Σπουδαίος κωμικός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ως ένα από τα ιερά τέρατα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, ο μοναδικός Νίκος Σταυρίδης έλαμψε στη μεγάλη οθόνη με το χαρακτηριστικό του γέλιο, τις ιδιαίτερες γκριμάτσες και την πληθωρική κίνησή του.
Γεννήθηκε το 1910 στο Βαθύ της Σάμου. Από μικρός έδειξε τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του και ασχολήθηκε νωρίς με την υποκριτική. Για πρώτη φορά ανέβηκε στο σανίδι το 1929 στην παράσταση Λοβιτούρα. Ο Νίκος Σταυρίδης δεν είχε κωμική φάτσα, όπως σημείωναν με νόημα οι σκηνοθέτες και οι παραγωγοί, είχε όμως φωνή τενόρου και μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι. Κι έτσι μια μέρα που περνούσε έξω από το θέατρο που είχε δει τον Αυλωνίτη και άκουσε τον θίασο να κάνει πρόβα, όρμησε μέσα και ζήτησε με θάρρος και θράσος από τον μαέστρο να τον δοκιμάσει στο τραγούδι!
-Το ξέρεις αυτό το τραγούδι; ρώτησε ο μαέστρος.
-Το ξέρω.
-Σε τι τόνο το τραγουδάς;
-Πιάσε όποιο τόνο θέλεις», του είπε ο Σταυρίδης και είδε έντρομος τον Αυλωνίτη και τον Μακριδάκη να έρχονται κοντά του, προφανώς για να σπάσουν πλάκα με το «ψώνιο» που ζητούσε ακρόαση. Όταν άνοιξε όμως το στόμα του ο Σταυρίδης, τραγουδώντας «με φωνή τενοράλε», τους κόπηκε κάθε όρεξη για πλάκα (οι μαρτυρίες είναι του ίδιου του Σταυρίδη)! Από την επομένη κιόλας, ο Σταυρίδης ήταν μέλος της μουσικής παράστασης «Λοβιτούρα» (1929).
Τελευταία του κινηματογραφική δουλειά ήταν το «Πώς καταντήσαμε Σωτήρη» του 1972, κλείνοντας έτσι μια σπουδαία καριέρα σε θέατρο και σινεμά.
Αυτό ήταν το ντεμπούτο του Σταυρίδη στο θέατρο, ο οποίος παρέμενε όμως στην αφάνεια παρά το αναντίρρητο ταλέντο που του αναγνώριζαν πια όλοι. Ο καιρός περνούσε και η επιτυχία δεν ερχόταν, καθώς στην επιθεώρηση της εποχής χώρος για νέα φιντάνια δεν φαινόταν να υπάρχει. Όλα άλλαξαν όμως όταν μια πρώιμη βεντέτα της εποχής, κάποια… Άννα Καλουτά, κατάλαβε πως ο νεαρός με τη γαμψή μύτη και την πονηρή ματιά είχε κάτι και του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει ένα νούμερο στο πλάι της: «Χέστηκα απ’ τη χαρά μου. Οι Καλουτάδες ήταν τότε πρωταγωνίστριες και μεγάλες βεντέτες», είπε χρόνια αργότερα ο Σταυρίδης για την τρισευτυχισμένη αυτή στιγμή της καριέρας του. «Κοροϊδεύετε κυρία Καλουτά;», τη ρώτησε ο συνεσταλμένος νεαρός, για να εισπράξει μια απάντηση στην οποία δεν χωρούσε αμφιβολία ότι η Καλουτά το εννοούσε. Το σκετσάκι έγινε μεγάλη επιτυχία και καθιέρωσε τον Σταυρίδη στην πρώτη γραμμή της ελληνικής επιθεώρησης.
