Μοναδική κωμικός η Ρένα Βλαχοπούλου, ταλαντούχα σόουγουμαν και εξαιρετική τραγουδίστρια. Γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα και σπούδασε στο Ωδείο του Δραματικού Συλλόγου της γενέτειρας της, όπου έκανε και τις πρώτες της εμφανίσεις.
Ανήλικη ακόμη, σε ηλικία δεκαέξι ετών, πρωτοδούλεψε ως επαγγελματίας σε ζαχαροπλαστείο στη Σπιανάδα. Εκεί, το καλοκαίρι του 1938 γνώρισε τον πρώτο άντρα της ζωής της, τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου, με τον οποίο παντρεύτηκε το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς.
→ Το 1939 κατέβηκε στην Αθήνα. Τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε σε καφενεία και αναψυκτήρια, όπου την ανακάλυψε ο Μίμης Τραϊφόρος και την παρουσίασε ως νέο ταλέντο σ’ ένα πρόγραμμα βαριετέ που είχε ανεβάσει στο κέντρο «Όαση» του Ζαππείου. Το πρώτο τραγούδι που είπε ήταν το «Μικρή χωριατοπούλα» του Πολ Μενεστρέλ, το οποίο διασκευάστηκε αργότερα στο πασίγνωστο «Κορόιδο Μουσολίνι», από τον Γιώργο Οικονομίδη. Στην παράσταση αυτή την άκουσε ο Μακέδος και λίγο αργότερα την προώθησε στο σανίδι και συγκεκριμένα στο θέατρο «Μοντεάλ» της οδού Πανεπιστημίου, όπου έπαιξε με τις αδελφές Καλουτά και τραγούδησε ντουέτο με τη Σοφία Βέμπο.
→ Το 1940 η Ρένα Βλαχοπούλου έχασε και τους δύο γονείς της, κατά το βομβαρδισμό της Κέρκυρας από τους Ιταλούς. Μεσούσης της Κατοχής, το 1942, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τον Γιάννη Κωστόπουλο, γόνο καλής οικογένειας των Αθηνών. Τότε γνώρισε και τον μεγάλο πιανίστα της τζαζ Γιάννη Σπάρτακο, με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Πάνθεον». Η συνεργασία αυτή έφερε και την επιτυχία «Θα σε πάρω να φύγουμε», που πρωτοτραγούδησε το καλοκαίρι του ’44, στην επιθεώρηση «Well come» των Αλέκου Σακελάριου και Δημήτρη Ευαγγελίδη, στο θέατρο «Κυβέλη».
→ Το 1946 έδωσε τέλος στο δεύτερο γάμο της κι ενώ είχε ήδη αναδειχθεί σε «βασίλισσα της τζαζ», δέχθηκε ν’ ακολουθήσει τον Σπάρτακο σε περιοδεία, στην Κύπρο, την Τουρκία, την Αίγυπτο και την Αμερική. Η πολυγλωσσία της -αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά- και η πολύ καλή προφορά της ήταν τα μεγάλα της πλεονεκτήματα.
→ Το καλοκαίρι του 1951 επέστρεψε στην Αθήνα, κάνοντας την πρώτη της επανεμφάνιση στο θέατρο «Σαμαρτζή», στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», πλάι στους Άννα και Μαρία Καλουτά, Νίκο Σταυρίδη, Ορέστη Μακρή και Κούλη Στολίγκα. Το χειμώνα, κατόπιν πρόσκλησης τούρκου παραγωγού, συμμετείχε την ταινία «Ανατολίτικες νύχτες», στην οποία επανέλαβε το «Θα σε πάρω να φύγουμε» του Σπάρτακου. Η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα.
Η Ρένα Βλαχοπούλου δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στο θέατρο ως ηθοποιός. Το 1952 ο Βασίλης Μπουρνέλης, ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες του μουσικού θεάτρου της δεκαετίας του ’50, την κάλεσε να τραγουδήσει ένα ντουέτο με την Μπελίντα στην επιθεωρήση «Βασίλισσα της νύχτας» στο θέατρο «Ακροπόλ». Ακολούθησαν οι επιθεωρήσεις «Να τι θα πει Αθήνα»,«Πουλιά στον αέρα», «Κι ο μήνας έχει εννιά».
Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση “Σουσουράδα” με το νούμερο “Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια”. Μαζί της ήταν ο Νίκος Σταυρίδης. Η ίδια είπε αργότερα:
«Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν. Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο. Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός. »
Το 1956 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, παίζοντας δίπλα στον Νίκο Ρίζο και τον Στέφανο Στρατηγό, στην πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» του Γιάννη Πετροπουλάκη.
