Όλα τα παιδιά, εκτός από ένα, μεγαλώνουν… James Barrie, «Πήτερ Παν» Η υιοθεσία και η αναδοχή στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Η ανάγκη της νομοθετικής εξυγίανσης των θεσμών της υιοθεσίας και της αναδοχής στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Η υιοθεσία ανηλίκων ως θεσμός του οικογενειακού δικαίου προβλέπεται και τυποποιείται από τον Ελληνικό Αστικό Κώδικα. Η υιοθεσία στο πλαίσιο της Ελληνικής έννομης τάξης διακρίνεται σε κρατική και ιδιωτική. Στην κρατική υιοθεσία τον πρώτο λόγο έχει κατ’ αρχήν ο αναγνωρισμένος κοινωνικός οργανισμός, ο οποίος φιλοξενεί το ανήλικο και μεριμνά γι’ αυτό ελλείψει ή απουσία των γονέων του, προσωρινώς ή οριστικώς, ενώ στην ιδιωτική υιοθεσία οι γονείς του ανηλίκου. Σε κάθε περίπτωση η υιοθεσία είτε κρατική είτε ιδιωτική για να επιφέρει τις προσδοκώμενες έννομες συνέπειες, προϋποθέτει την έκδοση δικαστικής απόφασης και μάλιστα τελεσίδικης.
Ως προς την κρατική υιοθεσία, προαπαιτούμενο αυτής, τυγχάνει η υποβολή αιτήσεως μετά των απαραιτήτων δικαιολογητικών, προς τον αναγνωρισμένο κοινωνικό οργανισμό. Αναγνωρισμένοι κοινωνικοί οργανισμοί αυτή τη στιγμή τυγχάνουν: α) το Κέντρο Βρεφών Μητέρα, β) το Δημοτικό Βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης Άγιος Στυλιανός, γ) ο Παιδότοπος Άγιος Ανδρέας και δ) το Αναρρωτήριο Πεντέλης – Μονάδα Κοινωνικής Φροντίδας Παιδιού. (ΠΙΚΠΑ). Τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα οποία και συνυποβάλλονται με την προρρηθείσα αίτηση συνοψίζονται συνήθως στη Ληξιαρχική πράξη γάμου αν οι ενδιαφερόμενοι τυγχάνουν έγγαμοι, ιατρικές βεβαιώσεις από δημόσια νοσοκομεία οι οποίες πιστοποιούν τη σωματική και ψυχική υγεία του ενδιαφερομένου, φορολογικές δηλώσεις, αντίγραφο ποινικού μητρώου, καθώς και έτερα έγγραφα τα οποία δύναται να ζητηθούν κατά περίπτωση. Εφ’ όσον προσκομισθούν τα εν λόγω πιστοποιητικά ελεγχθεί η προσωπικότητα και το οικογενειακό περιβάλλον του ενδιαφερομένου, υπάρξει θετική αξιολόγηση και ευρεθεί ανήλικο προς υιοθεσία έπεται η απότανση στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, το οποίο εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ΑΚ ( 1542 επ.) εκδίδει απόφαση με την οποία διαπλάθεται ο συγγενικός δεσμός της υιοθεσίας, αποκόπτοντας το ανήλικο τόσο από τον ως άνω οργανισμό όσο και από τους φυσικούς τους γονείς.
Δυστυχώς παρά τη μεγάλη κοινωνική αναγκαιότητα να ενισχυθεί ο θεσμός της κρατικής υιοθεσίας και να επιταχυνθούν οι διαδικασίες επεξεργασίας των αιτήσεων των ενδιαφερομένων προς τους αρμόδιους κοινωνικούς οργανισμούς, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί αποτελεσματική λύση, η οποία αφενός να παρέχει τα εχέγγυα της ορθής επιλογής και αξιολόγησης του υιοθετούντος από τους ως άνω οργανισμούς αφετέρου να επιφέρει την πολυπόθητη επιτάχυνση στην διαδικασία αξιολόγησης. Ο χρόνος αναμονής των ενδιαφερομένων σύμφωνα με τις στατιστικές των αρμοδίων κοινωνικών οργανισμών, για καθαρά γραφειοκρατικούς λόγους, προσδιορίζεται στα τέσσερα με έξι έτη. Η αναμονή αυτή μειώνεται δραστικά αν το προς υιοθεσίαν ανήλικο τυγχάνει μεγαλύτερης ηλικίας ή αντιμετωπίζει χρόνιο νόσημα ή ειδικές ανάγκες.
Στην ιδιωτική υιοθεσία, εφόσον μεταξύ των σχέσεων τέκνου και φυσικών γονέων δεν έχει παρεμβληθεί έτερος φορέας (εν προκειμένω αναγνωρισμένος κοινωνικός οργανισμός), δεν απαιτείται η ως άνω προδικασία, πλην της προσκομίσεως εγκαίρως στο αρμόδιο δικαστήριο ειδικής έκθεσης από τη Διεύθυνση Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας, η οποία αξιολογεί την κατάσταση, την προσωπικότητα και το περιβάλλον του ενδιαφερομένου, καθώς και της αυτοπρόσωπης συναίνεσης των φυσικών γονέων ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου. Δι ό λόγο η ιδιωτική υιοθεσία, εφ’ όσον φυσικά δεν είναι παράνομη και δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη (δεν έχει δηλαδή οικονομικό – συναλλακτικό χαρακτήρα) κρίνεται ευχερέστερη και πιο σύντομη της κρατικής.
Ένας ενδιάμεσος θεσμός, ο οποίος δεν ταυτίζεται με την υιοθεσία, πλην όμως υπό προϋποθέσεις και εφ’όσον το επιθυμούν τα μέρη, δύναται να άγει σε υιοθεσία, τυγχάνει ο θεσμός της «αναδοχής». Ανήλικα, την μέριμνα των οποίων έχουν αναλάβει κοινωνικοί οργανισμοί, παραδίδονται σε ανάδοχες οικογένειες, οι οποίες και τα φιλοξενούν μόνιμα ή προσωρινά, δεδομένης της πιθανότητας επανενώσεώς τους με τους φυσικούς τους γονείς, οι οποίοι είτε τα έχουν εγκαταλείψει, είτε τα έχουν παραδώσει στους ως άνω οργανισμούς λόγω παροδικών προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζουν (ουσιοεξαρτήσεις, οικονομική ανέχεια, κλπ).
Η συζήτηση για την ενίσχυση του θεσμού της αναδοχής ως ενδιάμεσης κοινωνικής δομής μέσω της δημιουργίας «πλατφόρμας ανάδοχων οικογενειών» με σκοπό την αποϊδρυματοποίηση των ανηλίκων, αλλά και της εκ βάθρων αναθεώρησης των διαδικασιών που προηγούνται της κρατικής υιοθεσίας, έχει αναζωπυρωθεί μετά το κάλεσμα των ελευθεροεπαγγελματιών παιδιάτρων και του Συνηγόρου του Παιδιού προς τον στον Υπουργό Εργασίας και τη Γενική Διεύθυνση Πρόνοιας. Εναρκτήριο λάκτισμα της πρωτοβουλίας αυτής, αποτέλεσε ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός εγκαταλελειμμένων βρεφών σε δημόσια μαιευτήρια, μεταξύ των οποίων και στο Δημόσιο Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα». Τα ως άνω νοσοκομεία, ελλείψει σαφούς νομικού πλαισίου, κατάλληλων κοινωνικών δομών και εν όψει της αδυναμίας των κοινωνικών οργανισμών να ικανοποιήσουν τις αυξημένες ανάγκες των ως άνω βρεφών, αναλαμβάνουν «de facto» τη μέριμνα των βρεφών που εγκαταλείπονται σε αυτά, με αποτέλεσμα τα βρέφη να περνούν τους πρώτους μήνες της ζωής τους σε ένα προστατευμένο μεν περιβάλλον, πλην όμως όλως ακατάλληλο για την ψυχοσωματική ανάπτυξή τους.
Μπρος σε αυτή τη λυπηρή πραγματικότητα, η νομοθετική εξουσία δυστυχώς κωφεύει προκλητικά, παρά τις παρακλήσεις, αιτήσεις και καλέσματα κοινωνικών οργανώσεων και γονέων. Ευλόγως δε διερωτάται κανείς τι άλλο θα πρέπει να συμβεί άραγε για να ενσκήψουν οι εκλεγμένοι από το λαό βουλευτές του σε αυτό το κοινωνικό φαινόμενο και να το αντιμετωπίσουν με τη σοβαρότητα που του αρμόζει. Άραγε οι αποθήκες παιδικών ψυχών είναι προτιμότερες από τη αγκαλιά μίας ανάδοχής οικογένειας; Η απάντηση στα βασανιστικά αυτά ερωτήματα είναι μία και αδιαπραγμάτευτη, η ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια ως συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές επιτάσσουν ο θεσμός της ιδρυματοποίησης να συνιστά εξαίρεση και όχι κανόνα, πολλώ δε μάλλον στο κοινωνικό αυτό ζήτημα όπου σε επίπεδο αξιολογικής του θεώρησης η λογική και η ευαισθησία, η νομιμότητα και η σκοπιμότητα ταυτίζονται.