Μέχρι να συμβεί βέβαια αυτό, ο Σταυρίδης είχε γνωρίσει μεγάλες πίκρες και απογοητεύσεις στο επάγγελμα, καθώς τον χρησιμοποιούσαν ή σε κομπαρσιλίκια ή σε μουσικούς ρόλους, να λέει κάνα τραγούδι δηλαδή και αυτό ήταν όλο. Ταυτοχρόνως, είχε μετρήσει και μια εμπορική αποτυχία στον πρώτο κανονικό του ρόλο στο θέατρο «Έντεν» δίπλα στην Κούλα Γκιουζέπε. Τότε ήταν που απογοητευμένος και μεθυσμένος πήρε ένα μπουκάλι ούζο και ανέβηκε μέχρι την Ακρόπολη με σκοπό να αυτοκτονήσει. Στον δρόμο μέθυσε όμως κι άλλο και μέχρι να φτάσει στον ιερό βράχο δεν θυμόταν καν τι ήθελε να κάνει! Έτσι τη γλίτωσε ο Σταυρίδης από τους δαίμονές του και μας χάρισε μια λαμπρή καριέρα γεμάτη γέλιο και επιτυχίες.
Πολύπλευρος ηθοποιός, δεν άργησε να γίνει ένας από τους μεγάλους αγαπημένους του ελληνικού κοινού και να ιδρύσει πλήθος θιάσων και θεατρικών εταιριών με τα μεγαλύτερα αστέρια της εποχής.
Το 1939 ασχολήθηκε με την οπερέτα και στη συνέχεια με την επιθεώρηση. Αγαπούσε τα ταξίδια και έκανε τακτικά περιοδείες στο εξωτερικό. Για πάνω από μια δεκαπενταετία, στα χρόνια 1942 – 1958 σχημάτισε θιάσους σε συνεργασία με γνωστούς ηθοποιούς, όπως οι αδερφές Καλουτά, η Μαρίκα Νέζερ, ο Τάκης Μηλιάδης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και η Ρένα Βλαχοπούλου. Συμμετείχε σε πάνω από 100 θεατρικές παραστάσεις με πιο επιτυχημένες επιτυχημένες, //Η Αυτού Εξοχότης… Εγώ, Εκατό Χιλιάδες Δολάρια, Δέκα Μέρες στο Παρίσι και Ο Ηλίας του 16ου//.
Περισσότερο θεατρικός ηθοποιός, καταπιάστηκε με τον κινηματογράφο σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη έκανε με την κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου Έλα στο Θείο (1950), σε παραγωγή Φίνος Φιλμ. Έως το 1972 συμμετείχε σε περισσότερες από 120 ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν: Η Ωραία των Αθηνών (1954), Οι παπατζήδες (1954), Γραφείο συνοικεσίων (1956), Μπαρμπαγιάννης ο Κανατάς (1957), Η Φτώχεια Θέλει Καλοπέραση (1958), Τα κίτρινα γάντια (1960), Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα (1960), Σταμάτης και Γρηγόρης (1962), Η Αθήνα την νύχτα (1962), Κορόιδο Γαμπρέ (1962), Ζητείται τίμιος (1963), Ο αδελφός μου ο τροχονόμος (1963), Ψυχραιμία Ναπολέων (1968), Ξύπνα καημένε Περικλή (1969), Ο άνθρωπος ρολόι (1972).
Ο Νίκος Σταυρίδης φανατικός Ολυμπιακός.Ήταν πολύ προσιτός στο κοινό και μάλιστα προτιμούσε να βλέπει τις ταινίες του σε θερινά σινεμά ανάμεσα στο κοινό, παρά να παρευρίσκεται στις επίσημες πρεμιέρες.
Τα τελευταία του χρόνια είχε αποτραβηχτεί στη γενέτειρά του στη Σάμο για τα γεράματά του, όπου τον βρήκε ο θάνατος στις 12 Δεκεμβρίου 1987, σε ηλικία 77 ετών. Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στον ελληνικό μεταπολεμικό κινηματογράφο σφραγίζοντας περαιτέρω το τέλος μιας ολόκληρης εποχής στην ελληνική επιθεώρηση. Η κληρονομιά του έζησε βέβαια μέσα από τους ηθοποιούς που επηρέασε, καθώς οι Ντίνος Ηλιόπουλος και Γιάννης Γκιωνάκης τον χαρακτήριζαν δάσκαλό τους.