Ορόσημο για την καριέρα της υπήρξε το 1962, όταν η συμμετοχή της στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, στο θέατρο «Μετροπόλιταν», έγινε αφορμή να την προσέξει ο Γιάννης Δαλιανίδης και να την κάνει πρωταγωνίστρια του μιούζικαλ «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963).
Ο ίδιος ο Φίνος, όταν την άκουσε να τραγουδά, φέρεται να της πρότεινε να υπογράψει ισόβιο συμβόλαιο με την εταιρεία του, με την οποία γύρισε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ορισμένες από τις ταινίες της Ρένας Βλαχοπούλου που ξεχωρίζουν: «Κάτι να καίει» (1963), «Ένα κορίτσι για δύο» (1963), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Φωνάζει ο κλέφτη»ς (1965), «Η βουλευτίνα» (1966), «Ραντεβού στον αέρα» (1966), «Βίβα Ρένα» (1967), «Η ζηλιάρα» (1968), «Η Παριζιάνα» (1969), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970), «Μια τρελλή, τρελλή σαραντάρα» (1970), «Ζητείται επειγόντως γαμπρό»ς (1971), «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971), «Η Ρένα είναι οφσάιντ» (1972), «Η Κόμισσα της Κέρκυρας» (1972).
Παράλληλα με την κινηματογραφική της καριέρα, η Ρένα Βλαχοπούλου συνέχισε τη σταδιοδρομία της στο θέατρο και στο τραγούδι. Το 1959 εμφανίστηκε στο Α’ Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, μ’ ένα τραγούδι του Κώστα Καπνίση και του Θάνου Σοφού, το «Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας». Την επόμενη χρονιά, τραγούδησε ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή το «Πρώτο χελιδόνι». Με την αυγή της δεκαετίας του ’60, είχε μοιραστεί στα τρία: τα πρωινά ηχογραφήσεις και συνεργασίες με το ΕΙΡ (τραγούδια των Χατζιδάκι, Πλέσσα, Μουζάκη, Μωράκη, Αττίκ, Σπάθη, Ιακωβίδη, Κατσαρού), το βράδυ θέατρο και μετά την παράσταση, εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα.
«Έκανα και εγώ τα λάθη μου, όπως και οι άλλοι της γενιάς μου. Παρασυρθήκαμε από τη μόδα της εποχής. Το βίντεο σαν καινούργιο μέσο ήταν πρωτόγνωρο και βέβαια έκανε θραύση. Οι ταινίες πουλούσαν σαν τρελές στα βίντεο κλαμπ. Όμως εμείς που είχαμε κάνει κινηματογράφο δεν έπρεπε να παρασυρθούμε και να δεχτούμε να γυρίσουμε ταινίες που δεν είχαν καμία σχέση με τις κινηματογραφικές. Ευτυχώς δεν καταγραφήκανε στη συνείδηση του κόσμου, έμειναν οι κλασσικές ταινίες του Φίνου. »
Το καλοκαίρι του 1966 η Ρένα Βλαχοπούλου συγκρότησε θίασο με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και το Γιάννη Βογιατζή, ενώ το καλοκαίρι του 1967 ηγήθηκε του θιάσου Βλαχοπούλου – Κωνσταντίνου – Σαπουντζάκη, που ανέβασε τη «Λουλουδιασμένη Αθήνα». Την ίδια χρονιά έκανε και τον τρίτο γάμο της, με τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη.
Το 1976 ξεκίνησε καριέρα και στην τηλεόραση, πρωταγωνιστώντας στην τηλεοπτική σειρά του Αλέκου Σακελάριου «Μια Αθηναία στην Αθήνα», ενώ τελευταίες εμφανίσεις της στη μικρή οθόνη ήταν οι «Μάμα Μία» και «Μάλιστα Κύριε».
Το 1995 βραβεύτηκε με το Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά για την ερμηνεία της στη «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά, στο θέατρο Μπρόντγουεϊ.
Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις “Άγκυρα” με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γενέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις Τέχνες.
Μέσα στα 55 χρόνια δράσης της συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1939 έως το 1994 και 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985. Στην ιδιωτική της ζωή όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη και αυτό γιατί αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη. Τότε σε αυτές τις περιπτώσεις απαντούσε με το μοναδικό και πρότυπο κερκυραϊκό της τρόπο: «Μωρή αϊ στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό. Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω!»
→ Πέθανε στις 29 Ιουλίου του 2004. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου αιφνίδια ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Το Σάββατο 31 Ιουλίου του 2004 η κηδεία της πραγματοποιήθηκε από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας “Μάντζαρος” που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους.