Μου ζήτησαν λοιπόν να γράψω κάτι που να άπτεται του πολύ στενού αντικειμένου μου. Οπότε θα πρέπει να γράψω ως οικονομολόγος και ως κάποιος που έχει ασχοληθεί με θέματα που σχετίζονται με την ελληνική επιχειρηματικότητα. Συνήθως αποφεύγω να μιλήσω για την τόσο τεχνοκρατική επιστήμη μου, θεωρώντας την ίσως «αδιάφορη» ή βαρετή για τον μέσο πολίτη, ξεχνώντας όμως πως ενίοτε, κρύβει στοιχεία ποιοτικά που οδηγούν σε κοινωνικά συμπεράσματα που δημιουργούν εκπλήξεις. Ενίοτε και συγκινήσεις. Και προσμονή.
Το τελευταίο έτος ασχολούμαι ενεργά στην υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού προγράμματος που έχει ως αντικειμενικό σκοπό την παροχή βοήθειας με τη μορφή μέντορινγκ σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Η αλήθεια είναι πως ξεκινώντας το εγχείρημα της εφαρμογής ενός βορειοευρωπαϊκού μοντέλου βοήθειας στο μικρό επιχειρείν είχα μεγάλους ενδοιασμούς αν αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια πραγματικότητα όπως η ελληνική και μάλιστα σε μια εποχή που ίσως λείπει, ακόμα, η οικονομική κανονικότητα.
Το πρόγραμμα προσαρμόστηκε, έλαβε υπόψη τις ελληνικές ιδιαιτερότητες, τόσο στην προσέλκυση όσο και στην εφαρμογή και ξεκίνησε να υλοποιείται. Η προσωπική μου εμπειρία, ως υπεύθυνος του τομέα Αττικής έδειξε πως η πραγματικότητα είναι ίσως διαφορετική από αυτό που, στερεοτυπικά, πιστεύαμε όλοι στο σχεδιασμό του έργου. Το δείγμα που έχω ήδη δουλέψει και αναλύσει μου έδειξε πως οι ελληνικές επιχειρήσεις ίσως έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για βοήθεια σε θέματα που άπτονται της διαχείρισης χρόνου, της σύγκρουσης ρόλων εντός οικογενειακών επιχειρήσεων, της επιχειρηματικής ανασφάλειας, των συνεργείων, παρά σε θέματα διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων οφειλών, υποχρεώσεων κ.α.
Μία πολύ μικρή επιχείρηση στη Γερμανία μπορεί να έχει 20 άτομα προσωπικό, όταν στην Ελλάδα η αντίστοιχη είναι συνήθως onemanshow. Ένας Έλληνας επιχειρηματίας αναγκάζεται να είναι και μάνατζερ και τεχνίτης και μαρκετίστας, χωρίς να ξεχνάμε την επιχειρηματικότητα ανάγκης που έχει δημιουργήσει επιχειρηματίες οιονεί μισθωτούς. Γνώρισα ανθρώπους που εργάζονται με φιλότιμο, που δεν έχουν υποχρεώσεις σε δημόσιο και τράπεζες, αλλά ασφυκτιούν διότι δεν μπορούν πλέον να παράξουν κέρδος για τους ιδίους, δεν μπορούν να επενδύσουν σε ανάπτυξη. Με έκπληξη είδα τις περισσότερες επιχειρήσεις που βρίσκονται στο πρόγραμμα να μην έχουν ιδιωτικά χρέη διότι ποτέ δεν τόλμησαν να προσεγγίσουν μια τράπεζα για να συνάψουν δάνειο.
Κι όμως δεν θεωρώ πως αυτό είναι το σωστό, μιας και σε μια υγιή οικονομία η ανάπτυξη και η πρόοδος της επιχειρηματικότητας έρχεται με φθηνό, δανεικό χρήμα. Εκτιμώ πως ο Έλληνας επιχειρηματίας έχει ανάγκη από κάποιου είδους ψυχοθεραπεία, έχει ανάγκη να μιλήσει γι’ αυτά που τον κρατούν πίσω και να αντλήσει φρέσκες ιδέες. Στη δουλειά μου θεωρώ παρήγορο να μιλάς με ανθρώπους που αντιλαμβάνονται τα λάθη τους και έχουν επίγνωση της κατάστασης τους. Προσωπικά χαίρομαι που συναντώ ανθρώπους που έχουν αφήσει πίσω το ευκαιριακό επιχειρείν του παρελθόντος και ενημερώνονται, ψάχνουν, ζητούν συνεργασίες και συμπράξεις.
Αν κάτι μου δημιουργεί αισιοδοξία, είναι πως αν έστω και ένα μικρό ποσοστό από τους ανθρώπους αυτούς μπορέσει να αξιοποιήσει τις όποιες ευκαιρίες και δυνατότητες του παρέχεται, έχουμε μια πρώτη «σπορά» για ενδιαφέροντα πράγματα. Για μένα είναι επίσης αισιόδοξο να ακούω επιχειρηματίες να αντιλαμβάνονται πως το πρόβλημα τους δεν είναι η έλλειψη πελατών αλλά οι δομικές αστοχίες στη λειτουργία τους και στο τρόπο προσέγγισης της δυνάμει πελατείας.
Εξακολουθώ να λέω, με έμφαση, πως είμαστε μια χώρα με ιδέες, έξυπνους και δημιουργικούς ανθρώπους οι οποίοι όμως επιχειρούν σε ένα εχθρικόκρατικό περιβάλλον το οποίο θεωρεί, προκαταβολικά, τον εκάστοτε επιχειρηματία, υποψήφιο εγκληματία. Το στερεότυπο πως η ελληνική επιχειρηματικότητα είναι ένα ατελείωτο χρέος σε τράπεζες και ταμεία, ίσως να μην είναι ακριβώς έτσι. Η μικρή, προσωπική μου έρευνα και εμπειρία δείχνει ενθαρρυντικά στοιχεία και ανθρώπους έτοιμους να δημιουργήσουν καινοτομία, να αξιοποιήσουν εργαλεία, να παράξουν θέσεις εργασίας και να δώσουν ώθηση σε μια βιώσιμη ανάπτυξη. Το αξίζουν και το αξίζουμε!