Ένα αψέντι είναι όσο ποιητικό είναι και οτιδήποτε άλλο στον κόσμο γύρω μας. Τι διαφορά έχει δηλαδή ένα ποτήρι αψέντι και ένα ηλιοβασίλεμα”; Κάπως έτσι ο Όσκαρ Ουάιλντ περιέγραφε τη λαχτάρα του για την ‘Πράσινη Νεράιδα’, τον πόθο του για αυτό το απόσταγμα που έχει αποτελέσει μούσα για τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά κινήματα, που έχει μια απαγορευμένη φήμη που δεν του αξίζει και μία απίστευτη γεύση που θυμίζει κάτι ελληνικό.
Συχνά αναφέρεται ως ‘η πράσινη νεράιδα’ λόγω του υπέροχου χρώματος αλλά και των υψηλών αλκοολικών βαθμών οι οποίοι σε ζαλίζουν. Το αψέντι είναι ένα απόσταγμα το οποίο βγαίνει στους 45-75 αλκοολικούς βαθμούς. Σαν βάση του, μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε απόσταγμα, είτε σιτηρά είτε τεύτλα είτε σταφύλι ακόμα και πατάτα.
Ο συνδυασμός του με την αγία τριάδα των βοτάνων έχει σαν αποτέλεσμα το αψέντι. Ο γλυκάνισος, ο μάραθος και φυσικά η αγριαψιθιά (αρτεμισία) η οποία έδωσε και το όνομά της είναι τα τρία μεσογειακά βότανα που δίνουν αυτή την ιδιαίτερη γεύση.
Η πρώτη απόσταξη έγινε το 1792 στο Κουβέ της Ελβετίας από τον Δρ. Πιέρ Ορντιναίρ. Μέχρι τότε η αγριαψιθιά χρησιμοποιούνταν για θεραπευτικούς σκοπούς. H αγριαψιθιά χρησιμοποιήθηκε πολύ στην αρχαία Αίγυπτο το 1550 π.Χ. για φαρμακευτικούς λόγους και μετέπειτα στην αρχαία Ελλάδα.
Το 1797, δημιουργήθηκε το πρώτο αποστακτήριο στην Ελβετία, ενώ Το 1840 αυξήθηκε η δημοτικότητά του λόγω των ποιητών και των καλλιτεχνών που το προτιμούσαν.
Γύρω στο 1860, θεσπίζεται η πράσινη ώρα ‘L’ heure vert’. Άπαντες έπιναν αψέντι από τις πέντε μέχρι τις οκτώ. Εκείνη την εποχή, όλα τα γνωστά καφέ της Μονμάρτρης σερβίρουν μανιωδώς αψέντι. Από το Moulin Rouge μέχρι τον Μαύρο Γάτο. Η κατανάλωση του αψεντιού φτάνει σε αδιανόητα ύψη: 36 εκατομμύρια λίτρα τον χρόνο. το 1805 δημιουργήθηκε το πρώτο στην Γαλλία από τον Περνό.
Το 1874, ανοίγει στην Νέα Ορλεάνη το The Absinthe Room, από ένα Καταλανό μπάρμαν που ονομαζόταν Καγιετάνο Φερέρ. Κάπως έτσι γνωρίζουν το αψέντι και οι μεγαλύτεροι Αμερικάνοι συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ανάμεσα τους ο Μαρκ Τουέιν, ο Όσκαρ Γουάιλντ και ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ.
Αν και έχει δυσφημιστεί πολύ δεν έχει αποδειχτεί ότι είναι πιο επικίνδυνο από άλλα αποστάγματα. Aπό το 1840 μέχρι το 1920, οι καλλιτέχνες έπιναν μεγάλες ποσότητες αψεντιού και το συνδύαζαν και με άλλες χημικές ουσίες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα από τη μία να το αποθεώσουν και από την άλλη να προβαίνουν σε τραβηγμένες αντιδράσεις και συμπεριφορές.
Επειδή το αψέντι είναι σε υψηλούς αλκοολικούς βαθμούς συνήθιζαν να προσθέτουν παγωμένο νερό που έτρεχε από ένα συντριβανάκι για να ελευθερώσει όλα τα αρώματα του. Το νερό έπεφτε σταγόνα σταγόνα πάνω σε ένα ειδικό κουταλάκι με τρύπες που είχε πάνω έναν κύβο ζάχαρης για να προσθέτει γλυκύτητα. Η ζάχαρη βοηθάει να αναδειχθούν τα αρώματα και να προσφέρει μια καλύτερη ισορροπία στην πικρίλα που έχει το αψέντι. Η προσθήκη παγωμένου νερού στο αψέντι κάνει το υγρό να θολώνει, μια διαδικασία γνωστή ως ‘louche’.
Μέχρι το 1920, απαγορεύτηκε σχεδόν σε όλες τις χώρες παραγωγής του. Δεν απαγορεύτηκε ποτέ σε Τσεχία, Ισπανία και Πορτογαλία.
Το 1990, συνειδητοποίησαν ότι δεν είχε απαγορευτεί ποτέ το αψέντι στη Βρετανία όταν ένας Βρετανός εισαγωγέας ποτών άρχισε να εισάγει τσέχικο αψέντι το οποίο και πυροδότησε μια σύγχρονη αναβίωση του ποτού. Από εκεί προκύπτει και η λανθασμένη αντίληψη ότι το αψέντι ξεκίνησε από την Τσεχία. Στην πραγματικότητα, το τσέχικο αψέντι είναι κατώτερης ποιότητας και γι’ αυτό σερβίρεται με την καύση της ζάχαρης ώστε να μην παρατηρείται η απουσία των βοτάνων αλλά και αυτή του γαλακτώματος όταν έρχεται σε επαφή με την ζάχαρη.
Τον Μάιο του 2011, η απαγόρευση του αψεντιού στη Γαλλία καταργήθηκε μετά από αιτήσεις από την Γαλλική Ομοσπονδία Αποσταγματοποιών και έτσι ξεκίνησε ξανά η ελεύθερη απόσταξή του.