Η Καταγωγή των Ειδών είναι έργο του Άγγλου επιστήμονα, Κάρολου Δαρβίνου, που εκδόθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1859. Είναι επιστημονικό σύγγραμμα που θεωρείται ότι έθεσε τις βάσεις της εξελικτικής βιολογίας.
Το έργο αυτό του Δαρβίνου εισήγαγε την θεωρία ότι οι πληθυσμοί εξελίσσονται από γενιά σε γενιά με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής. Παρουσίαζε μία σειρά από στοιχεία και αποδείξεις ως συμπέρασμα παρατηρήσεων, πειραμάτων και επιστημονικών συζητήσεων. Πιο συγκεκριμένα “Η Καταγωγή των Ειδών” εμπεριέχει δύο βασικές θέσεις: α) ότι όλα τα είδη προήλθαν, μέσω τροποποιήσεων, από κοινά προγονικά είδη και β) ότι οι τροποποιήσεις αυτές οφείλονται στη φυσική επιλογή που δρα πάνω στις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των ατόμων ενός είδους.
Εκείνη την εποχή, οι θεωρίες «περί Εξέλιξης» υπονοούσαν δημιουργία χωρίς θεϊκή παρέμβαση, και ο Δαρβίνος απέφυγε τη χρήση των λέξεων «εξέλιξη» και «εξελίσσομαι». Το βιβλίο έκανε μόνο έναν σύντομο υπαινιγμό στην ιδέα ότι και ο άνθρωπος μπορούσε να εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο όπως και οι άλλοι οργανισμοί.
Το έργο Η Καταγωγή των Ειδών, παρά τις αρχικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα από κύκλους της Εκκλησίας της Αγγλίας προσέλκυσε το γενικό ενδιαφέρον της κοινής γνώμης εκείνης της εποχής καθώς είχε γραφτεί σε ύφος που να γίνεται κατανοητό στον απλό αναγνώστη. Εντός είκοσι ετών από την δημοσίευση η θεωρία της εξέλιξης έγινε γενικά αποδεκτή στον επιστημονικό κόσμο, όμως με την πάροδο του χρόνου κυριάρχησαν διάφορα μοντέλα αυτής της επιστημονικής προσέγγισης, βασισμένη στις απόψεις του Δαρβίνου.
• Μέχρι το 17ο/18ο αιώνα, οπότε έγινε κοινό κτήμα το έργο των παλαιοντολόγων και γεωλόγων, η έννοια της σταθερότητας των ειδών αποτελούσε επαρκή θεώρηση σχετικά με το σύνολο της οργανικής ζωής της Γης. Άλλωστε, η ομοιότητα μεταξύ καταγραφών διαφορετικών βιολογικών ειδών, από την αρχαιότητα μέχρι εκείνη την εποχή, φαινόταν να ενισχύει την άποψη πως τα είδη δεν είχαν εξελιχθεί για χιλιάδες χρόνια.
• Πριν τη δημοσίευση του έργου τού Δαρβίνου, τα ερωτήματα περί της καταγωγής των ειδών έβρισκαν εξηγήσεις στα πλαίσια της φυσικής θεολογίας που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από φιλοσόφους και θεολόγους του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτή, η φύση αποτελούσε πηγή γνώσης για το Θεό, ο οποίος αποκαλυπτόταν μέσα από την ομορφιά και την οργάνωση του φυσικού κόσμου.
• Στις αρχές του 19ου αιώνα, τέτοιες αλλαγές έγιναν αντικείμενο μελέτης για αρκετούς φυσιοδίφες που προσπαθούσαν να ταξινομήσουν τα είδη. Σήμερα, το έργο του Τζον Ρέι, του Κάρολου Λινναίου και του Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό ως προς τη διαμόρφωση των δαρβινικών ιδεών. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Δαρβίνος, η βασική αιτία που οδήγησε τον Λαμάρκ στην ιδέα πως τα είδη αλλάζουν βαθμιαία ήταν η δυσκολία της διάκρισης ανάμεσα σε είδος και ποικιλία.
• Ο Δαρβίνος βασίστηκε σε πλήθος επιστημονικών γνώσεων και παρατηρήσεων της εποχής του, χωρίς τις οποίες θα ήταν μάλλον αδύνατο να κληροδοτήσει την Καταγωγή των Ειδών. Από την άλλη πλευρά, εξίσου σημαντικές ήταν οι παρατηρήσεις και τα πειράματα που πραγματοποίησε ο ίδιος, και η μεγάλη συμβολή του έγκειται στο γεγονός πως κατάφερε να ενοποιήσει με μοναδικό τρόπο τα συμπεράσματα διαφορετικών ερευνών, συνθέτοντας μία συνεπή και καλά τεκμηριωμένη γενική θεωρία για την καταγωγή των ειδών.