Το μεγαλύτερο από τα παιδιά της εύπορης οικογένειας του Κυριάκου και της Ελένης Μπέλλου, η Σωτηρία Μπέλλου, γεννήθηκε στο χωριό Χάλια κοντά στη Χαλκίδα στις 22 Αυγούστου 1921.
Η αγάπη της για το τραγούδι άρχισε να ξετυλίγεται σε μικρή ηλικία, όταν λόγω του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη, άρχισε να ψέλνει στην Εκκλησία. Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο τη Σοφία Βέμπο στην ταινία «Η προσφυγοπούλα».
Κατά τη διαμονή της στην Αθήνα, η Σωτηρία Μπέλλου μπήκε σε κάποιες περιπέτειες που της άλλαξαν ριζικά τη ζωή. Παντρεύτηκε το Βαγγέλη Τριμούρα αλλά ο γάμος τους έληξε καταστροφικά, καθώς ύστερα από συνεχή κακοποίηση και καβγάδες, η Σωτηρία του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί στις φυλακές «Αβέρωφ» ώσπου η ποινή της μειώθηκε σε 6 μήνες. Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Χαλκίδα, όπου δεχόμενη την ίδια κακομεταχείριση και από την οικογένειά της, αποφάσισε να διακόψει τους δεσμούς και να μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα.
Μετά την απελευθέρωση το 1944 και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα της Κατοχής και του Εμφυλίου, όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου και έχοντας φυλακιστεί και βασανιστεί πολλάκις, την ανακάλυψε σε μία ταβέρνα που τραγουδούσε ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης. Γοητευμένος από το ταλέντο της την σύστησε στον Βασίλη Τσιτσάνη, του οποίου τα τραγούδια είναι τα πιο σημαντικά του ρεπερτορίου της.
Το 1948 μια ομάδα κακοποιών εισήλθαν στο χώρο που τραγουδούσε και την ξυλοκόπησαν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια), χωρίς οι μουσικοί της να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.
Παρ’ όλα αυτά σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες στα ρεμπέτικα. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι τα Συννεφιασμένη Κυριακή, Τα Καβουράκια και Όταν Πίνεις Στην Ταβέρνα του Βασίλη Τσιτσάνη, με τις οποίες καθιερώθηκε ως κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια. Πέραν του Τσιτσάνη συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους κορυφαίους συνθέτες, όπως με τον Γιάννη Παπαϊωάννου (Άνοιξε, Άνοιξε) και τον Απόστολο Καλδάρα (Είπα Να Σβήσω Τα Παλιά).
Η καριέρα της γνώρισε μια κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όμως από το 1966 κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας τραγουδίστριας του είδους, έπειτα από συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος (“Ζεϊμπέκικο”), ο Ηλίας Ανδριόπουλος (Μην Κλαις) και ο Δήμος Μούτσης (Δε Λες Κουβέντα).
Ντυμένη πάντοτε αυστηρά, η Σωτηρία Μπέλλου ήταν πρώτη γυναίκα που «έπιασε» καρέκλα στο λαϊκό πάλκο, κάτι που μέχρι τότε ήταν κατοχυρωμένο μόνο για άνδρες. Παρέμεινε μέχρι το τέλος καθισμένη ανάμεσα στους μουσικούς με ένα τσιγάρο στο χέρι καθώς τραγουδούσε. Υπήρξε μία προσωπικότητα που σημάδεψε το λαϊκό τραγούδι όχι μόνο με τη φωνή της αλλά και με τη γνησιότητα και την ειλικρίνειά της. Δεν έκρυψε ποτέ της το πάθος της για το τζόγο, γεγονός που την άφησε άπορη τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Σεβαστή από Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες η Σωτηρία Μπέλλου επηρέασε τη ρεμπέτικη σκηνή για περισσότερο από μισό αιώνα. Στις 27 Αυγούστου 1997 και σε ηλικία 76 χρονών, η Ελληνίδα τραγουδίστρια Σωτηρία Μπέλλου εξασθενημένη από τον καρκίνο του φάρυγγα που την ταλαιπωρούσε και έχοντας ήδη χάσει τη φωνή της, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.