“Μένγκελε”, του Θανάση Τριαρίδη, σκηνοθεσία: Χρύσα Καψούλη, πρωταγωνιστούν: Κορίνα Τριανταφύλλου, Θεόφιλος Μανόλογλου.
Μια νεαρή γυναίκα και ένας μεγαλύτερός της άντρας είναι οι μοναδικοί επιβάτες στο κουπέ ενός νυχτερινού τραίνου. Δημόσιος υπάλληλος εκείνος σε επαγγελματικό ταξίδι, μέλος μιας επιτροπής αξιολόγησης, ιστορική συγγραφέας εκείνη, μελετά τη δράση του Γιόζεφ Μένγκελε και ταξιδεύει σε αναζήτηση νέων στοιχείων. Το αντικείμενο της έρευνάς της κεντρίζει την περιέργεια του άγνωστου συνταξιδιώτη, ο οποίος τη ρωτά τους λόγους που μια τέτοια διαβόητη προσωπικότητα της κίνησε το ενδιαφέρον. Μόνο που ξαφνικά, μια διακοπή ρεύματος ακινητοποιεί την αμαξοστοιχία και εγκλωβίζει μέσα στο κουπέ τους δύο επιβάτες, προκαλώντας κρίση πανικού στη νεαρή γυναίκα. Εκείνος, για να της αποσπάσει το μυαλό από τον φόβο που νιώθει, της προτείνει να παίξουν ένα παιχνίδι ρόλων που και ο ίδιος έπαιζε μικρός, και το οποίο θα οδηγήσει τελικά σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Γραμμένο το 2012, το έργο “Μένγκελε” του Θανάση Τριαρίδη, με υπότιτλο “Όνειρο για δύο πρόσωπα σε ένα βαγόνι”, ανέβηκε για πρώτη φορά με επιτυχία το 2013, για να ακολουθήσουν πολυάριθμες παραγωγές μέσα στα χρόνια, με τούτην εδώ στο Θέατρο Φούρνος να σηματοδοτεί το 12ο ανέβασμά του. Ακροβατώντας στο ψυχόδραμα και τον υπερρεαλισμό, το κείμενο μετατρέπεται σταδιακά σε έργο μέσα σε έργο, καθώς το παιχνίδι ρόλων που οι δύο επιβάτες παίζουν για να περάσουν τις ώρες τις απομόνωσης, μεταμορφώνει όχι μόνο τους ίδιους αλλά τον τόπο και τον χρόνο της δράσης, ταξιδεύοντας εκείνους αλλά και εμάς σε ένα απροσδιόριστο χρονικό φάσμα και μια διαχρονική αποτύπωση του κακού.
Με βασικό της όπλο τον δυνατό (μολονότι επαναλαμβανόμενο σε κάποια σημεία) λόγο και τους δύο δυναμικούς και με περίσσιο σθένος ηθοποιούς της, η Χρύσα Καψούλη σκηνοθετεί την παράσταση ως άχρονο διακύβευμα ενοχής και λύτρωσης, παίζοντας διαρκώς με το ύφος, τον τόνο και τον περιβάλλοντα χώρο, δημιουργώντας μια ιλιγγιώδη χρονική δίνη που διυλίζει συναισθήματα, ιδέες και πανανθρώπινες αξίες. Από τη μια ο τόνος της εκφοράς στους διαλόγους που παραπέμπει στις στομφώδεις ερμηνείες παλαιότερων χρόνων δίνει από την πρώτη κιόλας στιγμή το στίγμα ενός αβέβαιου χθες, που υποστηρίζεται και από τα ελαφρώς vintage αλλά σύγχρονα κοστούμια. Οι δύο εξίσου παλαιότερων χρόνων, κουρασμένες αλλά πολυτελείς πολυθρόνες του κουπέ, κάνουν αυτό το αόρατο τραίνο να φαντάζει σαν ένα εφιαλτικό Οριάν Εξπρές, την ίδια στιγμή όμως που τα κινητά τηλέφωνα και άλλες αναφορές στο σήμερα δημιουργούν ένα χωροχρονικό κοντράστ που σοκάρει τις αισθήσεις και διατηρεί το πνεύμα σε διαρκή εγρήγορση.
Ταυτόχρονα και με την αρωγή των φωτισμών του Αποστόλη Τσατσάκου, η σκηνοθεσία αποκτά κινηματογραφικό ύφος, καθώς η διαρκής εναλλαγή της θέσης και της διάταξης στις δύο πολυθρόνες του κουπέ, μετατρέπει ολόκληρη την αίθουσα σε κινηματογραφική μηχανή που καδράρει από διαφορετικές γωνίες τα δύο πρόσωπα του δράματος, “μοντάροντας” την κάθε λήψη και πλάθοντας την ψευδαίσθηση ενός γκρο πλαν, γεγονός που ενισχύεται από το φιλόξενα μικρό μέγεθος του συγκεκριμένου θεάτρου και την εγγύτητα που αυτό δημιουργεί.
Άξιοι σεβασμού οι δύο πρωταγωνιστές που χειρίζονται αυτούς τους φαινομενικά ρεαλιστικούς αλλά στον πυρήνα τους συμβολικούς χαρακτήρες με σθένος, πάθος, δύναμη (κυριολεκτικά) και εξαιρετική διαχείριση του λόγου τόσο σε εκφορά όσο και σε άρθρωση ώστε να υπηρετείται αυτή η πιο ρετρό προσέγγιση στις ερμηνείες. Η Κορίνα Τριανταφύλλου περνά τον χαρακτήρα της (ή να πω “τους χαρακτήρες της”;) από 40 κύματα, με διαρκείς μεταπτώσεις, μεταστροφές και μεταμορφώσεις -από αθώο και φοβισμένο μικρό παιδί σε άγγελο εκδίκησης και από εκεί σε μια ύπαρξη συγκλονισμένη από την αλήθεια που αποκάλυψε, πρωτίστως για τον ίδιο της τον εαυτό.
Χωρίς να χάσει ποτέ το κεντροβαρικό σημείο αναφοράς του βαθέως είναι της, αφήνεται να βυθιστεί σε αυτό το αέναο παιχνίδι ρόλων, επενδύοντας με επιτυχία σε μικρές αλλά σημαντικές αλλαγές στο ύφος και τη στάση του σώματός της. Δίπλα της (και απέναντί της) ένας επικίνδυνα γοητευτικός μα και υπόγεια απειλητικός Θεόφιλος Μανόλογλου, μπαίνει εξ αρχής σε αυτήν την “επιδαύρεια” διάθεση, την οποία στηρίζει άριστα με το παράστημα και τη βαθιά σαγηνευτική φωνή του. Επικίνδυνος ακόμα κι όταν “ξεφυλλίζει” καθιστός την οθόνη του κινητού του, ενόσω όλοι εμείς περνάμε στην αίθουσα για να βρούμε τη θέση μας, μειλίχια ευγενικός όταν γνωρίζει για πρώτη φορά τη συνεπιβάτιδά του, καταπραϋντικός όταν της προτείνει το παιχνίδι “Αν είσαι, είμαι…”, δεν παύει ποτέ να φαντάζει στα μάτια μας ως προσωπικότητα διχασμένη ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, που αναζητά το ορθό στην τρέλα του και τη λύτρωση στην αγάπη και την παράνοια, ακόμα κι όταν το ύφος του έργου εκτροχιάζεται (ευτυχώς για πολύ λίγο) τη στιγμή που πραγματοποιεί μια άστοχη κατ’ εμέ βουτιά στον ρεαλισμό (λεκτικό και σκηνικό).
Παιχνίδι σκιών που ενισχύουν οι κάθετοι φωτισμοί, κλειστοφοβικός εφιάλτης, φαντασίωση και μαζί ταξίδι που νιώθεις πως οδηγεί θύτη και θύμα σε ένα ακόμα στρατόπεδο συγκέντρωσης, η παράσταση αποτελεί ένα συναρπαστικό ιστορικό debate και ένα σπαρακτικό υπαρξιακό δράμα που δεν καταδικάζει απαραίτητα αλλά θέτει τα σωστά ερωτήματα για το πώς, το πού και το πότε θα εμφανιστεί ο επόμενος Μένγκελε, οποιαδήποτε κι αν είναι η μορφή του.
Εξαιρετικά λειτουργικές και υψηλής αισθητικής οι βιντεοπροβολές (Σκηνογραφία, video art, Εικαστική επιμέλεια: Χριστόφορος Κώνστας, Χρήστος Μαγγανάς @XSQUARE DesignLab) που συνεισφέρουν στη δραματουργική κορύφωση και στο συναισθηματικό ξέσπασμα ηθοποιών και θεατών, μετατρέποντας τη σκηνή σε ψυχικό καθαρτήριο και πύλη στον χωροχρόνο.
• Θέατρο Φούρνος – Μαυρομιχάλη 168, Νεάπολη
Παραστάσεις: Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00