Η Αθήνα μπορεί να είναι πτωχή στην τσέπη, όπως άρεσε να λέει ο Αντώνης Μπενάκης αλλά όχι στην ψυχή
Ο Αντώνης Μπενάκης ήταν παθιασμένος κοσμοπολίτης, μεγαλωμένος ελληνοκεντρικά εκτός Ψωροκώσταινας, ποτισμένος ώς το μεδούλι με τη λογική της ευποιίας – της εθνικής ευεργεσίας.
O Aντώνης Mπενάκης, γόνος παλαιάς ιστορικής οικογένειας της Ελληνικής Διασποράς, γεννήθηκε το 1873 στην Αλεξάνδρεια και ανατράφηκε με ζωντανή ακόμη την παράδοση της ευποιίας που, από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια της απελευθερωμένης Eλλάδας, εδραιώνεται κυρίως στο χώρο του παροικιακού Eλληνισμού.
Στην Aλεξάνδρεια άρχισε να εκδηλώνει τα συλλεκτικά του ενδιαφέροντα, ενώ ταυτόχρονα ωρίμαζε μέσα του η ιδέα της δωρεάς, η οποία αποκρυσταλλώθηκε με την οριστική του εγκατάσταση στην Αθήνα το 1926.
Ως παιδί, έκρυβε στις τσέπες του παιχνίδια, σιδεράκια, γυαλάκια, θαυμαστά μικροαντικείμενα. ως ενήλικος, ο μεγαλοαστός κύριος Μπενάκης έκρυβε στις προθήκες των συλλογών του από αρχαία αγάλματα έως όπλα των αγωνιστών του ’21, κι από θρησκευτικά σκεύη των χριστιανών Κοπτών της Αιγύπτου έως αντικείμενα ισλαμικής τέχνης.
Ο ψυχικός κόσμος του Aντώνη Mπενάκη διαμορφώθηκε σε μια εποχή κατά την οποία η αποκατάσταση των εθνικών συνόρων της Eλλάδας πρόβαλλε ως κοινό όραμα πάνω στα παράλληλα ιδεώδη του αστικού εκσυγχρονισμού και της εκπαιδευτικής αναγέννησης. Ενδεικτική ήταν άλλωστε η παροιμιώδης γενναιοδωρία του στην ενίσχυση πολλών άλλων πνευματικών ιδρυμάτων και σημαντικών πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Η προσωπικότητα ωστόσο του Aντώνη Mπενάκη διαμορφώθηκε μέσα σ’ ένα οικογενειακό κλίμα ευνοϊκό για τη διάπλαση τέτοιων ιδανικών. Το ίδιο κλίμα γαλούχησε και την αδελφή του Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941), την σπάνιας ευαισθησίας μυθιστοριογράφο που με τα βιβλία της μεγάλωσαν γενιές ολόκληρες της ελληνικής νεολαίας.
Σε αντίθεση με πολλούς εθνικούς ευεργέτες που δεν γνωρίζουμε για τη ζωή τους, o Αντώνης Μπενάκης όχι μόνο δε μας είναι απόμακρος, αλλά γενιές και γενιές Ελλήνων γνωρίζουν τα παιδικά του κατορθώματα και τον τολμηρό του χαρακτήρα. Χάρις στον Τρελλαντώνη, το βιβλίο που έγραψε η αδελφή του Πηνελόπη Δέλτα, η παιδική του ηλικία ταυτίζεται με τη δική μας.
“Είχε πάντοτε γεμάτες τις τσέπες του με τόσους θησαυρούς. Τι δεν έβρισκες μέσα! Καρφιά, βώλους, βότσαλα, σπάγγους, κάποτε και κανένα κομμάτι μαστίχα, και πάνω απ’ όλα, το τρίγωνο γυαλί που είχε πέσει απ’ τον πολυέλαιο της εκκλησίας και που έκανε τόσο ωραία χρώματα σαν το έβαζες στον ήλιο. Ολόκληρο πλούτο είχαν αυτές οι τσέπες του Αντώνη”.
