Ο Αλέξανδρος Ωνάσης, γεννήθηκε στις 30 Απριλίου 1948 στη Νέα Υόρκη. Ήταν γιος του Αριστοτέλη Ωνάση και της Τίνας Λιβανού.
• Οι γονείς του χώρισαν το 1960. Σε ηλικία δεκαέξι ετών άρχισε να δουλεύει στο γραφείο του πατέρα του στο Μονακό, έχοντας αποτύχει στις εξετάσεις του.
→ Στα 19 του, ο Αλέξανδρος Ωνάσης ήταν ένας πραγματικά…περιζήτητος γαμπρός. Εκτός από κληρονόμος τεράστιας περιουσίας, μιλούσε άπταιστα γαλλικά και αγγλικά, και λίγα ιταλικά, ενώ τα ελληνικά του δεν ήταν τέλεια.
Παράλληλα, έπαιζε πολύ καλό τένις, ήταν άριστος σκιέρ, οδηγούσε γρήγορα αυτοκίνητα με επιδεξιότητα, καθώς ο σοφέρ του πατέρα του Χιασίντο Ρόσα τον είχε μάθει να οδηγεί από τα 12! Επίσης μάθαινε να πετάει με δικό του αεροπλάνο!
→ Στα 19 του, γνώρισε και ερωτεύτηκε την τριανταπεντάχρονη Φιόνα φον Τίσεν.
Ο Αριστοτέλης, αρχικά δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τη σχέση του Αλέξανδρου με τη Φιόνα. Πίστευε ότι ήταν μια εφήμερη κατάσταση. «Οι γυναίκες σαν τη βαρόνη είναι απαραίτητη εκπαίδευση», έλεγε σε φίλους του…Σύντομα όμως διαψεύστηκε. Το εντυπωσιακότερο όλων, είναι ότι η Φιόνα προσπαθούσε να ξεφύγει αλλά ο Αλέξανδρος δεν την άφηνε!
Ο Αρίστος είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Αλέξανδρο και από μικρό τον έπαιρνε συχνά μαζί του στις δουλειές για να τον «ψήσει» και να τον βάλει από νωρίς στις επιχειρήσεις. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Αλέξανδρος είχε αναλάβει τη γενική διεύθυνση της Ολυμπιακής Αεροπορίας.
→ Η μοιραία μέρα για τον νεαρό Ωνάση υπήρξε η Δευτέρα, 22 Ιανουαρίου 1973.
Το αεροπλάνο που πιλοτάριζε, ένα αμφίβιο «Πιάτζιο 136», κατέπεσε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, δευτερόλεπτα μετά την απογείωσή του. Ο Αλέξανδρος Ωνάσης τραυματίστηκε βαριά και οι δύο συνεπιβάτες του ελαφρότερα.
Διακομίστηκε στο ΚΑΤ, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 7 το απόγευμα της 23ης Ιανουαρίου, λόγω βαρειών κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων. Ήταν μόλις 25 ετών.
«Οταν ήρθε ο Αρίστος στο ΚΑΤ για να δει τον Αλέξανδρο, άρχισε να κλαίει. Βγαίνοντας από το δωμάτιο είπε στους γιατρούς: ”Βγάλτε τα σωληνάκια. Το παιδί μου είναι πεθαμένο”.
Είχε θολώσει το μυαλό του. Η αλήθεια είναι ότι δεν πίστευε ότι είχε πεθάνει. Για εκείνον, στο μυαλό του, ζούσε. Για 20 ημέρες βρισκόμασταν στον Σκορπιό. Εκείνος κάθε βράδυ κατηφόριζε στο εκκλησάκι που τον είχε μέσα στο φέρετρο και του μίλαγε, σαν να ζούσε. Του έλεγε ακόμα και τα σχέδιά του για την επόμενη μέρα. Γι’ αυτό και δεν έδινε εντολή για να τον θάψουν.
Είχε μεγάλο καημό που χάθηκε τόσο απρόοπτα. Ξεκίνησαν τα βλέφαρά του να σκεπάζουν τα μάτια του. Έπαθε βλεφαρόπτωση. Τότε λοιπόν αγρίεψε ο μητροπολίτης Λευκάδος και του λέει: ”Κύριε Ωνάση, ή τον θάβετε ή θα τον πάτε σε μαυσωλείο στη Γαλλία”. Και ο Αρίστος προκειμένου να μην τον χάσει από τον Σκορπιό, αποφάσισε να τον κηδέψει.
Την ημέρα της κηδείας ήρθε και η μάνα του, η Τίνα, παρότι δεν μιλούσε με τον Αλέξανδρο λόγω του γάμου της με τον Νιάρχο. Παρούσα και η αρραβωνιαστικιά του, η Φιόνα Φον Τίσεν. Ο Αρίστος δεν παρέστη στην κηδεία.
Ο παπάς για να πειστεί ότι το πτώμα του Αλέξανδρου είναι στο φέρετρο ζήτησε από τη μάνα του να το ανοίξει, αλλιώς δεν θα έψελνε τη νεκρώσιμη ακολουθία. Και ανοίγουν το φέρετρο και βλέπουμε έναν άλλον Αλέξανδρο. Τρεις μέρες τον ταρίχευαν στο ΚΑΤ, κατ’ εντολήν του Αρίστου. Ήθελε να τον κρατήσει για πάντα κοντά του», λέει χαρακτηριστικά η 90χρονη οικονόμος του Ωνάση.