Θρυλικός αμερικανός τραγουδιστής, στιχουργός και ποιητής, μέλος του συγκροτήματος The Doors. Η πλούσια σε εικόνες στιχουργική του, σε συνδυασμό με το εκλεκτικό ψυχεδελικό ροκ του συγκροτήματος, τον έχουν αναγάγει σε μία από τις επιδραστικότερες φυσιογνωμίες στην ιστορία του ροκ εντ ρολ, ενώ η προκλητική σκηνική παρουσία του έχει βρει εκατοντάδες μιμητές.
Ο Τζιμ Μόρισον (Jim Morrison) – Τζέιμς Ντάγκλας Μόρισον το πλήρες όνομά του – γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1943 στη Μελβούρνη της Φλώριδας. Ο πατέρας του ήταν ανώτατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ και η οικογένεια Μόρισον συχνά τον ακολουθούσε στις διάφορες μεταθέσεις του. Ο νεαρός Τζιμ έζησε σ’ ένα αυταρχικό οικογενειακό περιβάλλον κι έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ιδιόρρυθμη επαναστατικότητά του, που εκδήλωνε στη σκηνή. Όταν άρχισε να γίνεται γνωστός δήλωνε ψευδώς ότι και οι δύο γονείς του ήταν πεθαμένοι.
Ο Τζιμ Μόρισιν αποφοίτησε από το κολέγιο του Σεντ Πίτερσμπεργκ και παρακολούθησε για ένα χρόνο μαθήματα στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλώριδας. Το 1964 συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες (UCLA), παρακολουθώντας μαθήματα κινηματογράφου και θεάτρου. Την ίδια εποχή ενδιαφέρθηκε για την ποίηση του Γουίλιαμ Μπλέικ και τη φιλοσοφία του Φρίντριχ Νίτσε, ενώ άρχισε να γράφει τα δικά του ποιήματα και να πειραματίζεται με τα ναρκωτικά και ιδιαίτερα με το LSD.
Το 1965, μαζί τον συμφοιτητή του Ρέι Μάνζαρεκ, που έπαιζε σε τοπικές μπλουζ μπάντες, αποφάσισαν να σχηματίσουν ένα συγκρότημα. Το ονόμασαν The Doors από το βιβλίο του άγγλου συγγραφέα Άλντους Χάξλεϊ The Doors of Perception. Το συγκρότημα συμπληρώθηκε με τους Ρόμπι Κρίγκερ (κιθάρα) και Τζον Ντένσμορ (ντραμς). Μία σύνθεση ασυνήθιστη, χωρίς μπάσο, την έλλειψη του οποίου αναπλήρωσαν τα κίμπορντς του Μάνζαρεκ.
Ο Μόρισον στην αρχή ήταν αρκετά ντροπαλός επί σκηνής. Όταν τραγουδούσε απέφευγε να κοιτάει κατά πρόσωπο το κοινό και συχνά του γύριζε την πλάτη από συστολή. Γρήγορα, όμως, βγήκε από το καβούκι του. Άρχισε να πετάει γύρω του το μικρόφωνο και να το χρησιμοποιεί ως φαλλικό σύμβολο. Καθώς οι Doors εκτοξεύτηκαν στο μουσικό στερέωμα με το πρώτο τους άλμπουμ το 1967, άρχισε να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, απειλώντας τη σταθερότητα του συγκροτήματος. Σ’ ένα άγριο μεθύσι του κατέστρεψε τον μουσικό εξοπλισμό του και παραλίγο να προκαλέσει τη διάλυση των Doors.
Επί σκηνής, άρχισε να προκαλεί τα συντηρητικά ήθη της Αμερικής, με συνεχόμενα μπαράζ βλασφημιών, από τις οποίες ξεχωριστή θέση είχαν οι διάφορες μιμήσεις της σεξουαλικής πράξης. Μπορεί η θεατρικότητα της σκηνικής του παρουσίας να προκαλούσε το παραλήρημα των πιστών οπαδών του, αλλά ταυτόχρονα τέθηκε στο στόχαστρο των αρχών και της αστυνομίας. Πολλές φορές συνελήφθη μετά από συναυλία για παραβίαση των χρηστών ηθών, ενώ κάποιες άλλες συναυλίες τους απαγορεύτηκαν για λόγους δημοσίας τάξεως. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1970 καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα έξι μηνών για έργω εξυβρίσει, επειδή είχε δείξει τα γεννητικά του όργανα στο κοινό, κατά τη διάρκεια συναυλίας των Doors στο Μαϊάμι την άνοιξη του 1969.
Το 1971 αποφάσισε να αποφορτιστεί από το εναντίον του κλίμα που είχε διαμορφωθεί στις ΗΠΑ και μαζί με τη σύντροφό του Πάμελα Κούρσον (1946-1974) εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να ασχοληθεί απερίσπαστος με την ποίηση. Ένα χρόνο πριν είχε κυκλοφορήσει η ποιητική του συλλογή The Lord and Creatures.
Όμως, στις 3 Ιουλίου 1971 βρέθηκε νεκρός στο μπάνιο του διαμερίσματος, σε ηλικία 27 ετών. Η επίσημη εκδοχή του θανάτου του ήταν καρδιακή προσβολή. Τάφηκε στη «γωνιά των ποιητών» του ονομαστού παρισινού νεκροταφείου «Περ Λασέζ», κοντά στους Μπαλζάκ, Μολιέρο και Όσκαρ Γουάιλντ.
Ο Τζιμ Μόρισον, σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες της ψυχεδελικής μουσικής που έτειναν προς τον μυστικισμό, είδε τη διεύρυνση της συνείδησης ως ένα τρόπο να διεισδύσει στη σκοτεινή περιοχή του ασυνειδήτου και τις ανομολόγητες επιθυμίες του ανθρώπου. Οι στίχοι του κυριαρχούνται από τη λαγνεία της βίας, του σεξ, του αλκοόλ, των ναρκωτικών, της αυτοκαταστροφής και καθετί απαγορευμένου από τη συντηρητική Αμερική, και προσπάθησε να τα εφαρμόσει και στην προσωπική του ζωή όσο καλύτερα μπορούσε.