Την έχω μαλώσει. Της έχω τραβήξει το αυτί. Την έχω βάλει τιμωρία. Την έχω βρίσει. Την έχω χτυπήσει. Την έχω απειλήσει, μα η καρδιά… δεν φοβάται Χάρο.
Έχω πέσει στα γόνατα. Την έχω παρακαλέσει. Την έχω καλοπιάσει. Της έχω τάξει τον ουρανό με τ’ άστρα, αλλά η πεισματάρα… αρνείται να δείξει έλεος.
Έχω πέσει και πιο χαμηλά. Την έχω χρυσώσει. Την έχω δωροδοκήσει. Της έχω φέρει νέα σοδειά στο θυσιαστήριο, μα… ανένδοτη να σαλέψει έστω για μία στιγμή.
Της έχω μιλήσει. Της έχω εξηγήσει. Της έχω δώσει να καταλάβει ότι, εκείνος δεν θα ακούσει ποτέ ξανά το τραγούδι της κι όμως… δεν είναι αποφασισμένη να ρίξει «αυλαία».
Έχω ζητήσει βοήθεια. Έχω χτυπήσει πόρτες. Έχω προσπαθήσει να της αλλάξω μυαλά, μα ο λόγος της… είναι ισχυρότερος όλων.
Την έχω κλειδώσει. Την έχω φιμώσει. Την έχω αφήσει μόνη της στο σκοτάδι, αλλά αυτή… βρίσκει πάντα τον τρόπο να δραπετεύσει.
Την έχω παραπλανήσει. Την έχω εξαπατήσει. Της έχω αραδιάσει ένα σορό ψέματα, μα… δεν κατάφερα ποτέ να της ρίξω στάχτη στα μάτια.
Την έχω μειώσει. Την έχω ταπεινώσει. Την έχω αποκαλέσει ανάξια να δεχτεί το πολύτιμο δώρο που καρτερικά περιμένει, αλλά… δεν χάνει ποτέ την υπομονή της.
Την έχω πληγώσει. Την έχω πονέσει. Της έχω δείξει την αδιαφορία μου και αυτή μου την ανταποδίδει, γιατί… γνωρίζει καλά την αλήθεια.
Γνωρίζει ότι, δεν μπορώ να κάνω βήμα χωρίς αυτή. Ότι σ’ εκείνη θα τρέξω, ακόμα κι αν έχω προσπαθήσει να της γυρίσω την πλάτη επιδεικτικά. Γνωρίζει τις εξαρτήσεις μου, τις αδυναμίες μου, την αχίλλειο πτέρνα μου. Τα τίποτα, τα κάτι, τα πάντα μου. Γνωρίζει την αρχή και το τέλος μου. Τους ανθούς και τα αποκαΐδια μου. Τους σταθμούς και τις στάσεις μου. Γνωρίζει πότε γεννήθηκα και πότε ήρθα στη ζωή. Πότε άνοιξα τα μάτια και πότε σταμάτησα να βλέπω με αυτά.
Δεν μπορώ να της κρυφτώ, ούτε να την κοροϊδέψω. Δεν μπορώ να της θυμώσω, ούτε να τη μισήσω. Δεν μπορώ να την αμφισβητήσω, ούτε να τη δασκαλέψω. Αυτή είναι η κυρίαρχος του παιχνιδιού και εγώ αδύναμος μπροστά στη σοφία της. Δεν εγκαταλείπει τα όπλα, ούτε οπισθοχωρεί. Δίνεται στη μάχη μέχρι να αφήσει την τελευταία της πνοή. Και το κάνει συνειδητά, πρόθυμα, αφοσιωμένα. Γιατί η καρδιά… δεν φοβάται Χάρο.