“Ο Αντώνης ήταν πολύ σκάνταλος και πολύ άτακτος”, γράφει η Δέλτα στις «Πρώτες Ενθυμήσεις», «Απ’ όλους μας είχε φάει το περισσότερο ξύλο. Ορμητικός, ανυπότακτος, γεμάτος ιδέες, ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες που τελείωναν με μπάτσους και τραβήγματα αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως τα μέσα μαλλιά του, ντρεπόταν, υπέφερε στο φιλότιμό του, στην υπερηφάνεια του, που ήταν πολύ μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα, ούτε έκλαιγε ποτέ, ούτε καταδεχόταν να ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι υπερήφανα, έτρωγε το ξύλο και δεν απαντούσε. Εμείς τα κορίτσια τον είχαμε για ήρωα». Θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια για να ομολογήσει ο Μπενάκης στη Δέλτα ότι η χωρίς αγάπη και τρυφερότητα ανατροφή τον είχε πληγώσει βαθιά. «Μπορείς να πονέσεις όσο θέλεις καημένη αδελφή. Από αγάπη οι γονείς μας δεν κατάλαβαν τίποτα…», της είπε σε ηλικία 20 ετών.
Η πρώτη του μεγάλη αγάπη είναι τα όπλα και τα εθνικά κειμήλια. Ύστερα το ενδιαφέρον του στρέφεται στη μουσουλμανική-αραβική τέχνη, τα έργα εικαστικών τεχνών και τις εικόνες. Το προσωπικό ενδιαφέρον του αδελφού του Αλέξανδρου τον ωθεί να ασχοληθεί και με την κεραμική. Κατόρθωσε σταδιακά να σχηματίσει αξιόλογες συλλογές διαφόρων περιόδων που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων αντικείμενα αρχαίας ελληνικής τέχνης, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, έργα λαϊκής τέχνης, κοπτικής κ.ά.
Το 1930 κάνει δωρεά τις συλλογές του στο κράτος και εργάζεται με πάθος για να μετατρέψει σε μουσείο την πατρική οικία της οδού Κουμπάρη, η οποία επίσης παραχωρήθηκε με πρωτοβουλία του στην ελληνική πολιτεία. Προσφέρει το απαραίτητο οικονομικό κεφάλαιο και στις 22 Απριλίου του 1931 το Μουσείο Μπενάκη ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό. Μέχρι τότε ο Αντώνης Μπενάκης είχε ασχοληθεί μέχρι και το τελευταίο καρφί ή το ύφασμα που μπήκε στις προθήκες. Ήταν τέτοια η αφοσίωσή του που είχε εκφράσει την επιθυμία να εντοιχισθεί μετά θάνατον η καρδιά του στο Μουσείο.
Μέχρι το τέλος της ζωής του φρόντισε να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία του νέου θεσμού αλλά και τον διαρκή εξοπλισμό του με νέα εκθέματα. Όταν τον ρωτούσαν οι ξένοι, γεμάτοι θαυμασμό και κατάπληξη, πως ολόκληρο Μουσείο το χάρισε στο έθνος απαντούσε “Έχουμε παράδοση στον τόπο μας, όποιος μπορεί να χαρίζει το περίσσευμά του, γιατί ο τόπος μας, βλέπετε, είναι φτωχός”, θυμάται η Ευγενία Βέη-Χατζηδάκη.
Ο Αντώνης Μπενάκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 31 Μαΐου του 1954. Η Λίνα Κάσδαγλη έκλεισε μέσα σε μια φράση την ουσία της ζωής του Αντώνη Μπενάκη, “Γεννημένος άρχοντας έδωσε στην αρχοντιά το γνησιότερο περιεχόμενό της, την αγάπη για τα ωραία πράγματα και την αγάπη για τον πλησίον”.
Η Αθήνα μπορεί να ήταν «πτωχή στην τσέπη», όπως άρεσε στον ίδιο να χαριτολογεί, αλλά όχι στην ψυχή. Δεν είναι μυστικό επίσης πως ο Αντώνης ήταν «πολύ φιλάνθρωπος και λιγότερο επιχειρηματικό μυαλό», όπως παρατηρεί ο βιογράφος του, Ευθύμιος Σουλογιάννης.