Η Γεωργία Βασιλειάδου (Αθανασίου το πατρικό της) γεννήθηκε στην Αθήνα την Πρωτοχρονιά 1897. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο νωρίς και προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της εργάστηκε ως πωλήτρια σε διάφορα εμπορικά καταστήματα.
Σπούδασε φωνητική μουσική στη Γεννάδιο Σχολή και ξεκίνησε την καριέρα της στο Λυρικό Θέατρο ως χορωδός. Γρήγορα μεταπήδησε στο θέατρο και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θεατρικούς θιάσους της εποχής, όπως της Κυβέλης, της Μαρίκας Κοτοπούλη και Αιμίλιου Βεάκη.
Έζησε σε μια εποχή όπου ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος απαράβατος. Η μεγάλη ηθοποιός αποτελούσε την δακτυλοδεικτούμενη, το μαύρο πρόβατο του χωριού. Ακόμα κι όταν έγινε διάσημη και επισκέφτηκε το χωριό, οι δικοί της την αντιμετώπιζαν σαν ξένη. Από τότε δεν ξαναγύρισε στο χωριό και δεν ήθελε να έχει επαφές, γι’ αυτόν τον λόγο και ως τόπος γέννησής της αναφέρεται η Αθήνα.
Η Γεωργία Βασιλειάδου ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι στην παράσταση «Κυρία με τις καμέλιες» ερμηνεύοντας τον ρόλο της υπηρέτριας. Το άπλετο ταλέντο της έγινε αμέσως φανερό και ήδη από την επόμενη χρονιά ήταν μέλος του θιάσου της Κυβέλης!
→ Το 1925 την είδε να παίζει η Μαρίκα Κοτοπούλη και της πρότεινε να προσληφθεί στο θίασό της. «Εδώ είσαι ένα διαμάντι κρυμμένο στα κάρβουνα. Θα σε πάρω εγώ, να σε βγάλω όξω» της είπε.
→ Το 1927 συμμετείχε στην «Εκάβη» του Ευριπίδη, που ανέβασε ο θίασος της Κοτοπούλη στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Η Γεωργία Βασιλειάδου έπεισε τη μητέρα της να έρθει να δει την παράσταση. Όταν στο τέλος τη ρώτησε ποιες ήταν οι εντυπώσεις της από την παράσταση η μητέρα της της είπε: «Τι να σου πω, βρε παιδί μου, εγώ μονάχα εσένα άκουγα!»
→ Τη δεκαετία του ’30 η Βασιλειάδου έκανε αίτηση να προσληφθεί στο Εθνικό Θέατρο που απορρίφθηκε γιατί οι ιθύνοντες δεν ενέκριναν το γεγονός πως μεγάλωνε μόνη της το παιδί της.
→ Το 1939, ο Σακελλάριος τα έχασε μόλις την είδε και της έκανε επιτόπου την πρόταση μέσα στον καφενέ και στέκι των ηθοποιών «Στέμμα». Η ίδια βέβαια ούτε να ακούσει δεν ήθελε, άκου να παίξει την κουτσομπόλα της γειτονιάς! Κι όμως, είπε τελικά το «ναι», κέρδισε αμέσως το κοινό και η καριέρα της ξανάρχισε λες και δεν είχε ποτέ σταματήσει.
Στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο του ’40 ψυχαγωγούσε τους φαντάρους στο μέτωπο και κατόπιν, στα χρόνια της Κατοχής, έκρυβε Άγγλους στο υπόγειο του σπιτιού της βοηθώντας την Αντίσταση. Φτωχή μέχρι δακρύων, περιφερόταν ακόμα και ξυπόλητη, καθώς τα λιγοστά που έβγαζε από τον μισθό της θεατρίνας τα έδινε στα συσσίτια για τους άνεργους ηθοποιούς που έφτιαξε από το υστέρημά της.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση η οικονομική της κατάσταση παρέμεινε δύσκολη. Όταν έβρισκε φασόλια τα μαγείρευε για την οικογένειά της. Η φασολάδα όμως μύριζε σε όλη τη γειτονιά κι έφταναν τα παιδάκια απ΄ τα γύρω χαμόσπιτα να την παρακαλέσουν να τους δώσει να φάνε. Πάντα έδινε και σχολίαζε: «Εγώ δίνω κι ο Θεός μου τα δίνει απ’ αλλού».
Η καριέρα της άνθισε μετά την επιτυχία που γνώρισε με την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» το 1948. Τότε ξεκίνησε και η συνεργασία της με τον Φίνο. Κάποια φορά που η Βασιλειάδου εμφανίστηκε στο γραφείο του περιποιημένη και καλοντυμένη, ο Φίνος της είπε: «Τι είναι αυτά; Θέλεις να χάσεις το ψωμί σου; Εγώ δε σε θέλω έτσι. Άσχημη, σε θέλω!»
→ Η σπουδαία κωμικός Γεωργία Βασιλειάδου άφησε την τελευταία της πνοή στις 12 Φεβρουαρίου 1980 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας.