Η Κατίνα Παξινού υπήρξε η πρώτη ελληνίδα ηθοποιός που κατάφερε να σταθεί στο Χόλιγουντ και μάλιστα με δικούς της όρους, να διαπρέψει θεατρικά και κινηματογραφικά στην Ευρώπη, να ξεχωρίσει ως τραγωδός παγκοσμίου βεληνεκούς.
Γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1900 στον Πειραιά. Σπούδασε στο Ωδείο της Γενεύης, καθώς και σε σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης. Πρωτοεμφανίστηκε στη Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ως ηθοποιός του λυρικού θεάτρου, στην όπερα «Αδελφή Βεατρίκη» του Δημήτρη Μητρόπουλου.
Το 1928, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο πρόζας ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ «Γυμνή Γυναίκα». Το 1931, προσχωρεί μαζί με τον Αλέξη Μινωτή, στον Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, που παρουσιάζει σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως: «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, «Ο Πατέρας του Αυγούστου» του Στρίντμπεργκ, «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχωφ.
Από το 1932 έως το 1940, εμφανίζεται στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει ρόλους που την καταξιώνουν ως κορυφαία ηθοποιό της ελληνικής σκηνής. Με τη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου θα εμφανιστεί στο Λονδίνο, τη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο, ερμηνεύοντας το ρόλο της Ηλέκτρας στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, την Γερτρούδη στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, την Κυρία Άλβινγκ στους «Βρικόλακες» του Ίψεν. Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται στις ΗΠΑ, όπου εμφανίζεται στο θέατρο Μπρόντγουεϊ και ερμηνεύει σπουδαίους ρόλους στον κινηματογράφο, με τους οποίους κερδίζει τη διεθνή αναγνώριση.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τη βρίσκει στο Λονδίνο να ερμηνεύει τους “Βρικόλακες” του Ίψεν, απολαμβάνοντας το σεβασμό του αγγλοσαξονικού τύπου. Οι βομβαρδισμοί τη βρίσκουν μόνη και αποκλεισμένη από τους ανθρώπους της στη βρετανική πρωτεύουσα. Η Μαρίνα, δούκισσα του Κεντ τη φυγαδεύει με στρατιωτικό πλοίο για την Αμερική, το πλοίο τορπιλίζεται. Ναυαγός για τρεις ημέρες η Παξινού περισυλλέγεται από αντιτορπιλικό πλοίο και πατάει στο έδαφος της Αμερικής.
Το 1950 επιστρέφει στην Ελλάδα και εμφανίζεται πάλι μαζί με τον Αλέξη Μινωτή στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με το οποίο περιοδεύει στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ξαναπαίζει στη Νέα Υόρκη στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, έργο που επαναλαμβάνει στην Αθήνα στο Θέατρο Κοτοπούλη. Μετά το 1957, εμφανίζεται μόνιμα στη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας έργα του αρχαίου Θεάτρου και του σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου. Ανάμεσα σ’ αυτά, η «Εκάβη», η «Μήδεια», οι «Φοίνισσες» και οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, «Η επίσκεψις της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, «Το Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’ Νιλ, «Η τρελή του Σαγιό» του Ζαν Ζιροντού, ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ
Το 1968 η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής, συγκροτούν θίασο που εμφανίζεται στο Θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης, και στο Θέατρο «Διάνα» της οδού Ιπποκράτους. Στο «Σινεάκ», το κινηματοθέατρο που αργότερα θα μετονομαστεί σε «Θέατρο Παξινού», παίζει στα έργα «Η Ήρα και το παγώνι» του Σον Ο’ Κέιζι, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρρά, οι «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα, ενώ την περίοδο 1971 – 1972 ερμηνεύει στο Θέατρο «Πάνθεον», την τελευταία μεγάλη επιτυχία της, ως «Μάνα Κουράγιο» στο ομώνυμο έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ.
Η Κατίνα Παξινού ήξερε μουσική, ήξερε θέατρο, ήξερε τα τερτίπια της γλώσσας, έκανε μεταφράσεις θεατρικών έργων και είχε συνθέσει η ίδια τη μουσική για την παράσταση που ανέβηκε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 1965, τον “Οιδίποδα Τύραννο” του Σοφοκλή.
Στις κινηματογραφικές επιλογές της υπήρξε εκλεκτική, εξ ου και οι μόλις 11 ταινίες της. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τον Όρσον Γουέλς («Ο κύριος Αρκάντον», 1955), τον Λουκίνο Βισκόντι («Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του», 1960) και φυσικά τον Σαμ Γουντ της «Καμπάνας», όπου έπαιξε τη δυναμική αντάρτισσα του ισπανικού εμφυλίου που μπορούσε να προβλέπει το μέλλον.
Για την ερμηνεία της στο έργο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», της απενεμήθη το 1944 το βραβείο Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, ενώ το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτώ στο Φεστιβάλ Μπιάριτς για την ερμηνεία της στην ταινία «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».
Για τον ρόλο της που της χάρισε το Όσκαρ υπάρχει η εξής ιστορία:
Όταν της πρότειναν το ρόλο είπε: “Είμαι ίδια. Αλλά δοκιμαστικό δεν κάνω”. Με τερτίπια και επιχειρήματα πήρε το ρόλο αναγκάζοντας το συνεργείο να χρησιμοποιήσει τρεις κάμερες ταυτόχρονα για να κινηματογραφήσουν την ερμηνεία της ολοκληρωμένη, χωρίς διαλλείματα, όπως εκείνη ήξερε να φέρνει ρόλους στη ζωή. “Είμαι ηθοποιός του θεάτρου, παίζω το ρόλο εξελικτικά και σε συνέχεια χρόνου. Το σπάσιμο σε μικρά, ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα με αποδιοργανώνει” έλεγε η ίδια.
Εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο Θέατρο και τον κινηματογράφο, η Κατίνα Παξινού έκανε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο’ Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη το 1933 και σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή το 1952.
Παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α’ και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλλα Ντ’ Εστέ».
Το 1971 ερμηνεύει τον τελευταίο της ρόλο, τη “Μάνα Koυράγιο” του Μπρεχτ αν και οι πόνοι από τη μάχη της με τον καρκίνο προσπαθούν να ρίξουν την αυλαία πριν από την ώρα της. Η Kατίνα Παξινού θα πεθάνει τον Φεβρουάριο του 1973 κληροδοτώντας σε όλους την αξία του να είσαι τραγωδός και όχι τραγωδία.