν, θα πας. Εμ, θα πας, δε θα πααας?
Ε μια άλλη φορά, ταίριαξαν πάλι τα ρεπό με τον άντρα. Αφήσαμε τα παιδιά στην πεθερά για μια ώρα. Πήραμε δυο καφεδάκια και κάναμε βόλτα με το αυτοκίνητο. Το παίξαμε τουρίστες – έτσι και καλά στα ψέματα, να κάνουμε ότι κάνουν και οι άλλοι! Κότσαρα στο κεφάλι μια καπελαδούρα που μου είχαν κάνει δώρο μια φορά κι έναν καιρό, έβαλα και το κάλο μου το μαγιό και τυλίχτηκα με το παρεό – να νιώσω λιγο αέρινη, βρε αδερφέ! Μιλούσαμε και κάτι ξεχασμένα – αλά Γαρδέλης – αγγλικά μεταξύ μας! Έτσι για τη φάση! Κύκλο κύκλο το νησί, στα ίδια και στα ίδια! Και ξανά μανά να περνάμε από τα ίδια μέρη και να χαζεύουμε, σαν τους ηλίθιους! Αφού ταίριαξαν τα ρεπό, στήσαμε και το σενάριο, είχαμε λεφτά και για βενζίνη, να γελάσουμε θέλαμε, τι να κάνεις; Εμ, θα πας, δε θα πααας?
Η αδερφή του άντρα μου παντρεύτηκε! Έκανε γαμοβάφτιση… λίγοι καλεσμένοι – το λέει ο νόμος! Δεκαπέντε νοματαίοι, μη ξεφύγουμε και αναμεταξύ μας! Εννοείται πως ήμασταν καλεσμένοι! Είχαν και τραπέζι, οικογενειακό, μη φανταστείς σπουδαία πράματα, σε ένα απλό και ωραίο εστιατόριο. Βάλαμε τα καλά μας! Πήγαμε, χαρήκαμε, ευχηθήκαμε, γελάσαμε, φάγαμε, ήπιαμε, κλασικά τσακώθηκαν τα πεθερικά, ούρλιαζαν τα μωρά και έπειτα ήσυχοι ήσυχοι γυρίσαμε πίσω! Γάμος ήταν, οικογενειακός. Εμ θα πας, δε θα παααας?
Και η μπιρίμπα που λες.. συνήθεια! Ξεκινήσαμε πρόπερσι να παίζουμε μια στο τόσο στο σπίτι της γειτόνισσας. Τι να σου πω, κατέληξε σαν εκτονωτική ψυχοθεραπεία. Νέα μέθοδος. Μαζευόμαστε εκεί τετράδες και λέμε στους άντρες μας ότι κάνουμε προπόνηση να κατέβουμε σε τουρνουά. Δεν ασχολούνται αυτοί. Μας αφήνουν να παίζουμε. Και να σου οι μεζέδες και οι ξηροί καρποί, δώστου και τα κρασάκια μας. Τσακωνόμαστε, βριζόμαστε, ξεσπάμε.. όλα καλά! Και εν τέλει, υπάρχει όντως τουρνουά και δηλώσαμε συμμετοχή! Τώρα κάνουμε προπόνηση στης γειτόνισσας! Εμ, θα πας, δε θα παααας?
Καλέ, κάτσε να σου πω για την Τήνο και τη Μύκονο! Το τελευταίο αποκορύφωμα! Η θεία μου η Ευτέρπη, από τη Σέρρες. Τη θυμάσαι; Ναι, ναι αυτή η τσουπωτή! Πήρε σύνταξη μετά κόπους και βασάνων. Μιλάμε, της την έδωσε και ο εγκλεισμός της καραντίνας και το ντάντεμα σε όλους τόσα χρόνια! Παράτησε τον θείο Μενέλαο στις Σέρρες και ήρθε κουνάμενη συνάμενη σαν την Αμερικανίδα τουρίστρια να ζήσει το όνειρο. Με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει “έρχομαι!”, ούτε μα, ούτε μου! Και παραλαμβάνω, που λες, τη θεία από το πλοίο. Ούτε που τη γνώρισα! Ούτε η Βασιλειάδου στη θεία απο το Σικάγο. Με τεράστια γιαλούμπα μετακατοχική, κρεπαρισμένο μαλλί λάχανο και ένα κουβερλί από πάνω, και καλά μποχο-μπογο, ένα τεράστιο κολιέ σαν κάδρο και ένα μεγάλο, χρυσό ρολόι στο χέρι, σαν τοίχου ήταν!
“Ήρθα να ζήσω τη ζωή μου”, είπε “Θα κάνουμε και διακοπές. Κερνάω εγώ” είπε. Πήρα μια γνωστή από την Τήνο, βρήκαμε οικονομικό δωμάτιο και πλεύσαμε για προσκύνημα, να σβήσουμε τις αμαρτίες της θείας προ και μετά Μυκόνου! Γιατί ότι γίνει στη Μύκονο θα μείνει στη Μύκονο, είπε! Προσκυνήσαμε, αμέ! Την άλλη μέρα πήγαμε στη Μύκονο! Μείναμε σε μια άλλη γνωστή που ακόμα δεν είχε κόσμο στα δωμάτια! Και εκεί ένα βράδυ, μη φανταστείς, γύρω γύρω στη χώρα! Κυκλοφορούσε η Ευτέρπη συνεχώς με ένα μοχιτο-πακέτο.. σταματούσαμε κάθε λίγο και αγόραζε και άλλο, τα ρουφούσε δίχως αύριο.. Έγινε ντέφι, την έχασα σε κάτι στενά σε κάποια φάση! Τη βρήκα στους μύλους να βγάζει σελφι παραμάσχαλα με μερικές σακούλες από ακριβά μαγαζιά!! Μιλάμε ρεζίλι έγινα! Αλλάαααα, κερνούσε είπε, και το έκανε.. τι θα κάνεις αγαπητή μου; Εμ, θα πας δε θα πας;
Κάπου εκεί, μέσα στη ντάλα του μεσημεριού που κοντεύω να γονατίσω στην καυτή πλάκα για να ικετέψω να δεχθεί η κουμπάρα-δήμιος την ομολογία μου.. συναντώ τη παιδική μου φίλη, τη Μαρίκα, που ζει στο Λονδίνο. Κλείνω το τηλέφωνο άρων άρων! Καλωσορίζω το Μαρικάκι, όσο θερμά γίνεται δεδομένων των κορωνο-συνθηκών και πιστή στα μέτρα ασφαλείας. Είμαι σαν το πεντάχρονο και χοροπηδάω από τη χαρά μου μέχρι που ξεκινάει τον εξάψαλμο το Μαρικάκι.
– “Σε βλέπω εγώ! Σε παρακολουθώ στο instagram και στο facebook! Όλο σούρτα φέρτα μου είσαι! Ζωάρα κάνεις στο νησί!”
Πάγωσα σαν ιγκλού! Τα μάτια μου έγιναν σαν τα φρουτάκια ενός κουλοχέρη! Το κεφάλι μου άτμιζε σαν τρελαμένη χύτρα!
– Ρε Μαρικάκι! Όταν σε καλούν, εμ θα πας δε θα πας;
Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με ανθρώπους και καταστάσεις είναι πέρα για πέρα αληθινή!