Είναι ωραίο να κάθεσαι στο πίσω κάθισμα. Ξεκούραστο κι ήσυχο. Χωρίς απαιτήσεις και πολύπλοκες διαδικασίες. Δεν προϋποθέτει λόγια, τσακωμό και συζητήσεις. Χαζεύεις την διαδρομή, ταξιδεύεις και κοιτάς. Δε χαράζεις εσύ πορεία. Δεν έχεις ευθύνες ούτε το βάρος κάποιας απόφασης. Δεν σε αγχώνει η διαδρομή, οι λακούβες ή ο καιρός.
Θεωρητικά τίποτε δε μπορεί να σε επηρεάσει. Αρχικά φαντάζει γαλήνιο, σχεδόν ανάλαφρο. Δε σε ρωτάνε και πολλά, δε σε ζαλίζουν με ερωτήσεις. Βλέπεις δεν μέτρα και πολύ ο λόγος σου. Πρακτικά, όπου σε πάνε πας. Δεν έχεις βιασύνη. Δεν καθορίζεις εσύ την ένταση, την ταχύτητα, ούτε καν τον προορισμό. Απλώς πηγαίνεις.
Έχεις βολευτεί, έχεις βρει την τέλεια στάση να βλέπεις απ’ έξω την κίνηση της πόλης, τα πρόσωπα των βιαστικών ανθρώπων, τα φώτα των δρόμων. Δε χρειάζεται καν να μιλάς. Απλώς παρακολουθείς. Και κάπως έτσι η ζωή προχωρά. Ούτε που κατάλαβες πως πέρασε η ώρα. Οι μέρες μάλλον. Πόσο εύκολα χάνεται η αίσθηση του χρόνου όταν δε σε βαραίνει καμία απόφαση, καμία ευθύνη.
Μέχρι κι ο χρόνος άλλαξε κι εσύ δε πήρες χαμπάρι. Η μνήμη σου έχει σχεδόν γεμίσει με εικόνες και στιγμές άλλων ανθρώπων που τόσο καιρό παρατηρείς. Θα σου χρησιμεύσουν άραγε; Ούτε εσύ μπορείς να απαντήσεις σε αυτή την ερώτηση. Μα συνεχίζεις έτσι άνετος και βολεμένος την διαδρομή σου. “Ανέξοδα” και ανεπηρέαστα. Που είναι το κακό, μονολογείς.
Το κάδρο σου συχνά πυκνά αλλάζει χρώματα, μεταβάλλεται, φωτίζει ή σκοτεινιάζει αναλόγως τις διαθέσεις των γύρω σου. Κι εσύ εκεί, ήρεμος, παρατηρείς. (Από)Δέχεσαι. Υπομένεις. Δεν ξέρεις αν τελικά σε αφορά αυτό που κοιτάς. Άλλοτε θυμώνεις μα ποτέ σου δεν αντιδράς.
Περιμένεις. Πότε θα ανθίσει ο κόσμος έξω. Ή εσύ. Ακόμη δε μπορείς να αποφασίσεις.
Εσύ εξάλλου είσαι ένας απλός παρατηρητής.
Χαζεύοντας τον κόσμο από το πίσω κάθισμα.
Είναι ώρα.
Σήκω και πάρε το τιμόνι.
Ήδη έχασες πολύτιμο χρόνο.