Από μικρή μεγάλωσα μαζί του. Για κάποιο μυστήριο λόγο με ακολουθούσε παντού. Δε το καταλάβαινα τότε, τώρα πια όμως ξεχύνεται μπροστά μου και βλέπω πως κάθε δικός μου άνθρωπος έχει συνδεθεί μέσα μου μέσω κάποιου δικού του ποιήματος.
Είναι συγκλονιστικό πως ένα τραγούδι ή ένα ποίημα μπορεί να ξεδιπλώσει μπρος στα μάτια σου παιδικές, εφηβικές αναμνήσεις που δε ήξερες πως υπάρχουν μέσα σου.
Θυμάμαι κάτω από την κληματαριά στο εξοχικό μας την γιαγιά μου να σιγοτραγουδά φυτεύοντας πιπερίτσες στον κήπο της το Δελφινοκόριτσο και εμένα να χορεύω χωρίς κανέναν ρυθμό και να την κάνω να χαμογελά τραγουδώντας «Άιντε μωρό μου».
Τα καλοκαίρια ήταν ντυμένα από θάλασσα, ήλιο και παιχνίδια μα πάντα όταν σήμαινε η ώρα για ύπνο ξεκινούσε η γιαγιά να τραγουδά «Το `να χέρι μου κρατεί μέλισσα θεόρατη, τ’ άλλο στον αέρα πιάνει, πεταλούδα που δαγκάνει». Φεύγαμε τρέχοντας για το κρεββάτι!
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο πατριός μου έβγαινε για κρυφό τσιγάρο στο μπαλκόνι, έπαιρνε πάντα το μικρό μπλε κασετοφωνάκι και πατούσε play. Το δωμάτιο μου επικοινωνούσε με το μπαλκόνι του σαλονιού όποτε όταν άκουγα «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», ήξερα που θα τον βρω. Θυμάμαι να μην βγάζω και πολύ νόημα τότε από τους στίχους, αλλά η ιεροτελεστία του να αγναντεύουμε τον ουρανό παρέα ακούγοντάς το με συγκινούσε από τότε, κι ας ήμουνα παιδί.
-Κι έχε στο νου σου έχε στο νου σου πάντοτε μ’ ακούς; Το αχ που βγάνει ο σκοτωμός, το αχ που βγάν’ η αγάπη.-
Στην κατασκήνωση, σαν ομαδάρχισσα πλέον μετά από χρόνια ως κατασκηνώτρια , θυμάμαι να κάνουμε πρόβες στην χορωδία με τα παιδιά και να τους εξηγούμε το Ένα το χελιδόνι. Με απορία ένα παιδάκι με είχε κοιτάξει και με είχε ρωτήσει «Κυρία γιατί λέει πως ο θεούλης έκλεισε κάποιον στη θάλασσα. Έχει φυλακές και μέσα στη θάλασσα;». Εκεί κάπου ήταν το σημείο που με θυμήθηκα στο δημοτικό να τραγουδώ σε μία γιορτή «Της αγάπης αίματα,με πορφύρωσαν και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε». Φυσικά και δε μπορούσα να κατανοήσω ή να νιώσω, θυμάμαι ακόμη όμως την ανατριχίλα στο κορμί μου. Έτσι λοιπόν κι εμείς, επιμείναμε τα παιδιά της κατασκήνωσης να το πουν μιας και ξέραμε πως αν αγαπήσεις ένα άκουσμα, κάποτε θα φανερωθεί ξανά μπροστά σου και θα είσαι ικανός να το καταλάβεις νιώθοντας περήφανος που το είχες στη ψυχή σου μέσα χρόνια.
Χρόνια μετά, στον χωρισμό της μαμάς μου, αρκετά μεγάλη και χτυπημένη από έρωτα, λίγο από τα απωθημένα που ήδη είχαν δημιουργηθεί με πράγματα που δε κατάφερα να ζήσω ή να έχω κι εγώ, κατανόησα τον σιωπηλό πόνο που επικρατούσε. Όποτε ακούω τη φωνή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη στο «Παράπονο», πάντα μέσα μου κάτι σκιρτά. Ίσως να ήταν η πρώτη μετωπική σύγκρουση με την δύναμη που κρύβει ο πόνος της χαμένης πια αγάπης ή μάλλον καλύτερα της ζωής που δεν έζησε(και λαχταρούσε πολύ) κάποιος.
-Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.-
Και όταν ήρθε η σειρά μου να αγαπήσω και να κάνει τον κύκλο της η αγάπη αυτή, δίνοντας μου τόσο απλόχερα πόνο και μοναξιά, διαπίστωσα μια μέρα ξαφνικά πως ενώ λίγο με είχε εγκαταλείψει, τελικά πάλι δίπλα μου στεκόταν. Ψάχνοντας τα βιβλία μου, (πάντα βοηθά σε ένα νέο ξεκίνημα το διάβασμα και η γνώση, εμένα τουλάχιστον), εκεί μέσα στον χαμό, το βρήκα. Το Μονόγραμμα του Ελύτη. Δώρο από την καλύτερη μου φίλη, χρόνια πριν.
Κι εκεί, πάλι, βρήκε τον τρόπο και τρύπωσε μέσα στην καρδιά μου, αυτός ο άνθρωπος που έχει με τα ποιήματα του στιγματίσει τόσες σημαντικές στιγμές της ζωής μου.
Τελικά, κάποιο άνθρωποι σε ακουμπούν με το πιο τρυφερό τους χάδι, κι ας μην τους γνώρισες ποτέ.
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Ο καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό τής καταιγίδας και μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Καίικανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση τής θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει ακούς;
ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει ακούς;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς