Η Σαπφώ Νοταρά γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1907. Το πραγματικό της επώνυμο ήταν Χανδάνου. Σπούδασε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Το επώνυμο Νοταρά το πήρε από το δρόμο που βρισκόταν η δραματική σχολή στην οποία φοιτούσε.
Ως ηθοποιός πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής (Κατερίνα, Νέζερ, Λαμπέτη, Χορν). Εμφανίστηκε και σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες. Αξέχαστη θα μείνει η επιβλητική της φωνή. Μεταξύ των ερμηνειών της περιλαμβάνεται ένα τραγούδι σε στίχους του Ζαν-Πωλ Σαρτρ και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, με τίτλο «Στην Οδό του Μπλαμαντώ». Κύκνειο άσμα της αποτέλεσε η συνεργασία της με τον τελευταίο, στην Πορνογραφία.
Το μεγάλο κοινό γνώρισε και αγάπησε τη Σαπφώ Νοταρά από την ιδιαίτερη φωνή της. Ο ρόλος της Κλημεντίνης Περπερίδου, μιας αποτυχημένης πριμαντόνας, στο ραδιοφωνικό σήριαλ «Ημερολόγιο ενός θυρωρού» του Κώστα Πρετεντέρη, ήταν ο προσωπικός της θρίαμβος στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Επιτυχημένη ήταν και η παρουσία της στον κινηματογράφο, με πλήθος ρόλων, κυρίως δευτεραγωνιστικών: «Η λύκαινα» (1951), «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (1954), «Συνοικία το όνειρο» (1961), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου» (1967) και «Αχ! αυτή η γυναίκα μου» (1967), με τις ιστορικές ατάκες «μπουρλοοότο» και «εδώ γίνονται Σόδομα και Γόμορα».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, οι εμφανίσεις στο θεατρικό σανίδι αραίωσαν, αλλά ξεχώρισε για τη συμμετοχή της στις παραστάσεις: «Τρωάδες» σε σκηνοθεσία Γιάννη Τσαρούχη, «Φιλουμένα Μαρτουράνο» δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη και «Πορνογραφία» του Μάνου Χατζιδάκι, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της.
Η Σαπφώ Νοταρά ήταν φειδωλή στις κουβέντες για την προσωπική της ζωή. Μόνο όσοι την ήξεραν καλά, γνώριζαν για τον μοναδικό μεγάλο έρωτα της, έναν νεαρό αντάρτη. Ήταν μια φλογερή σχέση, που τελείωσε νωρίς γιατί ο νεαρός έφυγε για το βουνό και αργότερα συνελήφθη, με αποτέλεσμα η Σαπφώ να χάσει για πάντα τα ίχνη του.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Κυριακάτικο Ξύπνημα», η Σαπφώ Νοταρά γνωρίστηκε με το Γιάννη Τσαρούχη. Μια μέρα ο Τσαρούχης την πλησίασε και της εξομολογήθηκε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της. Μάλιστα της είπε ότι οι δυο τους θα μπορούσαν να κάνουν ένα παιδί. Εκείνη πίστεψε ότι επρόκειτο για πλάκα με συνένοχους, τους συναδέλφους της Δημήτρη Χορν και Έλλη Λαμπέτη. Η Σαπφώ όχι μόνο απέρριψε τον Τσαρούχη, αλλά τον έβρισε με το γνωστό της ταπεραμέντο. Όταν κάποια χρόνια μετά οι δυο τους θυμήθηκαν το περιστατικό, ο Τσαρούχης επέμεινε ότι η πρότασή του ήταν αληθινή και καθόλου φάρσα. Η Σαπφώ τότε κατάλαβε ότι μιλούσε σοβαρά και κατέρρευσε με την αποκάλυψη. Άλλος ένας έρωτας είχε μείνει ανεκπλήρωτος για την ηθοποιό….
Η Σαπφώ Νοταρά ήταν μοναχικός άνθρωπος και δύσκολος χαρακτήρας, σύμφωνα με όσους τη γνώριζαν. Ζούσε ολομόναχη και χωρίς οικονομικούς πόρους, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην Πλατεία Κουμουνδούρου στην Αθήνα, το νοίκι του οποίου πλήρωνε ένας θαυμαστής της.
Στις 11 Ιουνίου του 1985 έφυγε από τη ζωή μέσα στο σπίτι που έμενε τα τελευταία χρόνια. Πέθανε μόνη και τη βρήκαν μετά από δύο μέρες στη συνηθισμένη της θέση και με ένα τσιγάρο που είχε σβήσει στο χέρι της. Κηδεύτηκε σε στενό κύκλο στο Νεκροταφείο του Ζωγράφου, παρουσία της Αλίκης Γεωργούλη και της Ντίνας Κώνστα. Οι μόνοι της απόγονοι ήταν ανίψια.