Ίσως να φταίει που σαν κοριτσάκι ήμουν πολύ ψηλό και καμία αποκριάτικη στολή δεν έδειχνε χαριτωμένη πάνω μου, ίσως να παίζει το ρόλο της και η κακή μου σχέση με τον ρυθμό, τον χορό και το τραγούδι, μα τις απόκριες δεν τις συμπαθώ. Τις ξεπετάω πάντα με ένα καπέλο joker, με λίγο “ντελαμπόνγκο” και αρκετό αλκοόλ. Απρόθυμα και χωρίς καπέλο, το μεσημέρι της Κυριακής που πέρασε, με βρήκε στη γειτονιά του Μεταξουργείου να στέκομαι καταμεσής του καρναβαλιού. Και κάπως έτσι ήταν γραπτό να αλλάξει η θεωρία μου περί αποκριάτικης διασκέδασης.
Στα στενά γύρω από την οδό Κεραμεικού ένιωσα την ουσία του καρναβαλιού, τον αληθινό σκοπό του: ευκαιρία για εκτόνωση. Στο Μεταξουργείο, συνάντησα αυθεντικούς ανθρώπους, χωρίς στημένες πόζες, χωρίς σελφοκόνταρα και χωρίς στολές που να παραπέμπουν σε γύρισμα ακατάλληλης ταινίας. Με τον ήλιο να τυφλώνει τον φακό μου, είδα αληθινή διασκέδαση χωρίς συνοδεία mainstream ακουσμάτων, ποτισμένη με άφθονο κρασί και τσίπουρο. Αυτό το καρναβάλι δεν είχε την λάμψη του Ριο Ντε Τζανέιρο γιατί όπως μου εξήγησαν, ζούμε στην Ελλάδα! Είχε χαρακτήρα διονυσιακό, εορταστικό κι αναρχικό. Μία γιορτή χωρίς εκφωνητές, χωρίς ηχεία, χωρίς σπόνσορες. Έτσι απλά, αυτοσχέδιες στολές και πλατιά χαμόγελα ξεχύθηκαν στα σοκάκια για να σκορπίσουν χαρτοπόλεμο. Τα μαγαζιά της περιοχής άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους για να κεράσουν ποτά και οι κάτοικοι της γειτονιάς βγήκαν στα μπαλκόνια γεμάτοι χαρά. Παραπάτησα, έτρεξα, έγινα ένα με το πλήθος και για λίγο σάστισα καθώς δεν ήξερα που να στρέψω την κάμερά μου πρώτα. Κάποιος με τράβηξε μέσα σε ένα κύκλο γεμάτο χρωματιστά υφάσματα, σήκωσα το βλέμμα μου και είδα το γαιτανάκι κάτω απο το γαλάζιο της Αθήνας. Εκείνη την στιγμή ακριβώς ξέχασα τους απλήρωτους λογαριασμούς και το γεγονός ότι μάλλον δεν ξέρω να χορεύω. Και χόρεψα, και γέλασα και άνοιξε η καρδιά μου διάπλατα να τους χορέσει όλους, βρυκόλακες, ζόμπι, τηλεοράσεις με πόδια, κανίβαλους και ήρωες-μπισκότα.
Όσα μπόρεσα να κλέψω με τον φακό μου τα φέρνω εδώ για να πάρει λίγο χρώμα αποκριάτικο η οθόνη μας.