Τσαρούχη από τον τόπο σου και πως μια αφιερωματική έκθεση καταλήγει να σ’ αφορά
Η ζωή στην Αθήνα δε χρειάζεται συστάσεις · υπάρχει και μπορεί ο καθένας να γίνει κομμάτι της. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς περιττές περιγραφές, χωρίς κόπο. Πάντα θα μετράει ο τρόπος που επιλέγεις να ζήσεις σ’ αυτήν, όπως και ο τρόπος που επιλέγει εκείνη να σου συστηθεί. Σύγχρονη ή παρακμιακή, μοντέρνα ή διχασμένη, ασθμαίνουσα ή κυρίαρχη. Είναι όλα κι είναι συνήθως στο μεταίχμιο η σχέση σου μαζί της, σαν αναποφάσιστη, σαν παρελθόν και μέλλον μαζί.
Στο ίδιο δίπολο κινούνται συνήθως και οι περισσότερες περιοδικές εκθέσεις του μουσείου Μπενάκη. Σαν ένας διάλογος παρελθόντος και μέλλοντος, που ο καθένας βγάζει εισιτήριο για την ερμηνεία που του ταιριάζει. Τέτοια είναι και η έκθεση ” Γιάννης Τσαρούχης. Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας “, που εγκαινιάστηκε λίγο πριν τις γιορτές στο κτίριο της οδού Πειραιώς, δίνοντας μια τονωτική ένεση στο ταμείο του Μουσείου. Η έκθεση αποτελεί το δεύτερο μέρος του αφιερώματος που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη στο έργο του Γ. Τσαρούχη, ολοκληρώνοντας αυτό που ξεκίνησε το 2012, όταν βρέθηκε να φιλοξενεί τη συλλογή του Ιδρύματος Γιάννης Τσαρούχης, το οποίο από τότε παραμένει σκανδαλωδώς κλειστό λόγω έλλειψης συντήρησης . Ο επισκέπτης όμως, ευτυχώς, δε θα μάθει ποτέ για τις συνθήκες αυτές που το έργο του ζωγράφου σήμερα αντιμετωπίζει. Αντιθέτως, θα θαυμάσει τη ζωή του μέσα από τα κυριότερα σημεία της, από τα ταξίδια στο εξωτερικό, τις κοπιαστικές σπουδές του πάνω σε διάσημους πλέον πίνακές του, τη γνωριμία με σημαίνοντα πρόσωπα του θεάτρου και των τεχνών, τις επιδοκιμασίες και τις αποδοκιμασίες που του επιφύλαξε ο τύπος στην εποχή του, και άθελά του θα αναρωτηθεί σήμερα ποια πρόσωπα μπορούν να πρωτοστατήσουν με τον τρόπο που ο Τσαρούχης έκανε στην πλούσια ζωή του και για τόσες δεκαετίες. Γιατί αυτό είναι πάντα το ελάττωμα των αφιερωματικών ή αναδρομικών εκθέσεων · σε φέρνουν μπροστά σε μια φτωχή πραγματικότητα ή τουλάχιστον φτωχότερη από αυτή που παρατηρείς από απόσταση. Άλλοι αυτό το ελάττωμα το λένε προγονοπληξία, άλλοι το λένε σύμπτωμα της.
Περιδιαβαίνοντας την τόσο προσεγμένη έκθεση, άκουγα τη φωνή του ζωγράφου από μια μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη του να συνοδεύει τους πίνακες και μαζί φωνές Γάλλων και Άγγλων και Ελλήνων, σκόρπιες μέσα στα πολλά τετραγωνικά της έκθεσης που ενδιαφέρθηκαν να αφιερώσουν λίγο από τον χρόνο τους. Είδα πρόσωπα που φωτίζονταν και παρατηρούσαν και συζητούσαν. Αυτό δεν το λέω προγονοπληξία, το λέω πέτρα στη λίμνη, που σε κάνει να σκεφτείς αν τα νερά σήμερα ταράζονται όσο θα ήθελες ή αν υπάρχει τρόπος να ταραχτούν που δε δοκίμασες. Αλλά κι αυτό είναι κομμάτι της πόλης κι όπως είπα παραπάνω, ο καθένας διαλέγει εισιτήρια.
Λίγο πριν βγούμε από το Μουσείο, περάσαμε από το υπέροχο πωλητήριο , όπου ένα κορίτσι κρατούσε ένα βιβλίο του Τσαρούχη στα χέρια του και διάβαζε σχεδόν εκστασιασμένη σελίδα σελίδα. Ίσως κι αυτό είναι μια πέτρα. Και η ζωή έξω από το Μπενάκη η λίμνη. Μπορεί τίποτα να μην κινείται ή και όλα, ακόμα κι όταν δείχνουν ατελή.
Εξάλλου όπως είπε και ο ίδιος ο Τσαρούχης ‘’τα έργα τέχνης που δείχνουν μη ολοκληρωμένα, τελειώνουν μόνα τους με τον καιρό.’’. Ας ευχηθούμε η νέα χρονιά να δείξει περισσότερα έργα.